Παρασκευή 4 Σεπτεμβρίου 2020

Ο ρόλος των Πατέρων στην ερμηνεία της Αγίας Γραφής



Ο ρόλος των Πατέρων στην ερμηνεία της Αγίας Γραφής

Τα κείμενα των αγίων Πατέρων, είναι για τους Χριστιανούς μια ευλογημένη προμήθεια του Θεού. Εκεί φαίνεται ο φωτισμός και συχνά η θεοπνευστία των αγίων, που αποτελούν ασφαλή οδηγό προς τον Χριστό. Όμως μερικοί Χριστιανοί πέφτουν σε έναν ιδιόμορφο τύπο «Ορθοδοξίζοντος Προτεσταντισμού». Όπως οι Προτεστάντες λένε: «δεν δέχομαι τίποτα αν δεν το δω από την Αγία Γραφή», έτσι και οι Χριστιανοί αυτοί, επειδή δεν έχουν σαφή εικόνα των Αγίων Γραφών, τις «φοβούνται», και λένε: «Δεν δέχομαι τίποτα αν δεν το δω από τους Πατέρες». Λες και η πίστη μας είναι νεκρό γράμμα! Στο άρθρο αυτό λοιπόν, θα δούμε αν πράγματι είναι τόσο απόλυτη η ερμηνευτική αποκλειστικότητα των αγίων Πατέρων.
Ας δούμε ποια δικαίωση είναι δυνατό να έχει καθεαυτή η θέση πως οι Πατέρες εξηγητές προσφέρουν μασημένη τροφή, που δήθεν καθιστά περιττή την κατευθείαν από μας μάσηση της αγιογραφικής τροφής.
Λένε μερικοί: «Είναι τόσο δύσκολο να εξηγήσει και να καταλαβαίνει κανείς τις άγιες Γραφές. Διαβάζοντας όμως κανείς τα Εξηγητικά των Πατέρων, βρίσκει εκεί έτοιμη και μασημένη την τροφή που θέλει».
Εν πρώτοις, πρέπει να σημειωθεί πως μία τέτοια διατύπωση έχει χαρακτήρα «οικονομικό» και «παιδαγωγικό»∙ δεν είναι η ορολογία της θεολογίας αυτή. Μέθοδοι οικοδομής των πιστών δεν πρέπει να συγχέονται με τη θεολογία. Οι ίδιοι οι Πατέρες διαρκώς παραπέμπουν τους χριστιανούς στην Αγία Γραφή. Είναι πολύ διδακτικό το γεγονός ότι η όλη διδασκαλία τους, όχι μόνο η θεολογική, αλλά και η πρακτική-οικοδομητική στηρίζεται στις Γραφές. Την κατήχηση, δηλαδή και την οικοδομή των χριστιανών αντιλαμβάνονται σαν γνώση των Γραφών και ανάλυση του νοήματός τους. Ουδέποτε δε διανοήθηκαν ότι τα συγγράμματά τους θα μπορούσαν να υποκαταστήσουν τα Ευαγγέλια και τις Επιστολές της Κ. Διαθήκης! Γι’ αυτούς η γραφή υπήρξε πάντοτε όχι μόνο το κριτήριο των απόψεών τους, αλλά και ανεξάντλητο θησαυροφυλάκιο εμπνεύσεως και ζωής πνευματικής.
Έπειτα, η Γραφή δεν είναι πάνω από την Εκκλησία, ούτε αποτελεί ένα είδος νομικής αυθεντίας εντός της Εκκλησίας. Η Αγία Γραφή είναι αυθεντική έκφραση της πίστεως και της ζωής της Εκκλησίας, που τελεί οργανική σχέση προς την πίστη και τη ζωή της όλης Εκκλησίας δια των αιώνων. Ο Κανόνας των ιερών βιβλίων καθορίσθηκε από την Εκκλησία όχι σαν κάποιος αυθέντης έξω και πάνω από αυτή, ούτε σαν κάποιος κώδικας θείων νόμων, που έχουν ανάγκη σχολιασμού με την παράθεση αυθεντικών ερμηνειών του παρελθόντος (Cate-nae), όπως ακριβώς συνέβαινε με το ρωμαϊκό δίκαιο και συμβαίνει με το δίκαιο εν γένει μέχρι σήμερα. Ο Κανόνας δεν είχε την έννοια νομοθεσίας. Εξαιτίας των Ιουδαίων και των αιρέσεων ήταν ανάγκη η Εκκλησία να δημιουργήσει δικό της κανόνα, για να δώσει έτσι στην Π. Διαθήκη την αρμόζουσα θέση και την ορθή έννοια μέσα στους κόλπους της∙ εξάλλου, με τη δημιουργία Κανόνα, απέβλεπαν στην καταπολέμηση των συγγραφών των αιρετικών, οι οποίοι εμφάνιζαν τα έργα τους στο όνομα Αποστόλων ή αποστολικών ανδρών, για τη διασπορά και επιβολή των ιδεών τους.
Η Αγία Γραφή δεν είναι νόμος αλλά «μαρτυρία», και οι συγγραφείς της δεν είναι νομοθέτες, αλλά «μάρτυρες». Αν π.χ. η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε στο φως κλάποια γνήσια επιστολή του αποστόλου Παύλου, κανένας δεν θα διενοείτο να την αποκλείσει από τον Κανόνα. Ούτε καν υπάρχει υποψία πως η εύρεση νέων κειμένων του αρχικού χριστιανισμού θα δημιουργούσε πρόβλημα ως προς την ουσία της πίστεως∙ απλούστατα, μ’ αυτό το νέο απόκτημα, κατά τρόπο αληθινά γνήσιο και αυθεντικό, θα πλουτιζόταν η γνώση και η πνευματική μας πείρα.
Αφού όμως η Γραφή είναι οργανικά δεμένη με την πίστη και τη ζωή της Εκκλησίας, δεν αντιλαμβάνεται κανείς γιατί μια ορισμένη εποχή μπόρεσε να την εννοήσει καλύτερα από άλλες, έτσι ώστε η καλύτερη αυτή κατανόηση των Γραφών, υπό τις συνθήκες μιας ορισμένεης εποχής, να αποτελεί κατά κάποιο τρόπο για τις άλλες το υλικό προς μίμηση και επανάληψη.
Σε μερικούς κύκλους δεν έχει γίνει επαρκώς κατανοητό πως οι Πατέρες εξηγητές δεν εξάντλησαν το περιεχόμενο των Γραφών, τις οποίες είδαν και ερμήνευσαν κατά θαυμάσιο ίσως τρόπο, αλλά από ορισμένες μόνο απόψεις, που επέβαλαν οι ανάγκες της εποχής τους.
Οι Πατέρες εξηγητές των αγίων Γραφών πρέπει να θεωρούνται κατεξοχήν οδηγοί μας στην προσπάθειά τους, ώστε να μείνουν μακριά από την αίρεση, και σε οργανική σχέση προς τη ζωή και την πίστη της όλης Εκκλησίας∙ κι αυτό όχι για κανένα άλλο λόγο, αλλά γιατί στην εποχή τους η Εκκλησία αντιμετώπισε σειρά ανθρώπων διανοουμένων επί ενός υψηλού επιπέδου πνευματικών ζυμώσεων υπό την επίδραση των φιλοσοφικών ρευμάτων της εποχής. Είναι, πράγματι, έξοχοι και, θα έλεγε κανείς, ανεπανάληπτοι δάσκαλοι στον τρόπο που ζούν και σκέπτονται την οργανική ενότητα Γραφής και Παραδόσεως, δηλαδή πίστεως και ζωής της Εκκλησίας. Καθόλα ανήκουν όμως στην εποχή τους.
Τα πατερικά κείμενα πρέπει να μελετώνται από τον ορθόδοξο βιβλικό επιστήμονα σαν σχολείο μυήσεως στο πνεύμα αυτής της οργανικής σχέσεως Γραφής και ζωής της Εκκλησίας. Κατά τα άλλα, ως προς το γράμμα, οι Πατέρες παρέχουν στον εξηγητή ένα πλούσιο φιλολογικό και ιστορικό ερμηνευτικό υλικό. Δεν είμαστε αγνώμονες ούτε για το τελευταίο αυτό. Είναι όμως, εξάλλου, γεγονός ότι το υλικό αυτό υστερεί του αντίστοιχου στη διάθεσή μας σήμερα. Εμείς γνωρίζουμε ασφαλώς καλύτερα τι συνέβαινε στην Κόρινθο ή στη Ρώμη, όταν ο Παύλος έγραψε στις Εκκλησίες αυτές τις επιστολές του. Και η πλουσιότερη αυτή γνώση μας βοηθά να εννοήσουμε τα ιερά κείμενα πληρέστερα και βαθύτερα.
Ό,τι αφορά στη φιλολογική, την ιστορική και την κριτική ανάλυση των ιερών κειμένων η γνώση μας σήμερα υπερέχει της γνώσεως των Πατέρων. Εκεί που οι Πατέρες γίνονται πολύτιμοι δάσκαλοί μας είναι στα ουσιώδη θέματα, όπως η κατανόηση του πνεύματος της «εκκλησιαστικότητας» των ιερών κειμένων, ότι δηλαδή δεν ανήκουν στην εποχή τους μόνο, όπως έχει την τάση να τα βλέπει ο ιστορικός και ο φιλόλογος, αλλά στην Εκκλησία καθόλου, και ότι, αφού ανήκουν στην Εκκλησία που είναι ζωή και οδός, εκφράζουιν αυτή τη ζωή και την οδό σε σχέση προς τις ποικίλες πλάνες και θεωρίες του κόσμου.
Μελετώντας τους Πατέρες όχι απλώς κατά γράμμα, αλλά κυρίως κατά πνεύμα, μυείται ο εξηγητής σε δύο κυρίως βασικές αρχές του μυστηρίου της Εκκλησίας:
(α) Ότι ο Θεός, σαν ο ουστιαστικός συγγραφέας των ιερών βιβλίων, μιλά δια μέσου αυτών προς την Εκκλησία του καθόλου, όπως μίλησε προς αυτήν κατά την εποχή που γράφτηκαν. Και
(β) ότι η Γραφή εκφράζει τον τύπο ζωής του μέλους του Σώματος του Χριστού, ο οποίος τύπος μας οδηγεί να πιστέψουμε και να ζήσουμε δια μέσου των ποικίλων πλανών και εκτροπών του βίου, που αντιμετωπίζει κάθε εποχή.
Η συμβολή αυτή της πατερικής εξηγητικής, που δεν έχει καμμία ουσιαστική σχέση προς τα περί της μασημένης τροφής και προς το σύστημα των Σειρών – είναι ιδιαίτερα σημαντική και σήμερα, κι αυτό γιατί η φιλολογική, ιστορική και κριτική έρευνα των ιερών κειμένων έχει αναλυτικό χαρακτήρα, και επομένως την τάση της εξετάσεως των επί μέρους προβλημάτων χωριστά από το σύνολο του μηνύματος των Γραφών, μερικές φορές μάλιστα χωριστά και από τις απόψεις του όλου κειμένου, που παρουσιάζει το υπό εξέταση πρόβλημα.
Η αναλυτική μέθοδος έρευνας πολλά προσέφερε και προσφέρει στον καθαρώς ερευνητικό τομέα. Χωρίς όμως ενίοτε να το καταλαβαίνει κανείς, παρασύρεται κατά την ανάλυση προς τοποθετήσεις αντιιστορικές, ένεκα των οποίων παύει να εννοεί μερικά βασικά πράγματα, αδυνατεί δε να δει τα κείμενα εντός της συνολικής συνάφειας της Εκκλησίας. Το έργο του ορθοδόξου βιβλικού επιστήμονα είναι ο συνδυασμός της αναλυτικής μεθόδου της σύγχρονης επιστήμης με τη συνθετική «μέθοδο» των Πατέρων.
Και οι αρχαίοι Πατέρες αντιμετώπισαν την αρχαία ελληνική αναλυτική μέθοδο. Την γνώρισαν και την σπούδασαν στις ελληνικές ειδωλολατρικές Σχολές και με τη βοήθεια του Πνεύματος της Εκκλησίας την υπερνίκησαν σαν άνθρωποι του Χριστού και σαν άνθρωποι του αιώνα τους. Χωρίς να αισθάνονται ότι υστερούν κατά την επιστήμη και τη σοφία της εποχής τους, ερμήνευσαν ιερά κείμενα εντός μιας άλλης προοπτικής, διάφορης από εκείνη που τα είδαν οι ειδωλολάτρες λόγιοι και οι ποικίλοι αιρετικοί.
Σήμερα το δικό μας έργο είναι δυσχερέστατο, γιατί η σύγχρονη αναλυτική φιλολογική και ιστορική εργασία είναι ενταγμένη στην εξελικτική και κινιτική περί του κόσμου και της ιστορίας άποψη, η οποία ήταν άγνωστη και στους Πατέρες και στους σύγχρονους τους ειδωλολάτρες λόγιους. Εξάλλου, η γνώση έχει τόσο αυξηθεί και τόσο διασπασθεί, ώστε είναι αδιανόητο σήμερα σε ένα πρόσωπο να συγκεντρωθεί όλη η γνώση και η παιδεία της εποχής μας, όπως ήταν δυνατό κατά την αρχαιότητα. Σήμερα πρέπει κανείς τουλάχιστον να είναι επιστήμονας σαν τον Teillard De Chardin, φιλόλογος και θεολόγος σαν τον Bultman και άγιος, όπως φερειπείν ο π. Ευσέβιος Μαθιόπουλος, για να έχει στην εποχή μας τη συγκρότηση που είχε ο Μ. Βασίλειος στα δικά του χρόνια, όταν έγραφε την «Εξαήμερο». Ο πλούτος στη γνώση και η διάσπαση αφενός, η εξελικτική και κινητική προοπτική αφετέρου, αυτά όλα είναι εντελώς νέοι παράγοντες, που δίνουν άλλη χροιά στο έργο της αναλύσεως κατά την εποχή μας. Υπό τα δεδομένα αυτά είναι φυσικό πως και η ορθόδοξη εξηγητική μπορεί να κινείται εντός πιο κινητικών και «πορειακών» προοπτικών με το αυτό δικαίωμα, με το οποίο η παλαιά εξηγητική κινούνταν μέσα σε πιο «στατικά» πλαίσια. Αυτά ως προς την ανάλυση.
Αλλά ως προς τη σύνθεση χρειάζονται μερικές παρατηρήσεις. Ο ορθόδοξος εξηγητής έχει να κάνει με κείμενα, που γεννήθηκαν από τη ζωή μιας κοινότητας, η οποία πιστεύουμε πως ήταν η κοινότητα «εις ην τα τέλη των αιώνων κατήντηκεν», ο δε περιεχόμενος στα κείμενά της λόγος πιστεύθηκε σαν ο «έσχατος» λόγος του Θεού προς την ανθρωπότητα. Τα κείμενα αυτά διέσωσε στους κόλπους της η Εκκλησία, σχολίασε, ερμήνευσε και εβίωσε μέχρι σήμερα, γιατί την οδηγούν προς κάπου. Για να βρούμε το μήνυμα των κειμένων αυτών για μας σήμερα, πρέπει ασφαλώς να γνωρίζουμε πρώτα-πρώτα τι νόημα είχαν εντός του περιβάλλοντος που γράφηκαν. Έτσι δεν εξηγούμε την προέλευση του μηνύματος, αλλά εξηγούμε τους τρόπους με τους οποίους κατανοήθηκε και βιώθηκε από τους ανθρώπους. Επομένως: το μέλλον είναι το «σημείο» από το οποίο θεάται κανείς το παρελθόν και το παρόν. Δηλαδή αυτό που περιμένει η Εκκλησία του Θεού είναι η ουσιαστική αφετηρία για την κατανόηση παρελθόντος και παρόντος. Η οποιαδήποτε «σύνθεση» έχει εσχατολογικό χαρακτήρα.
Η ανάλυση, εξάλλου, μας οδηγεί σε μία σειρά θεμάτων, προβλημάτων και ερωτημάτων της εποχής, που γράφηκαν τα ιερά κείμενα, μέσα σε μία προοπτική πως ο κόσμος τελειώνει γρήγορα. Δεν μπορούμε να πούμε πως τα βασικά από τα προβλήματα αυτά δεν είναι και δικά μας. Σ’ εμάς όμως παρουσιάζονται υπό τελείως διάφορη μορφή. Οι Πατέρες «συνέθεσαν» τα δεδομένα των Γραφών με τα δεδομένα της εποχής τους. Και σ’ αυτό είναι λαμπροί οδηγοί και δάσκαλοί μας: Τα δεδομένα όμως της πατερικής εποχής είναι από πολλές απόψεις διάφορα από τα δεδομένα της δικής μας.
Αναφέρω μερικά παραδείγματα:
Το κοσμοείδωλο, η εικόνα δηλαδή περί κόσμου, είναι σήμερα εντελώς άλλη απ’ ό,τι ήταν κατά τους χρόνους της Κ.Δ. και των Πατέρων. Δεν υπάρχει πια σήμερα η εικόνα για έναν κόσμο με τρία πατώματα.
–Η έννοια της ιστορίας, επίσης, είναι σήμερα τελείως διάφορη, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά στη σωτηριολογική σημασία του χρόνου, της επιστήμης και της τεχνικής. Αλλιώτικα αισθάνεται ο άνθρωπος στη θέση του σήμερα μέσα στον κόσμο και στην ιστορία. Όσο επεκτείνεται ο κόσμος και η ιστορική κονίστρα, παράδοξα τόσο σμικρύνεται η σημασία του ανθρώπου, οπότε υπό άλλη μορφή παρουσιάζεται το πρόβλημά του, εντός του σχεδίου του Θεού.
–Η έννοια της ανθρωπότητας, όχι εντός του σχήματος της ρωμαϊκής οικουμένης ή της μεσαιωνικής ανατολικής ή δυτικής αυτοκρατορίας, αλλά υπό μία έννοια αληθινά οικουμενική.
–Η έννοια της ύλης και η περιφρόνησή της καθόλη την ελληνιστική περίοδο αντίθετα προς ό,τι συμβαίνει από την εποχή της Αναγεννήσεως και την αυγή των νεώτερων χρόνων.
–Η δυνατόητα του ανθρώπου, παρά τη σημερινή εκμηδένισή του, να καταστρέψει τον πλανήτη μας ή να τον αναμορφώσει ή τις οίδε τι άλλο.
–Η κοινωνική επανάσταση σε παγκόσμια διάσταση με την ελπίδα δημιουργίας μιας νέας ζωής και σωτηρίας από τα σημερινά δεινά.
–Η αλλαγή στο νόημα της εργασίας, στη θέση της γυναίκας και του παιδιού μέσα στις σύγχρονές μας κοινωνίες.
–Και για να μη συνεχισθεί ατέλειωτα ο κατάλογος, ας μνημονευθεί τελικά ο σύγχρονος ανθρωποκεντρισμός, που κατέληξε στην άρνηση του Θεού. Η αθεΐα κατά τους χρόνους της Κ.Δ. και των Πατέρων, αν δεν ήταν άγνωστη, ήταν σπάνιο και μεμονωμένο φαινόμενο∙ σήμερα όμως είναι η επίσημη ιδεολογία κοινωνικών καθεστώτων, που καλύπτουν μεγάλο τμήμα του πλανήτη μας και επηρεάζουν το υπόλοιπο.
Οι αλλαγές αυτές που αναφέρθηκαν και πολλές άλλες δεν επηρέασαν τη ζωή των ανθρώπων τόσο κατ’ έκταση, ποσοτικά, όσο την σφραγίζουν  ποιοτικώς. Είναι δυνατό, π.χ. να ισχυρισθεί κανείς ότι ο σημερινός άνθρωπος ζει την αμαρτία και τη σωτηρία υπό τις μορφές που έζησαν αυτά οι άνθρωποι του 1ου ή του 5ου αι.; Ασφαλώς ζει πολύ βαθιά τρομερά δυσάρεστες καταστάσεις καθώς και την ανάγκη να γλιτώσει από αυτές. Λοιπόν, κατά τα δεδομένα αυτού του νέου κόσμου, πρέπει πατώντας στα αχνάρια της πατερικής «συνθέσεως», με τη σειρά μας να τον «συνθέσουμε» με την πίστη της αρχικής Εκκλησίας, όπως εκφράζεται στα κείμενά της. Το έργο είναι δύσκολο, αλλά είναι απαραίτητο.
Είναι δύσκολο έργο, γιατί πολλοί θεολόγοι δεν είμαστε συνηθισμένοι στης έννοιες αλλαγή, μεταβολή, μεταμόρφωση, παρά το γεγονός ότι η θεολογία μας βλέπει τον άνθρωπο γενικώς υπό δυναμικό πρίσμα∙ είτε στην πτώση είτε στο δρόμο προς το «καθ’ ομοίωση» ο άνθρωπος δεν μένει ο ίδιος, μεταβάλλεται. Εν τούτοις, η έννοια αλλαγή μας είναι αρκετά ξένη.
Έπειτα, ενώ μιλάμε για άγιο Πνεύμα, δεν ανοίγουμε τον εαυτό μας ελεύθερα στις ενέργειές του. Εξήγηση και ερμηνεία του ιερού κειμένου συμπλέκονται.
Η εξήγηση του ιερού κειμένου είναι η κατανόησή του εντός της συγκεκριμένης καταστάσεως της εποχής του και εντός του υπόβαθρου της γενικής εμπειρίας της Εκκλησίας.
Η ερμηνεία του είναι η ορθή «εν αγίω Πνεύματι» απόδοση του νοήματος του Ευαγγελίου δια μέσου των παλαιών μορφών μέσα σε νέες μορφές, που να ανταποκρίνονται στις σύγχρονες ανάγκες. Οι νέες αυτές μορφές πρέπει να καθιστούν, για μας και τους συγχρόνους μας, το Ευαγγέλιο ζωή αληθινή, και να μη το παρουσιάζουν σαν μία κάπως μακρινή και χαώδη απομίμηση και επανάληψη όρων και εικόνων μιας άλλης, παλιάς εποχής. Όχι το πνεύμα του ερμηνευτή, αλλά το άγιο Πνεύμα, που οδηγεί στην ελευθερία και την αλήθεια, πρέπει να είναι βιωματικά κτήμα του ορθοδόξου ερμηνευτή, στην οργανική του σχέση προς την Εκκλησία με την καθολική της έννοια. Αυτό αποτελεί απαραίτητο συντελεστή, όχι τόσο της εξηγήσεως, όσο της «ερμηνείας» των ιερών κειμένων.
Η απόρριψη του μυστηρίου του αγίου Πνεύματος στο θέμα της αλήθειας κατά την ερμηνεία των ιερών κειμένων, με την έννοια της πιστότητας στην ουσία της εκκλησιαστικής παραδόσεως και της μεταφράσεως της ουσίας αυτής σε νέες μορφές και εικόνες, αποτελεί παραγνώριση της ιδιομορφίας του ιερού κειμένου. Κανείς ερμηνευτής δεν είναι αλάθητος, ακόμα και ο πιο ορθόδοξος, αφού η Ορθοδοξία δεν είναι μόνο κληρονομιά και κτήμα, αλλά κυρίως στόχος του αγώνα και της προσπάθειας κάθε ορθόδοξου. Ο ορθόδοξος ερμηνευτής είναι αλάθητος μόνο καθόσον οργανικά συνδέεται προς το γενικό αλάθητο της καθολικής Εκκλησίας «εν αγίω Πνεύματι». Κατά τα άλλα, σε επί μέρους εξηγήσεις ή ερμηνείες ή θεωρίες ή υποθέσεις ή απόψεις, και ο οθρόδοξος ερμηνευτής λανθάνει.
Οι Πατέρες είναι πολύ διδακτικοί και επί του προκειμένου: Πολλές φορές, οι ίδιοι μνημονεύουν μία, δύο και τρεις απόψεις περί ενός χωρίου ή γεγονότος των Γραφών. Είναι δε γνωστό πόσο σε επί μέρους τέτοια θέματα διαφέρουν οι απόψεις από Πατέρα σε Πατέρα της Εκκλησίας. Περισσότερο δε από καθετί διδάσκεται από τους Πατέρες η ταπείνωση, η συναίσθηση της ανθρώπινης ασθένειας με την οποία, εν πάση περιπτώσει, προσεγγίζεται το ιερό κείμενο∙ είναι σαν να ψαύσουν τον αναστάντα Λόγο του Θεού. Ο ορθόδοξος ερμηνευτής, επειδή είναι ορθόδοξος, έχει συνείδηση των αδυναμιών του και είναι ξένος προς την κομπορρημοσύνη του κόσμου. Όσο στερείται της συνειδήσεως των αδυναμιών του ο ερμηνευτής –είτε από κοσμικό φρόνημα είτε από υπερβολική εξοικείωση– τόσο εκπίπτει του προορισμού του.
Η οδός αυτή, που ήταν και η οδός των Πατέρων, δεν είναι εύκολη. Είναι δύσβατη, πλήρης ασαφειών, αγωνιών, ψηλαφήσεων και κινδύνων. Σίγουρα, δεν είναι καν οδός ανθρώπινη εντός δηλαδή των δυνατοτήτων μόνο του ανθρώπου. Η επιτυχία του ορθοδόξου ερμηνευτή είναι έργο του αγίου Πνεύματος. Οι αποτυχίες είναι δικές μας, της ασθένειάς μας. Έχουμε όμως για ενθάρρυνση σαν παράδειγμα επί του προκειμένου την επιτυχία των αγίων Πατέρων στη μεταφορά εν αγίω Πνεύματι του Ευαγγελίου από τα εβραϊκά του πλαίσια στις ελληνικές κατηγορίες σκέψεως.
Το θέμα Αγία Γραφή και ερμηνευτές Πατέρες χρειάζεται ευρύτερη διαπραγμάτευση. Η ορθόδοξη ερμηνευτική δεν είναι επανάληψη των ερμηνευτών Πατέρων, αλλά είναι η μύηση στην όλη ερμηνευτική τους σκέψη, ώστε με τη βοήθειά της να μάθει κανείς να σκέπτεται διά των Γραφών μέσα στην εποχή μας, με τα ιδιαίτερα προβλήματα και ερωτήματά της, όπως σκέπτονται εκείνοι δια των Γραφών ως προς τα προβλήματα και ερωτήματα της δικής τους εποχής. Αν χρησιμοποιήσουμε την ορολογία του π. Γεωργίου Florovsky, θα πούμε ότι η ορθόδοξη ερμηνευτική πρέπει να είναι σήμερα «νεοπατερική».
Κάθε άλλη χρήση των Πατέρων, απλή παράθεση χωρίων, επανάληψη, νεκρή απομίμηση προς κατανόηση της Αγίας Γραφής, δεν αποδίδει, δυστυχώς τα αναμενόμενα αποτελέσματα, αφού ουσιωδώς παραγνωρίζει τον παράγοντα «ιστορία»∙ έτσι η άλλη αυτή κατά το γράμμα μιμητική χρήση των αγίων Πατέρων καταντά ακούσια σε υποτίμηση και της σημασίας της Γραφής και της σπουδαιότητας των Πατέρων.
Απόσπασμα από το εγχειρίδιο για τους Σπουδαστές: «Ερμηνευτική των Ιερών κειμένων» του Σάββα Αγουρίδη, Καθηγητή Πανεπιστημίου. (Έκδοση 1984. Σελίδες 52 – 60)

Η «Φιλοκαλία των ιερών νηπτικών»Ιωάννης Κορναράκης, Ομότιμος Καθηγητής Θεολογικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών (+)


Η «Φιλοκαλία των ιερών νηπτικών» είναι συλλογή πατερικών κειμένων, τα οποία έχουν ένα ιδιαίτερο περιεχόμενο. Το περιεχόμενο αυτό αναφέρεται στη μυστική, δηλ. εσωτερική ψυχική εργασία της καθάρσεως του νου και της καρδίας. Γι’ αυτό τα πατερικά κείμενα της «Φιλοκαλίας» παρουσιάζουν διαστάσεις και όψεις της μυστικής θεολογίας της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Επειδή δε η βίωση της μυστικής αυτής πνευματικής εργασίας πραγματοποιείται υπό τον όρο της αδιαλείπτου εγρηγόρσεως της ψυχής, της νήψεως, τα πατερικά αυτά κείμενα χαρακτηρίζονται και «νηπτικά».
Η λέξη «νήψις» ετυμολογείται από το ρήμα «νήφω», που σημαίνει- δεν πίνω οίνο, είμαι νηφάλιος, διάγω βίο εγκρατή, είμαι σώφρων, ήρεμος, κόσμιος. Επομένως τα νηπτικά πατερικά συγγράμματα είναι τα κείμενα εκείνα που, όπως θα λέγαμε σήμερα, παρουσιάζουν την «υπαρξιακήν» όψη της ηθικής και πνευματικής εργασίας της καθάρσεως του νου και της καρδιάς, με την οποία ο πιστός προσεγγίζει στην περιοχή της θείας παρουσίας και ενεργείας. Τα νηπτικά πατερικά κείμενα δεν είναι κείμενα αφηρημένων θρησκευτικών στοχασμών ή θεωρητικής ηθικής διδασκαλίας. Είναι «το μεγαλόπνοον απαύγασμα ηγιασμένου ασκητικού βιώματος θειοτάτων πατερικών μορφών, επί των οποίων επέλαμψε το πανάγιον και φωτιστικόν πνεύμα». Για τούτο πολύ εύστοχα η «Φιλοκαλία», συγκρινόμενη προς τα λοιπά πατερικά κείμενα, χαρακτηρίζεται από τους εκδότες της εκδόσεως που κυκλοφορεί, ως το «Αγιον των Αγίων».

Η «υπαρξιακή» σημασία των νηπτικών πατερικών κειμένων καταφαίνεται στις ημέρες μας από την εκτίμηση που εκδηλώνουν προς αυτά όλο και περισσότεροι πνευματικοί άνθρωποι, θεολόγοι, ιστορικοί, κοινωνιολόγοι και ψυχολόγοι. Μάλιστα σε ορισμένες εποχές ηθικής και πνευματικής κρίσεως ένα μεγάλο μέρος των πιστών της ορθοδόξου Εκκλησίας βρήκε στα νηπτικά πατερικά κείμενα την «πηγήν του ύδατος του αλλομένου εις ζωήν αιώνιον» (Ιω. 4,14).
Στον πρόλογο της εκδόσεως της «Φιλοκαλίας», που κυκλοφορεί σήμερα, υπενθυμίζεται ότι η πρώτη έκδοσή της προκάλεσε «ενθουσιαστικόν συναγερμόν εις το ορθόδοξον πλήρωμα… Ολόκληρη η έκδοσις της Βενετίας του 1782 εγένετο ανάρπαστος από μονάζοντας και μη, εις τας περιοχάς των Ορθοδόξων Πατριαρχείων και Εκκλησιών, αλλά και πέραν αυτών». Είναι δε πολύ χαρακτηριστικό το γεγονός ότι μια εργασία του γνωστού ρωμαιοκαθολικού θρησκειοψυχολόγου Καθηγητού Γεωργίου Wunderle με θέμα, «Ψυχολογία της ησυχαστικής προσευχής», που κυκλοφόρησε το έτος 1947, έγινε κυριολεκτικώς ανάρπαστη και εκδόθηκε για δεύτερη φορά. Ο Wunderle υπογραμμίζει ζωηρά πως υπάρχουν στην Ευρώπη πολλοί απλοί άνθρωποι αλλά και διανοούμενοι που δεν ενδιαφέρονται απλώς για την «Φιλοκαλία» αλλά που ασκούνται και υποτάσσονται στους κανόνες της νηπτικής ζωής της «Φιλοκαλίας».
Έτσι τα νηπτικά πατερικά κείμενα δεν προορίζονται μόνο για τους μοναχούς και τους ασκητές. Απευθύνονται πάντοτε προς όλους αυτούς τους πιστούς, που, συνεπείς στην προτροπή του Κυρίου· «Γρηγορείτε και προσεύχεσθε» (Ματθ. 26, 41), προσπαθούν να αγωνίζονται «νομίμως» (Β’ Τιμ. 2,5) τον καλό αγώνα της πίστεως. Με το πνεύμα δε αυτό προλογίζοντας την πρώτη έκδοση της «Φιλοκαλίας» ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης προσκαλεί τους λαϊκούς και τους μοναχούς να αξιοποιήσουν υπαρξιακά τους θησαυρούς των πατερικών νηπτικών κειμένων.
«Έλθετε πάντες όσοι κλήσεως ορθοδόξου τυγχά¬νετε μέτοχοι, συνάμα Λαϊκοί τε και Μοναχοί, οι την εντός υμών ούσαν του Θεού Βασιλείαν και τον εν τω αγρώ της καρδίας κεκρυμμένον ευρηκέναι σπουδάζοντες θησαυρόν, ος έστιν ο γλυκύς Ιησούς Χριστός· ίν’ όπως, της περί τα κάτω αιχμαλωσίας, και της περιφοράς του νοός υμών ελευθερωθέντος, και της καρδίας των παθών καθαρθείσης, διά της αδιάλειπτου του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού φοβεράς επικλήσεως, και των λοιπών συνεργών αρετών, των εν τη παρούση Βίβλω διδασκομένων, ενωθείητε μεν προς εαυτούς, δι’ εαυτών δε και προς Θεόν, κατά την προς τον Πατέρα του Κυρίου παράκλησιν, ίνα ώσι, λέγοντος, εν, ως ημείς εν έσμεν.. .». Πράγματι, η μεγάλη υπηρεσία που και σήμερα ημπορεί να προσφέρει η έμπρακτη μελέτη των πατερικών νηπτικών κειμένων είναι η ψυχική ανασυγκρότηση και εσωτερική ενοποίηση της προσωπικότητας του χριστιανού που θα ήθελε να βιώνει αυθεντικά την πιστή του στο Χριστό. Είναι φανερό πλέον ότι ο σύγχρονος τρόπος ζωής διεγείρει ενδιαφέροντα που ανήκουν στην περιοχή της ανέσεως, του υλικού κέρδους, της ηθικής χαλαρώσεως και γενικά της εγωιστικής και ατομικιστικής επιδιώξεως. Μέσα στο πνεύμα καθενός ανθρώπου παγιώνεται αδιάσειστα η βασική σκέψη πως πρέπει να κυνηγά καθετί που εξασφαλίζει άνεση, ευχαρίστηση και υλική ασφάλεια. Αλλά μια τέτοια υπαρξιακή προοπτική γεννά τυραννικό άγχος μέσα στο βάθος της ανθρώπινης προσωπικότητας και διασπά την εσωτερική της ενότητα. Κάνει τον άνθρωπο δίψυχο και επομένως «ακατάστατον εν πάσαις ταις οδοίς αυτού» (Ιακώβ. 1,8).
Η αγχωτική αυτή ψυχολογική πραγματικότητα, που είναι προϊόν της ηθικής κα! πνευματικής αναπηρίας του συγχρόνου χριστιανού, υπογραμμίζει επίσης την ανεκτίμητη σημασία των πατερικών νηπτικών κειμένων. Όπως λέγει ο άγιος Νικόδημος, το ουσιαστικό αποτέλεσμα της υπαρξιακής αξιοποιήσεως των κειμένων αυτών είναι η εσωτερική ενότητα της προσωπικότητας του πιστού και συνεπώς η ενότητα αυτού με τον Θεό.
Αξίζει λοιπόν να εντρυφήσει κανείς στις δροσιστικές, αλλά πολλές φορές και καυστικές, σελίδες της «Φιλοκαλίας» για να αποκτήσει την πνευματική εκείνη διαύγεια που θα τον κάνει ικανό να πραγματώνει την απροκατάληπτη αυτοθεώρησή του. Η μελέτη των νηπτικών πατερικών κειμένων μπορεί πάντοτε και κατ’ εξοχήν σήμερα να μας βοηθήσει να αντιληφθούμε το είδος και την ποιότητα του πνευματικού μας περιεχομένου. Μια τέτοια αυτοθεώρηση είναι η μοναδική αφετηρία για μια δυναμική πνευματική προσπάθεια προς ενοποίηση και εξαγιασμό της ψυχής μας.
(Ιωάννου Κορναράκη, «Φιλοκαλικά θέματα», εκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη – Θεσ/νίκη, σ. 5-10)

Γέρ. Χριστοφόρος Γρηγοριάτης: «Εμείς να δούμε τι σχέδια έχει ο Θεός!»


Ο Καθηγούμενος της Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου  Αγίου Όρους, Αρχ. Χριστοφόρος προς τους αδελφούς της Ιεράς Μονής επί τη εορτή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου (2020).
Αδελφοί και Πατέρες,

Ευχαριστούμε πάνω από όλα τον άγιο Θεό που μας αξίωσε να φθάσουμε στην Στ΄ Εβδομάδα των Νηστειών και να εορτάσουμε και τον Ευαγγελισμό της Παναγίας μας, που είναι μία σωτήριος ημέρα για όλους τους ανθρώπους.
Ο Ευαγγελισμός της Παναγίας μας φανερώνει την άπειρη αγάπη του Θεού για τον άνθρωπο. Βλέπουμε ότι ο Θεός κυνηγάει τον άνθρωπο για να τον σώση. Και το σχέδιό του ήταν να γίνη και ο Ίδιος άνθρωπος για την δική μας σωτηρία. Αλλά φανερώνει, όπως ακούσαμε και στην ανάγνωσι από τον λόγο του αγίου Νικολάου Καβάσιλα στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου, τον θησαυρό που είχε μέσα στην καρδιά της η Παναγία μας, την αγάπη, την θυσία, την υπακοή, την ταπείνωσι, και προ παντός την πίστι και την εμπιστοσύνη της στον Θεό.
Φανερώνει ακόμη και τον σεβασμό που έχει ο Θεός στον άνθρωπο. Δεν ήθελε να επέμβη δυναμικά στην Παναγία μας και να κατοικήση μέσα της, προτού να πάρη και την δική της συγκατάθεσι. Γι’ αυτό μέχρι να πη η Παναγία μας το «ιδού η δούλη Κυρίου· γένοιτό μοι κατά το ρήμά σου» (Λουκ. α΄ 38) ο Θεός περίμενε.
Και όταν η Παναγία μας παρεδόθη εξ ολοκλήρου στον Θεό, τότε έγινε και το μέγα μυστήριο της σωτηρίας μας και αρχίζει από εκείνη την στιγμή το έργο της σωτηρίας του ανθρώπου με την σάρκωσι του Θεού Λόγου μέσα της.
Γι’ αυτό και ευχαριστούμε την Παναγία μας. Και να ξέρουμε, ότι κάθε φορά που και εμείς παραδιδόμαστε στον Θεό και λέμε: «ιδού, Κύριε, ο δούλός σου· γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου», τότε έρχεται και σε μας μέσα και κατοικεί το Άγιο Πνεύμα, η Χάρις του Θεού, και γινόμαστε άνθρωποι χαριτωμένοι. Οσάκις όμως εμείς παραβαίνουμε τον νόμο του Θεού, τότε φεύγει και η Χάρις του Θεού. Είναι παράδειγμα για μας η Παναγία.

Βλέπουμε ότι η Παναγία πάντοτε είχε μία ανάπαυση μέσα της, μία ειρήνη. Και μετά, όταν πήγε στην Βηθλεέμ για να γεννήσει τον Χριστό, δεν στενοχωριόταν που δεν έβρισκε τόπο για να γεννήσει και ότι χρειάσθηκε να πάει σε ένα σπήλαιο.
Διότι ήξερε ότι ήταν στα χέρια του Θεού. Είχε τον Θεό προστάτη. Γι’ αυτό πάντοτε είχε μία ειρήνη, μία αγαλλίαση μέσα της, μία ανάπαυση. Και όταν έφυγε στην Αίγυπτο, το ίδιο. Και όταν επέστρεψαν πάλι πίσω στην Ναζαρέτ, είχε η Παναγία μας αυτήν την ειρήνη και την ανάπαυση μέσα της, διότι είχε την πίστη και την εμπιστοσύνη της στον Θεό.
Έτσι και εμείς, που γινόμαστε μοναχοί και αφιερωνόμαστε στον Θεό, πρέπει να έχουμε αυτή την εμπιστοσύνη και αυτή την πίστη στον Θεό.
Φέτος με την Χάρι του Θεού κάναμε και πέντε Μεγαλοσχήμους Μοναχούς και ακούσαμε τις υποσχέσεις που δίνει ο μοναχός, ότι πρέπει τα πάντα να εγκαταλείψει για να αγαπήσει τον Θεό. Ο σκοπός μας είναι να αγαπήσουμε τον Θεό. Και αν το πετύχουμε αυτό και έχουμε εμπιστοσύνη στον Θεό και δεν κλονίζεται η πίστις μας και η εμπιστοσύνη μας σ’ Αυτόν –εξ άλλου γι’ αυτό ερχόμαστε στο μοναστήρι, επειδή έχουμε εμπιστοσύνη στον Θεό–, τότε πάντοτε θα είμαστε αναπαυμένοι.
Ό,τι και να συμβαίνει στην ζωή μας, θα είναι για μας μία ανάπαυσις, γιατί ξέρουμε ότι με όλα τα γεγονότα της ζωής μας ο Θεός ετοιμάζει την σωτηρία μας. Διότι αυτός είναι ο σκοπός του Θεού: Να σώσει τον άνθρωπο.

Πέμπτη 3 Σεπτεμβρίου 2020

π. Αρσένιος Βλιαγκόφτης - Η ελληνορθόδοξη ταυτότητά μας στην εποχή της παγκοσμιοποιήσεως



Η ελληνορθόδοξη ταυτότητά μας συνίσταται στην άρρηκτη σύνδεση Ορθοδοξίας και Ελληνισμού. Η ασύγχυτη και αδιαίρετη αυτή σύνδεση, προσδιόρισε την εθνική και θρησκευτική μας συνείδηση, προσδιόρισε την πολιτιστική παραγωγή μας και συνέβαλε αποφασιστικά στη διαμόρφωση των θεσμών μέσα στην κοινωνία.

Ο καθηγητής και πρύτανης κ. Γεώργιος Μπαμπινιώτης σημειώνει: «Όποιος μιλάει για Ορθοδοξία ερήμην του Ελληνισμού, νομίζω ότι ματαιοπονεί, όποιος όμως μιλάει για Ελληνισμό ερήμην της Ορθοδοξίας, κάνει κάτι χειρότερο· ασχημονεί». Όσοι αποκόπτονταν από την ορθόδοξη πίστη και κοινωνία, έχαναν και την ελληνικότητά τους. Αυτό εσήμαιναν τα ρήματα «φραγκεύω» και «τουρκεύω». Έλληνες έμεναν όσοι παρέμειναν ορθόδοξοι.

Εάν θέλουμε να αποδώσουμε με μια λέξη τον ελληνορθόδοξο πολιτισμό μας, τον πολιτισμό της Ρωμιοσύνης, θα λέγαμε ότι είναι ο πολιτισμός του προσώπου. Στην παράδοσή μας ο Θεός - δημιουργός είναι πρόσωπο, αλλά και ο άνθρωπος είναι πρόσωπο. Το πρόσωπο νοείται ως ελευθερία και ετερότητα. Το πρόσωπο είναι το «εσύ», που βρίσκεται απέναντι από το «εγώ», είναι ο άλλος. Το πρόσωπο ως ελευθερία και ετερότητα είναι μοναδικό και ανεπανάληπτο, όχι μόνο πνευματικά αλλά και ψυχοδιανοητικά και βιολογικά. Τα χαρακτηριστικά της ελευθερίας και της μοναδικότητας ο άνθρωπος, ως πρόσωπο, τα έχει προίκα από το Δημιουργό του. Καθώς ο Θεός εκτός από ελευθερία είναι και αγάπη, έτσι ακριβώς είναι και ο άνθρωπος.

Ο πολιτισμός της Ρωμιοσύνης είναι ο πολιτισμός της κοινοτικότητας, της ενορίας. Είναι το «εμείς» του Μακρυγιάννη.

Ο μόνος χώρος όπου μπορούν να βιωθούν αυθεντικά αυτές οι πνευματικές πραγματικότητες, είναι ο χώρος της θεανθρώπινης κοινωνίας που λέγεται Εκκλησία. Μέσα στο χώρο της Εκκλησίας, η οποία είναι «ιατρείον πνευματικόν» κατά τον Ιερό Χρυσόστομο και τους Αγίους Πατέρες, το ανθρώπινο πρόσωπο καταξιώνεται. Καταξιώνεται διά της αληθούς θεογνωσίας και θεοκοινωνίας του ανθρώπου με το Θεόν, η οποία γίνεται κατορθωτή διά της υπακοής στο θέλημα του Θεού και εν γένει του αγώνα που κάνει ο πιστός να καθαρίσει με τη χάρη του Θεού τον εαυτό του από τα πάθη και να φτάσει στον Αγιοπνευματικό φωτισμό και στην κατά Χάριν θέωση. Αυτό δεν είναι ένα κατόρθωμα του ανθρώπου, αλλά δώρο της Χάριτος του Θεού. Σε αντίθεση με την ελληνορθόδοξη παράδοσή μας, η λεγομένη Νέα Εποχή αλλά και κάθε αιρετική διδασκαλία, ως αυτονομημένη προσπάθεια του υπερήφανου μεταπτωτικού ανθρώπου όχι μόνο δε γνωρίζει το πρόσωπο, αλλά και κατά βάθος το μισεί και αγωνίζεται να το καταργήσει.
Η παγκοσμιοποίηση

H μουσική στή λατρεία τῆς Ἐκκλησίας




H μουσική στή λατρεία τῆς Ἐκκλησίας κατέχει εἰδική καί πρωτεύουσα θέση. Ἡ ἱερά ψαλμωδία εἶναι ἀπό τά πρῶτα τελεσφορώτατα μέσα πρός κατάνυξη καί μυσταγωγία τῶν πιστῶν. Εἶναι βέβαια ἡ ψαλμωδία μέσο καί ὄχι σκοπός στήν Ἐκκλησία καί ἀπό αἰώνων στή θεία λατρεία μουσική, ἐκτός ἀπό τήν καλλιτεχνική καί αἰσθητική ἀξία, φέρεται καί ὡς κληρονομιά τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὡς δέ πρός τά στοιχεῖα καί τό ἦθος αὐτῆς θεωρεῖται καί ἀποδεικνύεται, ὅτι διασώζει τά γνωρίσματα τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς μουσικῆς. Γι' αὐτό καί ἐνδεικτικά ὀνομάζεται ἑλληνική ἐκκλησιαστική μουσική καί ἀναγνωρίζεται ὡς μία ἐθνική κληρονομιά καί ἕνα πνευματικό κεφάλαιο, τό ὁποῖο ὀφείλουμε νά σεβασθοῦμε, νά διασώσουμε καί νά αὐξήσουμε. Ἡ ἐκκλησιαστική μουσική δέν εἶναι ὑπόθεση μόνο τῶν ὑμνογράφων ἤ τῶν ἐκφραστῶν, τῶν κληρικῶν ἤ τῶν λαϊκῶν. Εἶναι τέχνη, θεία τέχνη, καθώς καί κάθε τέχνη στήν Ἐκκλησία, ἱερατική ἤ λειτουργική, χαρακτηριζόμενη διά τοῦ ὅρου ψαλμωδία , ὁ ὁποῖος ἐκφράζει μέ πληρότητα τή θέση καί τόν χαρακτήρα τῆς μουσικῆς κατά τήν τέλεση τῆς θείας λατρείας.

Ἡ παρουσίαση τοῦ ἔργου τοῦ μεγάλου μουσικοδιδασκάλου Κωνσταντίνου Πρίγγου ἐκφράζει τό ζήτημα τῆς διατηρήσεως καί τῆς διαφυλάξεως τῆς βυζαντινῆς ψαλμωδίας. Ἐκ πρώτης ὄψεως οἱ ἔννοιες τῆς παραδόσεως καί τῆς προσωπικῆς δημιουργίας φαίνονται ἀντιφατικές. Παρ' ὅλα αὐτά ἡ παράδοση δέν εἶναι ἔννοια στατική, ἀλλά ἐξεναντίας ἀποτελεῖ ὅρο καί προϋπόθεση γιά νέες δημιουργίες. Ἡ παράδοση δέν εἶναι κατάσταση, ἀλλά δύναμη. Στήν παραδοσιακή αὐτή δύναμη ὀφείλεται ὅ,τι ὑπάρχει στήν ἱστορία τῶν ἀνθρώπων, ὡς ἐπιστήμη καί τέχνη καί τρόπος ζωῆς. Ἐφ' ὅσον δέ ἡ Ἐκκλησία εἶναι ζωντανός Ὀργανισμός καί Θεῖος Θεσμός, δέν θά πάψει νά ἔχει ἐνώπιον αὐτῆς νέες ἀνάγκες, τίς ὁποῖες δύναται νά θεραπεύει. Ἔτσι ἐξηγεῖται καί ἡ δημιουργία τοῦ πλούτου τῆς ἐκκλησιαστικῆς ψαλμωδίας. Ὄχι σέ μιά στιγμή χρόνου, ἀλλά στή σειρά τῶν αἰώνων καί περιστατικά. Καί ἐφ' ὅσον οἱ συνεχιστές τῆς παραδόσεως, πού ἀγαποῦν τήν εὐπρέπεια καί τόν λειτουργικό διάκοσμο τῆς Ἐκκλησίας, δέν ἐφιλοδόξησαν νά ἀποθανατίσουν τά ὀνόματά τους, ἀλλά νά ἀποτελοῦν ἕκαστος ἕνα ταπεινό, ἀλλά ταυτόχρονα μεγαειώδη, κρίκο στήν ἁλυσίδα καί τήν ἀδιάλειπτη συνέχεια τῆς ψαλτικῆς τέχνης τῆς Ἐκκλησίας.
    Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδο

ΜΟΡΦΕΣ ΥΜΝΩΝ


Παράλληλα μέ τήν ἁπλή ψαλμωδία ἄνθησαν οἱ πρῶτες μορφές ὕμνων : τροπάριο, κοντάκιο καί κανών.
Tό τροπάριο ( ἀπό τό τρόπος) ἀναπτύχθηκε κυρίως τόν Ε΄ αἰώνα μ.Χ . Βασίζεται σέ νέα, ἁπλά καί εὔκολα νά μελοποιηθοῦν κείμενα, τῶν ὁποίων οἱ στίχοι παρεμβάλλονται μεταξύ τῶν ψαλμικῶν στίχων. Ἀργότερα τροπάρια ὀνομάζονται καί οἱ αὐτούσιοι ἐκκλησιαστικοί ὕμνοι .
Tά κοντάκια εἶναι ὕμνοι μέ πολλές στροφές ( οἴκους ), τά κείμενα καί οἱ μελωδίες τῶν ὁποίων ἐγράφησαν ἀπό τόν Σωφρόνιο Ἱεροσολύμων, τόν Σέργιο τοῦ Βυζαντίου καί κυρίως τόν Pωμανό τόν Μελωδό (πρότυπο ὁ Ἐφραίμ ὁ Σῦρος, Δ΄ αἰώνας μ.Χ.). Mετά ἀπό μία εἰσαγωγή ( κουκούλιον ἤ προοίμιον ) ἀκολουθοῦν 20 ἕως 40 ὅμοιες στροφές ( οἶκοι ). Περίφημος εἶναι ὁ ἀφιερωμένος στήν Παρθένο Ἀ κάθιστος Ὕμνος μέ 24 στροφές καί μέ ἀκροστιχίδα τό ἀλφάβητο .
Ὁ κανών ἐγεννήθηκε τόν Ζ΄Θ΄ αἰώνα μ.Χ.. Bασίζεται στά νέα βιβλικά ἄσματα ἤ ὤδές , ὅπως ἡ ὠδή ἀρ. 3, ὁ ὕμνος τῆς Ἁγίας Ἄννης ἤ ἡ ἀρ. 9, τό « Ἐμεγαλύνθη ἡ ψυχή μου» τῆς Παναγίας. Kάθε ὠδή ἀκολουθεῖται ἀπό πολλές στροφές (εἱρμούς) πού ψάλλονται μέ τήν ἴδια μελωδία (τρόποι). Oἱ γνωστότεροι ποιητές κανόνων ἦταν ὁ Ἅγιος νδρέας ὁ Κρής (660740 μ.Χ.), τοῦ ὁποίου ὁ Μέγας Κανών περιλαμβάνει 250 εἱρμούς καί ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός . Γιά τήν ἐποχή τοῦ Ὁσίου Ἐφραίμ εἶναι ἀποδεδειγμένη ἡ τεχνική τῆς παράφρασης, δηλαδή γράφονταν νέα κείμενα πάνω σέ γνωστές παλαιότερες, ἀκόμη καί κοσμικές μελωδίες. Oἱ ὕμνοι τῆς ἐποχῆς τῆς ἄνθησης ( Ε΄Ζ΄ αἰῶνες ) εἶχαν πάντα τίς ἰδικές τους μελωδίες, πού ἀργότερα πολλές φορές δέν μελοποιοῦνταν ἀπό τούς ποιητές ἀλλά ἀπό μελουργούς . Ὅπως τό κείμενο, πού θεματολογικά καί τυπολογικά ἀκολουθοῦσε τήν παράδοση χρησιμοποιώντας σταθερούς τύπους, ἔτσι καί ἡ μελοποίηση παραμένει κοντά στό παραδοσιακό τυπικό χρησιμοποιώντας συγκεκριμένα μελωδικά γυρίσματα, σχήματα καί πτώσεις.
Ἄλλες μορφές ὕμνων εἶναι τά Ἀ πολυτίκια (πού ἀναφέρονται σέ Ἁγίους καί ἑορτές), τά Καθίσματα , τά Ἐξαποστειλάρια , οἱ Πολυέλεοι , τά Λειτουργικά (ὕμνοι τῆς Θείας Λειτουργίας ὅπως τά Χερουβικά καί Κοινωνικά), τά Στιχηρά Προσόμοια (πού ἀποτελοῦν τυποποιημένες μελωδίες πού ἐφαρμόζονται σέ διαφορετικούς στίχους) καί τά Ἰδιόμελα (πού εἶναι αὐτόνομες συνθέσεις μέ ἴδιον =ἰδικό τους μέλος).
Oἱ ὕμνοι τῆς Λειτουργίας καί τῶν Ἀκολουθιῶν περιλαμβάνονται σέ εἰδικά λειτουργικά βιβλία:
Tό Eἱρμολόγιον περιέχει τούς εἱρμούς ( ὠδές τῶν κανόνων) ταξινομημένους κατά ἤχους. Τά εἱρμολογικά μέλη διακρίνονται σέ σύντομα καί ἀργά.
Tό Στιχηράριον περιέχει τά ἰδιόμελα, τά τροπάρια, τά μεγάλα ἀντίφωνα κ.λπ., ταξινομημένα κατά τό ἐκκλησιαστκό ἔτος .
Tό Kοντακάριον καί ἄλλα βιβλία, ὅπως τό Ἀσματικόν περιέχουν πιό περίτεχνα καί ἐλεύθερα μέλη πού ὀνομάζονται παπαδικά .
Tά εἱρμολογικά καί στιχηραρικά μέλη εἶναι συλλαβικά μέ λίγα μελίσματα πάνω σέ σημαντικές λέξεις, σέ στάσεις, πτώσεις καί στό τέλος. Oἱ καθαρά μελισματικοί ὕμνοι αὐξάνουν ἀπό τόν ΙΓ΄ αἰώνα μ.Χ . καί τόν ΙΕ΄αἰώνα μ.Χ . καί εἶναι ἰδιαίτερα πλούσιοι.
Ἡ ἐποχή τοῦ Μέσου Βυζαντινοῦ Μέλους (ΙΔ΄ΙΘ΄ αἰῶνες μ.Χ.) χαρακτηρίζεται κυρίως ἀπό νέες συνθέσεις ὕμνων, ἰδιαίτερα τοῦ Ἰωάννου Κουκουζέλους (ΙΔ΄ αἰώνας μ.Χ.) καί προσθῆκες στή σημειογραφία πού γίνεται ἔτσι ἰδιαίτερα σύνθετη καί περίτεχνη.
Tό Νέο Βυζαντινό Μέλος χρονολογεῖται ἀπό τό 1821 καί χαρακτηρίζεται ἀπό τίς μεταρρυθμίσεις τοῦ Ἐπισκόπου Χρυσάνθου ἐκ Μαδιτῶν, πού ἔγκεινται κυρίως στήν ἁπλοποίηση καί τυποποίηση τῆς σημειογραφίας στή μορφή πού χρησιμοποιεῖται σήμερα.
Σπάραγμα βυζαντινοῦ Εὐαγγελισταρίου τοῦ 7ου αἰῶνος μ.Χ. ( British Library , Add. MS 5111)

ΤΟ ΟΜΟΟΥΣΙΟ ΓΕΝΝΗΜΑ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΛΑΤΡΕΙΑΣ




«Πολλάκις τήν ὑμνῳδίαν ἐκτελῶν, εὑρέθην τὴν ἁμαρτίαν ἐκπληρῶν·
τῇ μέν γλώττῃ ᾄσματα φθεγγόμενος, τῇ δέ ψυχῇ ἄτοπα λογιζόμενος·
ἀλλ' ἑκάτερα διόρθωσον, Χριστέ ὁ Θεός, διά τῆς μετανοίας, καί σῶσόν με»
[Κατανυκτικόν, Δευτέρα μετά τήν τοῦ Παραλύτου, εἰς τόν Ὄρθρον]



Ἡ ὀρθόδοξη βυζαντινή ψαλμωδία εἶναι αὐστηρά ἐκκλησιαστικό μέλος, ἱερατικοῦ καί λειτουργικοῦ χαρακτῆρος καί ἀμέσως καί σαφῶς διακρινόμενου τοῦ κοσμικοῦ ἄσματος. Εἶναι ὁμοούσιο γέννημα τῆς ὀρθόδοξης λατρείας, ἀναπτύχθηκε μέ αὐτή, καθώς καί αὐτή ἐγεννήθηκε ἐκ τῆς Ἐκκλησίας καί αὐξήθηκε μέ αὐτή.

Ὁ χαρακτήρας τῆς ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς εἶναι λειτουργικός, μυσταγωγικός, ἀναγωγικός, δηλαδή από σαρκός εἰς πνεῦμα. Δέν ἔχει σκοπό νά συνοδέψει τό λόγο (πρός τέρψη ἀκρόασης), ἀλλά νά τόν τονίσει. Γιά τό λόγο αὐτό, καθιερώθηκε καί διαδόθηκε στό διάβα τῶν αἰώνων ὡς φωνιτική μουσική καί ἄσμα χορικό, ὥστε μέσα ἀπό αὐτή καί « θείᾳ εμπνεύσει»,  νά ἀναδεικνύεται ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, μέ τόν καλύτερο τρόπο.

Κατά συνέπεια, μέσῳ τῶν μυστῶν της, γίνεται καί ἡ ἴδια ἀρωγός στή λατρεία. Ὅταν μάλιστα ὑπηρετεῖται καί πάρουσιάζεται ἀπό καλλίφωνους καί καταρτισμένους ἱεροψάλτες, ἡ ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστική μουσική ὄχι μόνο δέν εἶναι ἀνιαρή, ἀλλά διαθέτει, πέρα ἀπό τή θρησκευτικότητα, ἄφθαστη μεγαλοπρέπεια. Εἶναι φανερὸ συνεπῶς ὅτι καί ἡ ἴδια ἡ ἑλληνορθόδοξη ἐκκλησιαστική μας παράδοση εἶναι μία ἀέναη λογοποίηση καί μελοποίηση, ἕνας ἀκατάπαυστος αἶνος, ἕνας «ἦχος καθαρός ἑορταζόντων» , ἕνας ζωντανὸς τρόπος νά ἐφαρμόζεται μέ συνέπεια ἡ ἐπιταγή «πᾶσα πνοή αἰνεσάτω τόν Κύριον» .

Ἡ βυζαντινή μουσική εἶναι ἡ μουσική τῆς ψυχῆς. Ἂν κάποιος δέν ἀντιλαμβάνεται πώς ἡ μουσική αὐτή στολίζει καί ἐμπλουτίζει μέ θεῖο συναίσθημα τά θαυμάσια λόγια τῶν ὕμνων, δέν μπορεῖ νά νιώσει βαθειὰ οὔτε καί τό νόημά τους. Γιατί τά λόγια καί ἡ ψαλμωδία, ὅπως σοφά ἀναφέρει ὁ Φώτης Κόντογλου, δένονται ὅπως τό κορμὶ καί ἡ ψυχή, ὅπως ἡ μορφή καί τό χρῶμα σέ μία εἰκόνα.

Ἡ βυζαντινή μουσική ἐκφράζει τό «τιμιώτατον» τῆς χριστιανικῆς πίστεως, τήν ψυχικὴ χαρμολύπη, δηλαδή τήν πνευματική ἐκείνη εὐωδία, ἡ ὁποία προσεγγίζεται μονάχα ἀπό τίς πνευματικές αἰσθήσεις πού νιώθουν οἱ κοινωνοί τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ βιώματος. Ἀποτελεῖ μία σοφή δημιουργία πολλῶν αἰώνων, ἕνα θεϊκό τραγούδι πού ἀκόμη καί σήμερα, σέ μιά εὐρέως  χαρακτηριζόμενη πεζή καί ὑλιστική ἐποχή, συγκινεῖ καί ὁδηγεῖ τίς ἀνθρώπινες ψυχές στή θεία κατάνυξη.

Ἡ ἐκκλησιαστική μουσική ἀπό τούς ἀρχαίους χρόνους τῆς Ἐκκλησίας μέχρι τόν Μέγα Κωνσταντῖνο



Κατά τοὺς τρεῖς πρώτους αἰῶνες, ὅλος ὁ χριστιανικὸς κόσμος δοκιμάζεται σκληρά: οἱ διωγμοὶ ἀναγκάζουν τούς πρώτους Χριστιανοὺς νὰ κρύβονται γιά νά μπορέσουν νά τελέσουν τή λατρεία τοὺς ἀλλά καί γιά νά ἐξασφαλίσουν τήν ἴδια τους τή ζωή. Κάτω ἀπό αὐτὲς τίς συνθῆκες λοιπίν δέν ἦταν δυνατόν νά ἀναπτυχθεῖ ὁποιαδήποτε μορφὴ τέχνης. Ἡ ἱερὰ ὑμνωδία εἶναι λιτή. Χρησιμοποιοῦνται κυρίως ὕμνοι τῆς Παλαιᾶς καί τῆς Καινῆς Διαθήκης.

Ἀπό τίς Ἀποστολικές Πράξεις γνωρίζουμε ὅτι οἱ Ἀπόστολοι συναθροίζονταν γιά ψαλμωδία καί προσευχή τήν τρίτη, ἕκτη καί ἐεννάτη ὥρα, καί τή νύχτα, ὅπως oἱ Ἀπόστολοι, ΙΙαῦλος καί Σίλας, οἱ ὁποῖοι κατά τό μεσονύκτιο προσευχόμενοι ὑμνοῦσαν τόν Θεό. Oἱ Ἀπόστολοι μέ ὕμνους καί προσευχές ἐτελοῦσαν τόν ἐνταφιασμό τῶν κεκοιμημένων, στίς δέ Ἀποστολικές Διατάξεις ὁρίζεται ὅπως ὁ ἐνταφιασμός τῶν Χριστιανῶν τελεῖται μέ ὕμνους καί προσευχές. Ἐπιτάφιοι ὕμνοι ἐψάλησαν στήν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου, ὅπως καί στόν ἐνταφιασμό τοῦ Πρωτομάρτυρος καί Ἀρχιδιακόνου Στεφάνου. Οἱ δέ Χριστιανοί, κατά τό παράδειγμα τῶν Ἀποστόλων, ὡς ἀναφέρει ἡ ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας, συναγόμενοι γιά προσευχή σέ ταπεινούς καί αὐτοσχέδιους ναούς, πολλές φοερές δέ σέ σπήλαια καί τίς ὀπές τῆς γῆς (Κατακόμβες), ἕνεκα τῶν γνωστῶν διωγμῶν, ἔψαλλαν, ἐμελετοῦσαν τίς Γραφές καί ἄκουγαν τό θεῖο λόγο.

Κατά τήν περίοδο αὐτή δέν ψάλλουν συγκεκριμένα πρόσωπα ἀλλὰ ὅλοι οἱ παρόντες στή λατρεία πιστοί. Ὅπως προαναφέραμε, ἡ ὑμνωδία ἦταν λιτή. Ἔτσι λοιπὸν τό ἐκκλησίασμα μποροῦσε νά παρακολουθεῖ τό μέλος καί κατά συνέπεια νά συμψάλλει τά ἱερά ἄσματα μέ μία φωνή. Καθώς ὅμως χρόνο μέ τό χρόνο οἱ Χριστιανοί αὐξάνονταν, ἦταν δύσκολη ἡ ἀπό κοινοῦ ψαλμωδία. Γιά τό λόγο αὐτό, καθιερώθηκε ἀπό πολύ ἐνωρίς στήν Ἐκκλησία, ἡ τάξη τῶν ψαλτῶν. Γενικά, κατά τήν περίοδο αὐτή, ἐτέθησαν οἱ πρῶτες βάσεις τῆς ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς. Οἱ κυριότεροι ἐκπρόσωποί της εἶναι: ὁ Ἰγνάτιος ὁ θεοφόρος († 103 μ.Χ.), ὁ Κλήμης ὁ Ἀλεξανδρεύς († 220 μ.Χ.) καί ὁ Ὠριγένης († 254 μ.Χ.)

Ἡ ἐκκλησιαστική μουσική κατά τούς τρεῖς πρώτους αἰῶνες συμπεραίνεται ὅτι ἦταν ἁπλή καί ἀπέριττη. Ἀπό μελωδική ἄποψη ἐψάλλονταν ἀποσπάσματα ἀπό τούς ψαλμούς τοῦ Δαυῒδ καί ὕμνοι, πού συνέθεταν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ὁ Ἰουστῖνος ὁ φιλόσοφος καί μάρτυς, ὁ Κλήμης ὁ Ἀλεξανδρεύς καί ὁ Ἀνατόλιος. Ἀπό τούς ὕμνους αὐτούς, λίγοι διασώθηκαν μέχρι σήμερα.

Οἱ Πατέρες δέν ἀναφέρουν κανένα εἶδος ἐκκλησιαστικοῦ μουσικοῦ βιβλίου γι' αὐτή τήν περίοδο. Ἐπίσης γνωρίζουμε ὅτι ἡ μετάδοση τῶν ὕμνων κατά τή διάρκεια τῶν τριῶν πρώτων χριστιανικῶν αἰώνων πρέπει νὰ ἦταν κυρίως προφορική. Ἡ μουσική τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τόσο τήν περίοδο αὐτή ὅσο καί στίς ἄλλες περιόδους ἦταν πάντοτε φωνητική, καθώς ἀπαγορευόταν ἡ χρήση ὀργανικῆς μουσικῆς. Ἔτσι ποτέ δέν ἐχρησιμοποιήθηκε στήν Ἐκκλησία πολυφωνικό σύστημα ψαλμωδίας.

ΟΙ ΚΥΡΙΟΙ ΗΧΟΙ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ


ΠΡΩΤΟΣ ΗΧΟΣ
Ὁ πρῶτος ἐκ τῶν ὀκτώ ἤχων τῆς βυζαντινῆς ἐκκλη σιαστικῆς μουσικῆς, ὁ ὁποῖος ταυτίζεται τονικῶς πρός τόν φρύ γιο τρόπο τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς μουσικῆς καί πρός τόν δώριο ἐκκλησιαστικό τρόπο τοῦ γρηγοριανοῦ μέλους. Ἀνήκει στό διατονικό γένος καί ἠ ἐκ τοῦ φθόγγου ΠΑ κλίμακα σχηματίζει δύο ὅμοια διεζευγμένα τετράχορδα, τά ὁποῖα, ὡς πρός τό εἶδος τῶν τονιαίων διαστημάτων, συμπίπτουν πρός τά τετράχορδα τῆς φυσικῆς κλίμακος ἐκ τοῦ φθόγγου ΡΕ τῆς παγκόσμιας μουσικῆς. Δεσπόζοντες ἦχοι τοῦ α΄ ἤχου εἶναι, εἰς μέν τό στιχη ραρικό εἶδος 1 οἱ ΠΑΓΑ , εἰς δέ τό εἱρμολογικό οἱ ΠΑΔΙ , οἱ ὁποῖοι δέχονται καί τίς μελωδικές καταλήξεις. Ἀξιοσημείωτο ἀπό μουσικολογικῆς πλευρᾶς εἶναι τό γεγονός ὅτι τό κύριο καταλη κτικό σχῆμα αὐτοῦ τοῦ ἤχου ταυτίζεται ἀπόλυτα πρός τό ἀντίστοιχο τοῦ δωρίου τρόπου τοῦ γρηγοριανοῦ μέλους. Αὐτή ἡ ταύτιση ἀποδεικνύει τήν ἀνά τούς αἰῶνες διατήρηση ἀπό τά δύο αὐτά μουσικά εἴδη –βυζαντινό καί γρηγοριανό, κοινῶν μορφολογικῶν στοιχείων, τά ὁποῖα διέσωσε ἡ μ,ουσική παράδο ση τῆς Χριστιανικῆς Ἐκκλησίας.
Στήν Ὀκτώηχο σώζονται οἱ παρακάτω στίχοι πού ἐκφράζουν τό ἦθος τοῦ ἤχου :
Τέχνη μελουργός σούς ἀγασθεῖσα κρότους,
Πρώτην νέμοι σοι τάξιν ὦ τῆς ἀξίας !
Ἦχος ὁ πρῶτος Μουσική κληθείς τέχνη,
Πρῶτος παρ' ἡμ [ βν εὐλογείσθω τοῖς λόγοις.
Τά πρῶτα πρῶτε τῶν καλῶν λαχῶν φέρεις.
Πρωτεῖα νίκης πανταχοῦ πάντων ἔχεις.
 
ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΗΧΟΣ
Ὁ β΄ ἦχος, ὅπως καί ὁ παράγωγος αὐτοῦ πλάγιος β΄, ἀνήκει στό χρωματικό γένος. Ἡ κλίμακα τήν ὁποία ἀκολουθεῖ θεωρητικά ἐμφανίζεται ὡς καθαρά χρωματική, ἀπαρτιζομένη εἴτε ἐκ δύο ὁμοίων διαζευγμένων τετραχόρδων ΝΗΓΑ , ΔΙ ΝΗ , εἴτε ἐκ συνημμένων πενταχόρδων. Τό « ἦθος » τοῦ β΄ ἤχου, ἡ αἰσθητική διάθεση τήν ὁποία ἐκφράζει τό μέλος, εἶναι συσταλ τικό καί ἐκφράζει συνήθως συναισθήματα μετανοίας καί ταπεινώσεως.
Στήν Ὀκτώηχο, ὁ ἦχος χαρακτηρίζεται μέ τούς ἑξῆς ἰαμβικούς στίχους:
Κἄν δευτέραν εἴληφας ἐν τάξει θέσιν,
ἀλλ ' ἡδονή πρώτη σοι τῷ μελιρρύτω.
Τό σόν μελιχρόν καί γλυκύτατον μέλος
ὀστᾶ πιαίνει, καρδίας τ' ἐνηδύνει.
Σειρῆνες ἧδον δευτέρου πάντως μέλη.
Οὕτω πράως σοι ρεῖ μελισταγές μέλος.

ΑΠΗΧΗΜΑ


 
ΤΡΙΤΟΣ ΗΧΟΣ
Ὁ γ΄ ἦχος ἀνήκει στό κατά παράδοσιν έναρμόνιο γένος. Τονική βάση τοῦ ἤχου εἶναι ὁ φθόγγος ΓΑ. Ὁ γ΄ ἦχος παρου σιάζει μουσικολογικά ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον: Ἡ τελεία κατάληξη τῶν ἀσμάτων του πραγματοποιεῖται στήν κατιοῦσα 6 η βαθμίδα ( ΠΑ ) τῆς κλίμακός του καί ἔχει τόν χαρακτήρα τονικῆς μεταλ λαγῆς, ἡ ὁποία πραγματοποεῖται ἀλλεπάλληλα ἐντός τοῦ ἰδίου ἄσματος. Ἀπό τό γεγονός αὐτό διαπιστώνεται ὅτι στόν γ΄ ἦχο, ὅπως καί σέ ὅλους τούς διατονικούς ἤχους τῆς βυζαντινῆς μουσικῆς, διατηροῦνται ἀναλλοίωτα οὐσιώδη μελικά συστατι κά ἀπό τό παλαιοχριστιανικό ἆσμα.

 

ΑΠΗΧΗΜΑ


 
ΤΕΤΑΡΤΟΣ ΗΧΟΣ
Ὁ τελευταῖος ἀπό τούς τέσσερεις κύριους ἤχους τῆς βυζαντινῆς ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς, ὁ ὁποῖος ταυτίζεται τονικά πρός τόν δώριο τρόπο τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς καί πρός τόν φρύγιο ἐκκλησιαστικό τρόπο τοῦ γρηγοριανοῦ μέλους τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας. Ἀνήκει στό διατονικό γένος καί ἡ ἐκ τοῦ φθόγγου ΒΟΥ κλίμακά του σχηματίζει δύο ὅμοια διεζευγμένα τετράχορδα, τά ὁποῖα ὡς πρός τό εἶδος τῶν τονιαίων διαστη μάτων, συμπίπτουν πρός τά τετράχορδα τῆς ἐκ τοῦ φγόγγου Mi (χωρίς ἀλλοιώσεις ) φυσικῆς κλίμακος τῆς παγκοσμίου μουσι κῆς. Ὁ δ΄ ἦχος, ἐκτός τῆς ἀνωτέρω κυρίας καί ἀρχαιοτέρας κλίμακος, ἡ ὁποία χρησιμοποιεῖται στό εἱρμολογικό εἶδος τῶν μελῶν ( ὁπότε ὁ ἦχος φέρει τό ὄνομα «Λέγετος»), στά ἄλλα εἴδη τῶν μελῶν του μεταχειρίζεται κλίμακες πού προκύπτουν ἀπό μετάθεση τῆς ἀρχικῆς τονικῆς βάσεως. Ἔτσι, στά στιχηράρια ἡ βάση μετατίθεται στόν φθόγγο ΠΑ, στά δέ παπαδικά 2 στόν φθόγγο ΔΙ .
 
Στήν Ὀκτώηχο σώζονται οἱ παρακάτω στίχοι πού ἐκφράζουν τό ἦθος τοῦ ἤχου:
Πανηγυριστής καίι χορευτής ὤν φέρεις
τέταρτον εὔχος μουσικωτάτη κρίσει.
Σύ τούς χορευτάς δεξιούμενος πλάττεις,
φωνάς βραβεύεις, καί κροτῶν ἐν κυμβάλοις.
Σέ τόν τέταρτον ἦχον ὡς εὐφωνίας
πλήρη, χορευτῶν εὐλογοῦσι τά στίφη.
 
ΠΛΑΓΙΟΣ ΤΟΥ Α΄ ΗΧΟΥ
Ὁ πρῶτος ἐκ τῶν τεσσάρων παραγώγων πλαγίων ἤχων τπης βυζαντινῆς μουσικῆς, ὁ ὁποῖος ἀνήκει στό διατονικό γένος καί ἀκολουθεῖ τήν ἴδια κλίμακα μέ τόν α΄ ἦχο. Κάθε κύριος ἦχος εὑρίσκεται σέ τονική καί μορφολογική ἀνταπόκριση πρός τόν πλάγιό του, διότι ἡ ἐν γένει μελική διάρθρωση τοῦ πλαγίου έμφανίζει σέ πλεῖστα σημεῖα ταύτιση μορφῆς πρός αὐτή τοῦ κυρίου ἤχου. Οἱ κυριώτερες μορφολογικές διαφορές μεταξύ κυρίου ἤχου καί τοῦ πλαγίου του εἶναι : 1) Ἡ μελωδική ἔκταση τοῦ πλαγίου ἐκτείνεται σέ περισσότερους φθόγγους. 2) Οἱ δεσπόζοντες φθόγγοι, ἡ παρουσία τῶν ὁποίων προσδιορίζει ἐπακριβῶς τόν «χαρακτήρα» ἑκάστου ἤχου, εἶναι πάντοτε διάφοροι μεταξύ κυρίου καί πλαγίου. Ἔτσι, στόν πλάγιο τοῦ α΄ ἤχου, στό στιχηραρικό εἶδος, δεσπόζοντες εἶναι οἱ φθόγγοι ΠΑΔΙ ΚΕ , στό δέ εἱρμολογικό εἶδος οἱ φθόγγοι ΚΕΝΗ .
Στήν Ὀκτώηχο σώζονται οἱ παρακάτω στίχοι πού ἐκφράζουν τό ἦθος τοῦ ἤχου :
Θρηνωδός εἶ σύ καί φιλοικτίρμων ἄγαν,
ἀλλ ' εἰς τά πολλά καί χορεύεις εὐρύθμως.
Ὁ μουσικός νοῦς, ὅν ἐγνώρισεν τέχνη,
τίς ἡ παρεκκλίνουσα κλίσις πλαγίων;
Πέμπτον σε τάξις, ἀλλά πρῶτον τοῦ μόνου
ἔχει σε καί λέγει σε, πρῶτε πλαγίων.
 
ΠΛΑΓΙΟΣ ΤΟΥ Β΄ ΗΧΟΥ
Ὁ δεύτερος ἐκ τῶν τεσσάρων πλαγίων ἤχων, ὁ ὁποῖος ἀνήκει στό χρωματικό γένος, τό ὁποῖο χρησιμοποιεῖ τό χαρα κτηριστικό διάστημα τοῦ τριηνιτονίου, καί ἀκολουθεῖ τήν ἴδια κλίμακα μέ τόν β΄ ἦχο, λαμβανομένη ὅμως ἐκ τοῦ ΠΑ . Στό στιχηραρικό εἶδος, τά μέλη αὐτοῦ τοῦ ἤχου δέν ἀκολουθοῦν συνήθως κλίμακα καθαρά χρωματική, ἀλλά μικτή, ἀποτελού μενη ἀπό δύο συνημμένα τετράχορδα, ἀπό τά ὁποῖα τό κύριο εἶναι χρωματικό καί τό ὀξύτερο χρωματικό. Καθαρά χρωματική κλίμακα χρησιμοποιεῖ ὁ ἦχος σέ περίπτωση μεταβολῆς κατά τόνον ( μετατονίας ), ὁπότε τίθεται ἐπί τῆς 5 ης βαθμίδος τῆς κλίμακος ( ΚΕ ) ἡ χρωματική φθορά τοῦ ΠΑ καί τό ἄσμα ἐντάσ σεται στό πεντάχορδο σύστημα. Στό στιχηραρικό εἶδος ὁ πλά γιος τοῦ β΄ ἤχου ἔχει δεσπόζοντες φθόγγους ΠΑΔΙ ΚΕ ( στούς ὁποίους πραγματοποιεῖ τίς καταλήξεις του), τά εἱρμολογικά ὅμως μέλη του ψάλλονται σέ β΄ ἦχο.
Στήν Οκτώηχο σώζονται οἱ παρακάτω στίχοι πού ἐκφράζουν τό ἦθος τοῦ ἤχου :
Ἕκτος μελωδός, ἀλλ ' ὑπέρπρωτος πέλεις,
ὁ δεύτερος σύ τῶν μελῶν δευτερεύων.
Τάς ἡδονάς σύ διπλοσυνθέτους φέρεις,
τοῦ δευτέρου πως δευτερεύων δευτέρως.
Σέ τόν μελιχρόν, τόν γλυκύν, τόν τέττιγα,
τόν ἐν πλαγίοις δεύτερον τίς οὐ φιλεῖ ;
 

ΑΠΗΧΗΜΑ


ΒΑΡΥΣ ΗΧΟΣ
Ἔτσι ὀνομάσθηκε ὁ ἕβδομος ἦχος τῆς καθιερωθείσης Ὀκταήχου στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὑπό τοῦ Ὁσίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ. Στούς ἀρχαίους καλεῖται ὑποφρύγιος καί διακρινόμενος γιά τό ἀρρενωπό τοῦ μέλους αὐτοῦ ὀνομάσθηκε βαρύς ὡς ἔχων σχέσιν μέ τήν ὑπό τοῦ Ἑρμοῦ ἐπινοηθεῖσα ἑπτάχορδο λύρα καί μέ τούς ὑπ ' αὐτοῦ διδαχθέντες ἑπτά ἤχους καί φθόγγους, ἀπό τούς ὁποίους ὁ βαρύτερος ἦταν ὁ Ζω , τόν ὁποῖο χρησιμοποιεῖ ὁ βαρύς ἦχος.
Στήν Ὀκτώηχο σώζονται οἱ παρακάτω στίχοι πού ἐκφράζουν τό ἦθος τοῦ ἤχου :
Ὁπλιτικῆς φάλαγγος οἰκεῖον μέλος,
ὁ τοῦ βάρους σύ κλῆσιν εἰληφῶς φέρεις.
Ἦχον τόν ἁπλοῦν, τόν βάρους ἐπώνυμον,
ὁ τούς λογισμούς ἐν βοαῖς μιςῶν φιλεῖ.
Ἀνδρῶν δέ ἄσμα δευτερότριτε βρέμεις.
Ὧν ποικίλος δέ, τοές ἁπλούς ἔχεις φίλους.
ΠΛΑΓΙΟΣ ΤΟΥ Δ΄ ΗΧΟΥ
Ὁ τελευταῖος ἐκ τῶν τεσσάρων πλαγίων ἤχων τῆς βυζα ντινῆς μουσικῆς, πού ἀνήκει στό διατονικό γένος καί ἀκολουθεῖ άντίστοιχη ( ἐκ τοῦ ΝΗ ) κλίμακα. Τά ἄσματα αὐτοῦ τοῦ ἤχου ἔντάσσονται ἀποκλειστικά στό ὀκτάχορδο σύστημα, ἡ δέ μελωδική κίνησή του χρησιμοποιεῖ ὅλη τήν ἔκταση τῆς κλίμακος. Οἱ δεσπόζοντες φθόγγοι καί οἱ καταλήξεις εἶναι κοινές σέ ὅλα τά εἴδη τῶν μελῶν ( ΝΗΒΟΥ ΔΙ ), ὁ ἦχος ὅμως χρησιμοποιεῖ ἐνίοτε στά εἱρμολογικά μέλη καί ἄλλη τονική βάση, χωρίς ὅμως νά μεταθέτει ἀντίστοιχα τοῦς δεσπόζοντες καί τίς καταλήξεις.
Στήν Ὀκτώηχο σώζονται οἱ παρακάτω στίχοι πού ἐκφράζουν τό ἦθος τοῦ ἤχου :
χων σφραγίς τέταρτε σύ τ ῶ ν πλαγίων,
ς ν σεαυτ ῷ π ᾶ ν καλόν μέλος φέρων.
νευρύνεις σύ τούς κροτούς τ ῶ ν σμάτων
χων κορωνίς ς πάρχων καί τέλος.
Ὡς κρον ν φθόγγοις τε καί φων ῶ ν στάσει
κρον σε φων ῆ ς δίς σέ καλ ῶ καί τέλος.
 
ΠΡΩΤΟΒΑΡΟΣ ΗΧΟΣ ἤ ΠΡΩΤΟΒΑΡΥΣ
Ὀνομασία προελθοῦσα ἀπόἰδιαίτερη μορφολογική διάρ θρωση μελῶν τοῦ α΄ ἤχου τῆς βυζαντινῆς μουσικῆς, κατά τήν ὁποία ἡ ἐντελής καί τελική κατάληξη τοῦ ἄσματος πραγματο ποιεῖται στήν κατιοῦσα ἀπό τήν κανονική βάση τοῦ ἤχου, 3η (φθόγγος ΖΩ ). Δεδομένου ὅτι ὁ φθόγγος ΖΩ ἀποτελεῖ τονική βάση τοῦ διατονικοῦ βαρέος ἤχου, χρησιμοποιούμενη ἐν προκειμένῳ καί ὑπό τοῦ α΄ ἤχου, ἐπικράτησε ἡ ἐντύπωση ὅτι πρόκειται περί συμμίξεως αὐτῶν τῶν δύο ἤχων. Ἡ ὀρθή ὅμως θεωρητική τοποθέτηση αὐτῆς τῆς μορφολογικῆς ἰδιοτυπίας εἶναι ὅτι ἡ στόν α΄ ἦχο ἐξελισσόμενη μελωδία χρησιμοποιεῖ στήν κατάληξή της τό κάτω τῆς κυρίας βάσεως τοῦ ἤχου βαρύ πεντάχορδο τῆς κλίμακος ΔΙ ΠΑ , στή βάση τοῦ ὁποίου ( ΔΙ ) μετατίθεται τό « ἴσον » τοῦ ἄσματος, ἐνῶ ἡ κατάληξη πραγματο ποιεῖται στό μέσο φθογγο αὐτοῦ ΖΩ.

 
1 Στιχηραρικό μέλος:Σέ αὐτό ὑπάγονται ὅλα τά ἐκτενέστερης μελικῆς μορφῆς βυζαντινά ἐκκλησιαστικά μέλη, δηλαδή ἐκεῖνα στά ὁποῖα κάθε συλλαβή τοῦ κειμένου ἐκτείνεται σέ περισσότερους τῶν δύο φθόγγων τῆς μελωδίας. Τά στιχηραρικά ἄσματα ὀνομάσθηκαν ἔτσι, διότι σέ πολλά ἀπό αὐτά προηγοῦνται στίχοιδιακρίνονται σέ δύο βασικές κατηγορίες, τά σύντομα καί τά ἀργά.
2 Ὡς παπαδικό μέλος χαρακτηρίζ τό σύνολο τῶν πολύ ἐκτενοῦς μορφῆς μελῶν (Χερουβικά, Κοινωνικά, κ.λ.π.), τά ὁποῖα ἀπαντῶνται στή βυζαντινή μουσική ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Ὁσίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ. Ἡ μορφή τῶν ἀσμάτων αὐτοῦ τοῦ εἴδους ὑπέστη σχετική διαφοροποίηση κατά τούς χρόνους μετά τήν Ἅλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὀφειλόμενη σέ ἐπιδράσεις τοῦ «περιβάλλοντος» τῆς βαρβαρότητος, τίς ὁποῖες «ἀπεδέχθησαν» ἀρκετοί ἀπό τούς ὑμνογρά φους τῶν τελευταίων αἰώνων.

ΤΟ ΟΜΟΟΥΣΙΟ ΓΕΝΝΗΜΑ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΛΑΤΡΕΙΑΣ


 
«Πολλάκις τήν ὑμνῳδίαν ἐκτελῶν, εὑρέθην τὴν ἁμαρτίαν ἐκπληρῶν·
τῇ μέν γλώττῃ ᾄσματα φθεγγόμενος, τῇ δέ ψυχῇ ἄτοπα λογιζόμενος·
ἀλλ' ἑκάτερα διόρθωσον, Χριστέ ὁ Θεός, διά τῆς μετανοίας, καί σῶσόν με»
[Κατανυκτικόν, Δευτέρα μετά τήν τοῦ Παραλύτου, εἰς τόν Ὄρθρον]
 
Ἡ ὀρθόδοξη βυζαντινή ψαλμωδία εἶναι αὐστηρά ἐκκλησιαστικό μέλος, ἱερατικοῦ καί λειτουργικοῦ χαρακτῆρος καί ἀμέσως καί σαφῶς διακρινόμενου τοῦ κοσμικοῦ ἄσματος. Εἶναι ὁμοούσιο γέννημα τῆς ὀρθόδοξης λατρείας, ἀναπτύχθηκε μέ αὐτή, καθώς καί αὐτή ἐγεννήθηκε ἐκ τῆς Ἐκκλησίας καί αὐξήθηκε μέ αὐτή.
Ὁ χαρακτήρας τῆς ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς εἶναι λειτουργικός, μυσταγωγικός, ἀναγωγικός, δηλαδή από σαρκός εἰς πνεῦμα. Δέν ἔχει σκοπό νά συνοδέψει τό λόγο (πρός τέρψη ἀκρόασης), ἀλλά νά τόν τονίσει. Γιά τό λόγο αὐτό, καθιερώθηκε καί διαδόθηκε στό διάβα τῶν αἰώνων ὡς φωνιτική μουσική καί ἄσμα χορικό, ὥστε μέσα ἀπό αὐτή καί « θείᾳ εμπνεύσει»,  νά ἀναδεικνύεται ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, μέ τόν καλύτερο τρόπο.
Κατά συνέπεια, μέσῳ τῶν μυστῶν της, γίνεται καί ἡ ἴδια ἀρωγός στή λατρεία. Ὅταν μάλιστα ὑπηρετεῖται καί πάρουσιάζεται ἀπό καλλίφωνους καί καταρτισμένους ἱεροψάλτες, ἡ ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστική μουσική ὄχι μόνο δέν εἶναι ἀνιαρή, ἀλλά διαθέτει, πέρα ἀπό τή θρησκευτικότητα, ἄφθαστη μεγαλοπρέπεια. Εἶναι φανερὸ συνεπῶς ὅτι καί ἡ ἴδια ἡ ἑλληνορθόδοξη ἐκκλησιαστική μας παράδοση εἶναι μία ἀέναη λογοποίηση καί μελοποίηση, ἕνας ἀκατάπαυστος αἶνος, ἕνας «ἦχος καθαρός ἑορταζόντων» , ἕνας ζωντανὸς τρόπος νά ἐφαρμόζεται μέ συνέπεια ἡ ἐπιταγή «πᾶσα πνοή αἰνεσάτω τόν Κύριον» .
Ἡ βυζαντινή μουσική εἶναι ἡ μουσική τῆς ψυχῆς. Ἂν κάποιος δέν ἀντιλαμβάνεται πώς ἡ μουσική αὐτή στολίζει καί ἐμπλουτίζει μέ θεῖο συναίσθημα τά θαυμάσια λόγια τῶν ὕμνων, δέν μπορεῖ νά νιώσει βαθειὰ οὔτε καί τό νόημά τους. Γιατί τά λόγια καί ἡ ψαλμωδία, ὅπως σοφά ἀναφέρει ὁ Φώτης Κόντογλου, δένονται ὅπως τό κορμὶ καί ἡ ψυχή, ὅπως ἡ μορφή καί τό χρῶμα σέ μία εἰκόνα.
Ἡ βυζαντινή μουσική ἐκφράζει τό «τιμιώτατον» τῆς χριστιανικῆς πίστεως, τήν ψυχικὴ χαρμολύπη, δηλαδή τήν πνευματική ἐκείνη εὐωδία, ἡ ὁποία προσεγγίζεται μονάχα ἀπό τίς πνευματικές αἰσθήσεις πού νιώθουν οἱ κοινωνοί τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ βιώματος. Ἀποτελεῖ μία σοφή δημιουργία πολλῶν αἰώνων, ἕνα θεϊκό τραγούδι πού ἀκόμη καί σήμερα, σέ μιά εὐρέως  χαρακτηριζόμενη πεζή καί ὑλιστική ἐποχή, συγκινεῖ καί ὁδηγεῖ τίς ἀνθρώπινες ψυχές στή θεία κατάνυξη.

ΜΕΛΩΔΟΙ & ΥΜΝΟΛΟΓΟΙ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ


 

ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ Ο ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ, ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΑΘΗΝΩΝ
Ὁ Ἅγιος Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης ἐγεννήθηκε στήν Ἀθήνα περί τά τέλη τῆς πρώτης δεκαετίας τοῦ Α΄ αἰῶνος μ.Χ., ἀπό γονεῖς εἰδωλολάτρες μέ εὐγενική καταγωγή. Ἡ παιδεία του πρέπει νά ὑπῆρξε ὄντως ἐξαιρετική. Ὅπως εἶναι γνωστό, ἀπό τούς ἐννέα ἄρχοντες τῶν Ἀθηνῶν, διάλεγαν τούς ἐννέα σοφούς καί ἀδέκαστους Ἀρεοπαγίτες, πού πρῶτα ἦσαν ἐννέα καί ἀργότερα ἔφθασαν τούς πενῆντα ἕνα. Ἡ φήμη τοῦ Ἁγίου ἔλεγε πώς ἦταν «ὁ δίκης ἀρρεπεστάτῃ τρυτάνῃ κεχρημένος, καί τῶν ἐν Ἀθήναις θεμιστευόντων εὐθύτατος» 11. Καί ἔχει μεγάλη σημασία, πού ποτέ δέν εὑρέθηκε κανένας νά πεῖ ὅτι «ἐν αὐτῷ ἀδίκως ἐδικάσθησαν τά κριθέντα» 12. Ἡ ἀρχαία παράδοση θέλει τόν Ἅγιο ὡς κορυφαῖο δικαστή καί πρόεδρο τοῦ Ἀρείου Πάγου.
Ὁ Ἅγιος Διονύσιος ὑπῆρξε τό πρῶτο πνευματικό θήραμα τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ὅταν αὐτός ἦλθε στήν Ἀθήνα. Ὅπως ὁ Εὐαγγελιστής Λουκᾶς μᾶς ἀφηγεῖται, στίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων , ὅταν οἱ Ἀθηναῖοι ἄκουσαν τόν Ἀπόστολο Παῦλο νά ὁμιλεῖ γιά ἀνάσταση νεκρῶν, ἄλλοι τόν ἐχλεύαζαν καί ἄλλοι τοῦ ἔλεγαν «ἀκουσόμεθά σου περί τούτου καί πάλιν. Οὕτως ὁ Παῦλος ἐξῆλθεν ἐκ μέσου αὐτῶν. Τινές δέ ἄνδρες κολληθέντες αὐτῷ ἐπίστευσαν, ἐν καί Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης, καί γυνή τις ὀνόματι Δάμαρις, καί ἕτεροι σύν αὐτοῖς»13 . Καί «τότε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ἀφοῦ ἀναγέννησε τόν ἅγιο αὐτό ἄνδρα μέ τό ἱερό βάπτισμα, τόν ἐστερέωσε στή θεία ἁγιωσύνη» 14. Καί ἐπειδή ὁ Διονύσιος ἦταν πολιτικός καί θρησκευτικός ἄρχοντας τῆς πόλεως τῶν Ἀθηνῶν, γίνεται ὁ πρῶτος ὁδηγός, ἐπίσημα, τοῦ Ἑλληνισμοῦ πρός τόν Χριστιανισμό. Ἄν οἱ καιροί ἐκεῖνοι ἔδειχναν πώς ἔρχονταν μεγάλες ταραχές καί κατακλυσμός, ὁ Διονύσιος γίνεται ὁ δεύτερος Νῶε, πού θά δώσει πρώτος τό σύνθημα στούς Ἕλληνες νά εἰσέλθουν στήν κιβωτό τοῦ Χριστιανισμοῦ καί νά σωθοῦν.
Ἡ πατερική παράδοση, μέ τό στόμα τοῦ Διονυσίου, Ἐπισκόπου Κορίνθου, μᾶς βεβαιώνει πώς ὑπῆρξε ὁ πρῶτος Χριστιανός Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως τῶν Ἀθηνῶν, κατά τή μαρτυρία πού διασώζει ὁ ἱστορικός Εὐσέβιος 15, ἐνῶ ἄλλοι νεώτεροι δέχονται πώς ἐκεῖ, στήν πόλη τῶν Ἀθηνῶν, ἐγνώρισε τόν διά πυρᾶς θάνατο 16 . Ἄλλοι ἀναφέρονται ἀορίστως σέ μαρτυρικό θάνατο, χωρίς ν' ἀναφέρουν εἶδος θανάτου-μαρτυρίου ἤ τό χρόνο. Τό πιθανώτερο εἶναι, ὅτι ὁ Ἅγιος Διονύσιος ἐμαρτύρησε στήν Ἀθήνα, κατά τό ἔτος 95 μ.Χ., κατά τόν ἐπί Δομετιανοῦ διωγμό (81-96 μ.Χ.) 17 .
Ἡ ταύτιση τοῦ Ἁγίου Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου μέ τόν Ἅγιο Διονύσιο, Ἐπίσκοπο Παρισίων, εἶναι ἐσφαλμένη καί ὀφείλεται, κατά κοινή σχεδόν ὁμολογία, στή φιλοδοξία τοῦ ἡγουμένου καί τῶν μοναχῶν τῆς μονῆς τοῦ Ἁγίου Διονυσίου τῶν Παρισίων, πού ἤθελαν ὡς προστάτη τῆς μονῆς τους καί τῆς Ἐκκλησίας τους, ὄχι τόν Μάρτυρα Διονύσιο, ἱδρυτή τῆς μονῆς καί τῆς Ἐκκλησίας τους, ἀλλά τόν πολύ ἀρχαιότερο Διονύσιο τῶν Ἀποστολικῶν χρόνων, μαθητή τοῦ Ἀποστόλου Παύλου καί συγγραφέα τῶν Ἀρεοπαγιτικῶν συγγραμμάτων. Ἔτσι θά ἐμεγάλωνε ἡ φήμη, ἡ δόξα καί ἡ ἱστορία τῆς μονῆς. Τό ἔργο αὐτό, λοιπόν, ἀνέλαβε ὁ μεγαλοφάνταστος ἡγούμενος Χιλδουῖνος, ὁ ὁποῖος ἐθεώρησε ὑποχρέωσή του νά τιμήσει τόν καί προστάτη του πλέκοντας τό ἐγκώμιό του καί μεταφράζοντας τά ὑποτιθέμενα Ἀρεοπαγιτικά συγγράμματα. Ἔτσι ταυτίζει τόν Ἅγιο Διονύσιο τόν Ἀρεοπαγίτη τοῦ Α΄ αἰῶνος μ.Χ. μέ τόν Μάρτυρα Διονύσιο τοῦ Γ΄ αἰῶνος μ.Χ.
ΙΕΡΟΘΕΟΣ, ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΑΘΗΝΩΝ
Ὁ Ἅγιος Ἱερόθεος ὑπῆρξε κατά παράδοσιν Ἐπίκσοπος Ἀθηνῶν. Λέγεται ὅτι ἦταν Ἀρεοπαγίτης καί μαθητής τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Ἔζησε κατά τούς πρώτους χριστιανικούς χρόνους, γεννηθείς μάλιστα κατά τήν παράδοση λίγα χρόνια πρό τῆς ἐλεύσεως τοῦ Κυρίου. Σέ τελευταία ἀνάλυση τά τοῦ βίου, τῆς δράσεως, τῶν συγγραμάτων καί τῆς ἁγιοποιήσεως τοῦ Ἱεροθέου καλύπτει βαθύ σκοτάδι. Ἰδιαίτερα γίνεται λόγος περί ἁγίων λειψάνων τοῦ Ἱεροθέου καί ἀποσπασμάτων ἔργων του, καθώς καί περί παρουσίας του στήν ἐπιθανάτιο κλίνη τῆς Θεοτόκου. Ἡ ἀπεικόνιση τοῦ Ἁγίου σέ μνημεῖα τῆς χριστιανικῆς τέχνης καί μάλιστα στήν περίφημη μονή τοῦ Δαφνίου μαρτυρεῖ τήν σπουδαία ἀπήχηση τήν ὁποία εἶχε ἡ προσωπικότητά του στούς Ἀθηναίους. Ὁ Ἅγιος ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη καί ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τή μνήμη του στίς 4 Ὀκτωβρίου.
ΑΓΙΟΣ ΙΓΝΑΤΙΟΣ Ο ΘΕΟΦΟΡΟΣ
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς ᾿Ιγνάτιος (20 Δεκεμβρίου) ἦταν διάδοχος τῶν Ἀποστόλων καί ἐχρημάτισε δεύτερος ἐπίσκοπος ᾿Αντιοχείας. ῾Υπῆρξε μαζί μέ τόν Ἐπίσκοπο τῆς ᾿Εκκλησίας τῆς Σμύρνης Πολύκαρπο μαθητής τοῦ Εὐαγγελιστοῦ ᾿Ιωάννου τοῦ Θεολόγου. Ἐμαρτύρησε ἐπί αὐτοκράτορος Τραϊανοῦ ( 98-117 μ.Χ.) στή Ρώμη κατασπαραχθείς ἀπό τά θηρία. Μετά τό φρικτό μαρτύριο τοῦ Ἁγίου, κά ποιοι Χριστιανοί ἐμάζεψαν ἀπό τόν ἱππόδρομο τά ἐναπομείναντα ἅγια λείψανά του καί τά μετέφεραν στήν Ἀντιόχεια. Ἡ Σύναξη αὐτοῦ ἐτελεῖτο στή Μεγάλη Ἐκκλησία. Ὁ Ἀποστολικός αὐτός Πατέρας εἰσήγαγε στήν Ἐκκλησία τήν ἀντίφωνη ψαλμωδία καί τούς δύο Χορούς. Ἡ ἀγάπη δέ πού αἰσθανόταν γιά τή μουσική καταδεικνύεται ἀπό τήν πρός Ἐφεσίους Ἐπιστολή του, διά τῆς ὁποίας προτρέπει τούς πρεσβυτέρους νά ὑμνοῦν μέ ὁμόνοια καί ἀληθινή ἀγάπη τόν Ἰησοῦ Χριστό, ψάλλοντες ὁμοθύμως διά μιᾶς φωνῆς, καί ἀπό τήν πρός Ρωμαίους, στήν ὁποία παραινεῖ τούς πιστούς νά σχηματίσουν μουσικούς χορούς καί νά ὑμνοῦν μέ εἰρήνη καί ὁμόνοια τόν Θεό.
ΑΓΙΟΣ ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΣ, ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΣΜΥΡΝΗΣ
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Πολύκαρπος ἴσως νά ἐγεννήθηκε περί τό 80 μ.Χ. ἀπό εὐσεβεῖς καί φιλόθεους γονεῖς, τόν Παγκράτιο καί τήν Θεοδώρα, πού εἶχαν ἐγκλεισθεῖ στή φυλακή γιά τήν πίστη τοῦ Χριστοῦ, καί ἐβαπτίσθηκε Χριστιανός σέ νεαρή ἡλικία. Ὑπῆρξε μαζί μέ τόν Ἅγιο ᾿Ιγνάτιο τόν Θεοφόρο μαθητής τοῦ Εὐαγγελιστοῦ ᾿Ιωάννου. Λίγο πρίν ἀναχωρήσει ἀπό τόν πρόσκαιρο αὐτό βίο ὁ Ἅγιος Βουκόλος, Ἐπίσκοπος Σμύρνης († 6 Φεβρουαρίου), ἐχειροτόνησε μετά τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, ὡς διάδοχό του, τόν Ἅγιο Πολύκαρπο καί μετά ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη.
Ὁ Ἅγιος παρακολούθησε μέ ἀγωνία καί προσευχή τή σύλληψη τοῦ Ἁγίου Ἰγνατίου τοῦ Θεοφόρου, Ἐπισκόπου Ἀντιοχείας καί τά μαρτύρια αὐτοῦ. Ἡ ἀγάπη του πρός τόν θεοφόρο Πατέρα μαρτυρεῖται καί ἀπό τήν Ἐπιστολή τήν ὁποία ἔγραψε πρός τούς Φιληππησίους. Σέ αὐτή τούς συγχαίρει γιά τή φιλοξενία, τήν ὁποία παρεῖχαν στόν Ἅγιο Ἰγνάτιο, ὅταν διῆλθε ἀπό τήν πόλη τους. Τό κείμενο αὐτό τοῦ Ἁγίου Πολυκάρπου διακρίνεται γιά τόν ἀποστολικό, θεολογικό καί ποιμαντικό χαρακτῆρα του.
Ὁ Ἅγιος Πολύκαρπος, διακρινόταν γιά τή σωφροσύνη, τή θεολογική κατάρτιση, τήν ἀφοσίωση στή διδασκαλία του Εὐαγγελίου, ἀφοῦ ὁμιλοῦσε πάντα σύμφωνα μέ τίς Γραφές. Ἦταν ὁ γνησιώτατος ἐκπρόσωπος τῆς ἀποστολικῆς διδασκαλίας σέ ὅλες τίς Ἐκκλησίας τῆς Ἀσίας. Ὁ Ἅγιος Εἰρηναῖος παρέχει τήν πληροφορία, ὅτι ὁ Ἅγιος Πολύκαρπος ἐπέστρεψε πολλούς ἀπό τίς αἱρέσεις τοῦ Βαλεντίνου καί τοῦ Μαρκίωνος στήν Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ, διηγεῖται μάλιστα καί ἕνα ἐπεισόδιο ἀναφερόμενο στή στάση αὐτοῦ ἔναντι τοῦ Μαρκίωνος. Ὅταν ὁ αἱρεσιάρχης αὐτός τόν ἐπλησίασε κάποτε καί τοῦ ἀπηύθυνε τήν παράκληση: « »ἐπεγίνωσκε ἡμᾶς», δηλαδή ἀναγνώρισέ μας, ὁ Ἅγιος ἀπάντησε: «ἐπιγινώσκω, ἐπιγινώσκω σε τόν πρωτότοκον τοῦ Σατανᾶ».
Ἕνα ἄλλο ἐπεισόδιο ἀνάγεται στή γεροντική ἡλικία τοῦ Ἁγίου Πολυκάρπου. Ὅπως εἶναι γνωστό, οἱ Ἐκκλησίες τῆς Μικρᾶς Ἀσίας ἑόρταζαν τό Πάσχα στίς 14 τοῦ μηνός Νισάν, σέ ὁποιαδήποτε ἡμέρα καί ἔπιπτε τοῦτο. Ἀντίθετα οἱ Ἄλλες Ἐκκλησίες δέν ἑόρταζαν καθόλου τό Πάσχα, ἀλλά ἀρκοῦνταν στόν ἑβδομαδιαῖο κατά Κυριακή ἑορτασμό τῆς Ἀναστάσεως, τονίζουσες ἀσφαλῶς περισσότερο τόν ἑορτασμό τῆς πρώτης Κυριακῆς μετά τήν πανσέληνο τῆς ἐαρινῆς ἰσημερίας. Ἐπειδή λόγῳ τῆς διαφορᾶς αὐτῆς ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρώμης ἐτηροῦσε αὐστηρή στάση ἔναντι τῶν Μικρασιατῶν, ὁ Ἅγιος Πολύκαρπος ἀναγκάσθηκε νά μεταβεῖ στή Ρώμη, γιά νά διευθετήσει τό ζήτημα καί ἄλλα δευτερεύοντα θέματα, μέ τόν Ἐπίσκοπο Ρώμης Ἀνίκητο.
Μετά τήν ἐπιστροφή του ἀπό τή Ρώμη, ὑπέργηρος πλέον, συνέχισε τήν ἀποστολική δράση του μέ τόση ἐπιτυχία, ὥστε προκάλεσε τήν ὀργή τῶν εἰδωλολατρῶν. Αὐτή ἡ προδιάθεση ἦταν φυσικό νά προκαλέσει τό μαρτύριό του, πού ἀκολούθησε τήν ἑξῆς πορεία. Ὁ Κόϊντος, ζηλωτής Χριστιανός, ὁ ὁποῖος ἦλθε στή Σμύρνη ἀπό τή Φρυγία, παρεκίνησε ὁμάδα Φιλαδελφέων Χριστιανῶν νά προσέλθουν στόν ἀνθύπατο Στάτιο Κοδρᾶτο, γιά νά δηλώσουν σέ αὐτόν τήν ἰδιότητά τους καί τήν πίστη τους στόν Χριστό, πρᾶγμα τό ὁποῖο φυσικά προοιώνιζε θάνατο. Τελικά ἐμαρτύρησαν ὅλοι, ἐκτός ἀπό τόν Κόϊντο, ὁ ὁποῖος δειλιάσας τήν τελευταία στιγμή ἐθυσίασε στά εἴδωλα. Ὁ ὄχλος, ἄν καί ἐθαύμασε τή γενναιότητα τῶν Μαρτύρων, ἀπαιτοῦσε νά ἐκτελεσθοῦν οἱ «ἄθεοι» καί νά ἀναζητηθεῖ ὁ Ἅγιος Πολύκαρπος, ὁ ὁποῖος πιεζόμενος ἀπό τούς Χριστιανούς εἶχε ἀναχωρήσει σέ κάποιο ἀγρόκτημα. Τελικά ὁ Ἅγιος συνελήφθη τό ἔτος 167 μ.Χ. καί ὁδηγήθηκε ἐνώπιον τοῦ ἀνθύπατου.
Ὁ γηραιός Ἐπίσκοπος δέν ἐταράχθηκε. Τό πρόσωπό του ἦταν γαλήνιο καί λαμπερό. Ὁ ἀστυνόμος Ἡρώδης καί ὁ πατέρας του Νικήτας προσπάθησαν νά πείσουν τόν Ἅγιο νά ἀπαρνηθεῖ τόν Χριστό. Ὁ Ἅγιος μέ πνευματική ἀνδρεία ἀπάντησε ὅτι ὑπηρετεῖ τόν Χριστό ἐπί 86 ἔτη χωρίς καθόλου νά Τόν ἐγκαταλείψει. Πῶς μποροῦσε λοιπόν τώρα νά Τόν βλασφημήσει καί νά Τόν ἀρνηθεῖ; Ὁ ἀνθύπατος τότε διέταξε νά τόν ρίψουν στή φωτιά. Ὁ Γέρων Πολύκαρπος ἀποδύθηκε μόνος τά ἱμάτιά του καί ἐπερίμενε προσευχόμενος λέγοντας: «Κύριε, ὁ Θεός ὁ Παντοκράτωρ, ὁ τοῦ ἀγαπητοῦ καί εὐλογητοῦ παιδός Σου Ἰησοῦ Χριστοῦ Πατήρ, δι' Οὗ τήν περί Σοῦ ἐπίγνωσιν εἰλήφαμεν, ὁ Θεός τῶν ἀγγέλων καί δυνάμεων, καί πάσης τῆς κτίσεως, καί παντός τοῦ γένους τῶν δικαίων, οἵ ζῶσιν ἐνώπιόν Σου, εὐλογῶ Σε, ὅτι ἠξίωσάς με τῆς ἡμέρας καί ὥρας ταύτης τοῦ λαβεῖν με μέρος ἐν ἀριθμῷ τῶν μαρτύρων Σου, ἐν τῷ ποτηρίῳ τοῦ Χριστοῦ Σου, εἰς ἀνάστασιν ζωῆς αἰωνίου, ψυχῆς τε καί σώματος, ἐν ἀφθαρσίᾳ Πνεύματος Ἁγίου, ἐν οἷς προσδεχθείην ἐνώπιόν Σου σήμερον ἐν θυσίᾳ πίονι καί προσδεκτῇ, καθώς προητοίμασας καί προσεφανέρωσας καί ἐπλήρωσας ὁ ἀψευδής καί ἀληθινός Θεός. Διά τοῦτο καί περί πάντων αἰνῶ Σε, εὐλογῶ Σε, δοξάζω Σε, σύν τῷ αἰωνίῳ καί ἐπουρανίῳ Ἰησοῦ Χριστῷ,...».
Ἡ φωτιά ἐσχημάτισε γύρω ἀπό τό σῶμα τοῦ Ἁγίου Πολυκάρπου καμάρα χωρίς νά τόν ἐγγίζει. Τότε στρατιώτης ἐκτελεστής ἐτελείωσε τόν Ἅγιο Μάρτυρα διά τοῦ ξίφους. Ἔπειτα τό ἱερό λείψανο ἐρρίφθηκε στή φωτιά, οἱ δέ πιστοί συνέλεξαν τά ἱερά λείψανα αὐτοῦ.
῾ Η Σ ύ ναξη το ῦ Ἁγ ί ου Πολυκ ά ρπου ἐτελε ῖ το στ ή Μεγ ά λη ᾿ Εκκλησ ί α καί ἡ μνήμη του ἑορτάζεται στίς 23 Φεβρουαρίου.
ΑΓΙΟΣ ΙΟΥΣΤΙΝΟΣ Ο ΦΙΛΟΣΟΦΟΣ ΚΑΙ ΜΑΡΤΥΣ
Ὁ «θαυμασιώτατος» Ἰουστῖνος, κατά τό μαθητή του Τατιανό, ἐγεννήθηκε στή Φλαβία Νεάπολη τῆς Παλαιστίνης, στίς ἀρχές τοῦ Β΄ αἰῶνος μ.Χ., ἀπό γονεῖς Ἕλληνες εἰδωλολάτρες, τόν Πρίσκο Βάκχιο καί μητέρα τῆς ὁποίας τό ὄνομα ἀγνοοῦμε. Ὁ Μεθόδιος Ὀλύμπου τόν μνημονεύει ὡς ἄνδρα μή ἀπέχοντα πολύ τῶν Ἀποστόλων οὔτε κατά τό χρόνο οὔτε κατά τήν ἀρετή. Πράγματι δέ ὁ χρόνος γεννήσεώς του δύναται νά τοποθετηθεῖ περί τό ἔτος 110 μ.Χ., ἔφ' ὅσον τό ἔτος 135 μ.Χ., κατά τή συζήτηση πρός τόν Τρύφωνα, παρουσιάζεται νά ἔχει περατώσει ἤδη τίς φιλοσοφικές του σπουδές καί πρός τό τέλος τους νά ἔχει προσελκυσθεῖ στή Χριστιανική πίστη.
Προικισμένος μέ ἐξαιρετική πνευματική ἀνησυχία καί φιλομάθεια, ὁ νεαρός Ἰουστῖνος ἀσχολήθηκε καί ἐμβάθυνε στίς δοξασίες τῶν Στωϊκῶν, τῶν Ἐπικουρείων, τῶν Περιπατητικῶν, τῶν Πυθαγορείων καί τῶν Πλατωνικῶν φιλοσόφων. Μέ ἀκόρεστη ἐπιθυμία, ἤθελε νά γνωρίσει ὁλόκληρη τήν ἀλήθεια καί νά εὕρει τήν πραγματική ἱκανοποίηση. Τότε ὁ Θεός, μέ θαυμαστή ἐπέμβαση, τόν ὁδήγησε στίς πηγές τῆς ἀλήθειας, στή Χριστιανική πίστη καί ζωή, τό ἔτος 135 μ.Χ.
Καθώς διηγεῖται ὁ ἴδιος, ὁ Θεός τόν ἐφώτισε μέ κάποιο Χριστιανό πρεσβύτη, «πρᾶον καί σεμνόν τό ἦθος» . Ὁ θαυμάσιος ἐκεῖνος γέροντας τοῦ ἀποκάλυψε πόσο πτωχές ἦταν οἱ θεωρίες τῶν ἀνθρώπων μπροστά στήν πραγματική ἀλήθεια, τήν ὁποία διδάσκει ὁ Θεός.
Ὁ Ἰουστῖνος ἀποφασίζει νά μελετήσει τήν Ἁγία Γραφή καί νά ἐμβαθύνει στό θεῖο λόγο. Χωρίς νά πάψει νά φιλοσοφεῖ καί νά φορεῖ τόν φθαρμένο χιτώνα, τόν τρίβωνα, πού ἐφοροῦσαν οἱ φιλόσοφοι, καταλάμπεται ἀπό τή Χριστιανική πίστη, «τήν μόνην φιλοσοφίαν τήν ἀληθῆ καί ἀσύμφορον» , στήν ὁποία ἀποφασίζει νά διαθέσει πλέον τήν ὑπόλοιπη ζωή του.
Ὁ Ἰουστῖνος ἁρματωμένος μέ τά ὅπλα τά πνευματικά, ἀποφασίζει νά στήσει στή Ρώμη τό πνευματικό του στρατηγεῖο. Ἀπό ἐκεῖ ἐξαπλώνει σφοδρές ἐπιθέσεις κατά τῶν ἐχθρῶν τῆς πίστεως. Στά δύσκολα ἐκεῖνα χρόνια τῶν διωγμῶν, οἱ κατατρεγμένοι Χριστιανοί τῆς Ρώμης εὑρίσκουν στό πρόσωπό του τόν ἔνθερμο ἀπολογητή καί ἀκούραστο ὑποστηρικτή. Ὁ Ἰουστῖνος ἀπό τήν ἀνεξάντλητη φαρέτρα του ἀντλεῖ ἀκαταμάχητα ἐπιχειρήματα, μέ τά ὁποῖα ἀποστομώνει τούς φιλοσόφους, πού διέβαλαν τόν Χριστιανισμό. Τούς ἐλέγχει, γιατί κατηγοροῦν τόν Χριστιανισμό χωρίς νά τόν γνωρίζουν.
Σημαντικότατο εἶναι καί τό ἔργο του «Διάλογος πρός Τρύφωνα» , τό ὁποῖο περιέχει τή διήμερη θεολογική συζήτηση πού εἶχε μέ τόν Ἰουδαῖο Τρύφωνα, ὁ ὁποῖος εἶχε φύγει ἀπό τήν Παλαιστίνη λόγῳ τοῦ πολέμου (132-135 μ.Χ.) καί ἦταν ἐπισκέπτης στήν πόλη ὅπου ἐσπούδαζε ὁ Ἰουστῖνος. Ὅταν ἀντιλήφθηκε, ὅτι κάτω ἀπό τό φιλοσοφικό ἔνδυμα τοῦ νεαροῦ Ἰουστίνου κρυβόταν ἕνας Χριστιανός, τόν εἰρωνεύθηκε. Ἐπακολούθησε διήμερη συζήτηση, τῆς ὁποίας τό ὑποτιθέμενο περιεχόμενο περιελήφθηκε στό ἔργο «Διάλογος πρός Τρύφωνα» . Δεδομένου ὅτι ὁ Τρύφων εἶχε φύγει «τόν νῦν γενόμενον πόλεμον» , ἡ συζήτηση πρέπει νά ἔγινε τό ἔτος 136 μ.Χ.
Δέν ἄργησαν ὅμως νά φανοῦν οἱ ἐναντίον τοῦ Ἁγίου ἀντιδράσεις. Οἱ φιλόσοφοι, πού ἔχαναν συνεχῶς ἔδαφος καί οἱ ἄλλοι ἐχθροί του, τόν διέβαλαν στόν αὐτοκράτορα Μάρκο Αὐρήλιο (161-180 μ.Χ.). Ὁ Μάρτυς Ἰουστῖνος ἐκφράζει τήν ὑποψία, ὅτι ἐπρόκειτο νά καταδοθεῖ στίς πολιτικές ἀρχές ἀπό τόν κυνικό φιλόσοφο καί φιλόκομπο Κρήσκεντα, ὁ ὁποῖος ἐφθονοῦσε τήν αὔξηση τῶν μαθητῶν Χριστιανοῦ διδασκάλου καί διέβλεπε κίνδυνο ἀπορροφήσεως τῶν μαθητῶν του ὑπό τοῦ Χριστιανισμοῦ.
Φαίνεται, ὅτι μετά τό μαρτύριο τοῦ Πτολεμαίου, μαθητοῦ του πιθανῶς, περί τό ἔτος 160 μ.Χ., ἀνεχώρησε ἀπό τή Ρώμη ἀπό φόβο γιά τή σύλληψή του καί ὅτι ἐπέστρεψε ἐκεῖ ἀργότερα, ἀφοῦ ἤδη εἶχε κοπάσει ὁ θόρυβος, διότι κατά τήν ἀνάκρισή του πρό τοῦ μαρτυρίου ἐδήλωσε, ὅτι διέμεινε κατά δύο περιόδους στή Ρώμη. Ἀλλ' ὁ Ἰουστῖνος ἀποφασίζει νά ἀπολογηθεῖ γιά τή διωκόμενη πίστη στόν αὐτοκράτορα καί τή Ρωμαϊκή σύγκλητο. Οἱ δύο του ἀπολογίες ἀποτελοῦν πραγματικά διαμάντια τῆς Χριστιανικῆς Ἀπολογητικῆς.
Στήν πρώτη Ἀπολογία του, τήν ὁποία ἀπευθύνει στόν αὐτοκράτορα Ἀντωνίνο, τά παιδιά του καί τή Ρωμαϊκή σύγκλητο, κάνει γνωστό τό τί πιστεύουν οἱ Χριστιανοί, ἀνασκευάζει τίς ἐναντίον τους κατηγορίες τῶν Ἐθνικῶν, περιγράφει τόν τρόπο τῆς Χριστιανικῆς λατρείας καί προσπαθεῖ μέ νηφαλιότητα, εὐγένεια καί χωρίς ρητορικά σχήματα νά τούς πείσει νά σταματήσουν τούς διωγμούς. Ὁ ἱερός ἀπολογητής, ἀποδεικνύοντας ὅτι ἐβίωνε πλήρως τἠν ἐκκλησιαστική λειτουργική καί μυστηριακή ζωή, ἰδίως στά τελυταῖα κεφάλαια τῆς πρώτης Ἀπολογίας του, ἐξέρχεται ἀπό τά καθαρῶς ἀπολογητικά πλαίσια καί ὅρια καί μεταβάλλεται σέ ἄριστο μυσταγωγό καί ἕνας ἀπό τούς πρωτοπόρους σκαπανεῖς τῆς ἱστορίας τῆς θεολογίας τῆς Χριστιανικῆς λατρείας. Ὁ ἱερός Ἰουστῖνος τόσο στή μνημονευθεῖσα Ἀπολογία του, ὅσο καίπεριστατικά σέ μερικά σημεῖα τοῦ λοιποῦ συγγραφικοῦ του ἔργου παρέχει ἀνεκτίμητες πληροφορίες περί τῆς Χριστιανικῆς λατρείας τῆς ἐποχῆς του, προβάλλοντας τόν ἑορτασμό τῆς Κυρικαῆς, ὡς καί τήν τλεσιουργία καί συνοπτική θεολογία τῶν ἱερῶν μυστηρίων τοῦ Βαπτίσματος καί τῆς Θείας Εὐχαριστίας.
Ἡ ἡμέρα τῆς Κυριακῆς θεωρεῖται ὡς πρώτη ἡμέρα τῆς καινῆς ἐν Χριστῷ κτίσεως. Ἡ Θεία Λειτουργία γίνεται ἡ ἐμψυχοῦσα τήν διακονία ἐντελέχεια, ἐφ' ὅσον κατά τήν διάρκεια τῆς εὐχαριστιακῆς συνάξεως « οἱ εὐποροῦντες... καί βουλόμενοι κατά προαίρεσιν ἕκαστος τήν ἐαυτοῦ ὅ βούλεται δίδωσι, καί τό συλλεγόμενον παρά τῷ προεστῶτι ἀποτίθεται, καί αὐτός ἐπικουρεῖ ὀρφανοῖς τε καί χήραις, καί τοῖς διά νόσον ἤ δι' ἄλλην αἰτίαν λειπομένοις, καί τοῖς ἐν δεσμοῖς οὖσι, καί τοῖς παρεπιδήμοις οὖσι ξένοις, καί ἀπλῶς πᾶσι τοῖς ἐν χρείᾳ οὖσι κηδεμών γίνεται» 18 .
Ὅσον ἀφορᾶ στό Βάπτισμα, ὁ Ἅγιος Ἰουστῖνος πληροφορεῖ, ὅτι « τοῦ ὑπέρ ἀφέσεως ἁμαρτιῶν καί εἰς ἀναγέννησιν λουτροῦ» 19 προηγεῖται κατήχηση 20. Ὡσαύτως τοῦ Βαπτίσματος προηγοῦντο προσευχή καί νηστεία τόσο τῶν βαπτιζομένων, ὅσο καί τῶν λοιπῶν πιστῶν.
Στή δεύτερη Ἀπολογία του, τήν ὁποία ἀπευθύνει στή Ρωμαϊκή σύγκλητο, ἀποδεικνύει ὅτι οἱ Χριστιανοί διώκονται, ἐπειδή πιστεύουν στήν ἀλήθεια καί ζοῦν ἐνάρετη ζωή καί ὄχι γιά κάτι ἀξιόποινο.
Ὅμως οἱ Ἀπολογίες τοῦ Μάρτυρος Ἰουστίνου δέν μετέστρεψαν τούς εἰδωλωλάτρες, καθ' ὅσον ἐπί ἐπάρχου Ρώμης τοῦ Ἰουνίου Ρουστικοῦ (162-167 μ.Χ.), ἄλλοτε παιδαγωγοῦ τοῦ αὐτοκράτορος Μάρκου Αὐρηλίου 21, πιθανῶς τό ἔτος 165 μ.Χ., ἀποκεφαλίσθηκε μαζί μέ ὁμάδα μαθητῶν του.
Στό κοιμητήριο τῆς Πρισκίλλης εὑρέθηκε λίθος ἐνεπίγραφος πού ἔφερο τά γράμματα ΜΧΟΥΣΤΙΝΟΣ, δηλαδή Μάρτυς Ἰουστῖνος, ὁ ὁποῖος ἴσως ἐκαλύπτε τόν τάφο τοῦ Ἁγίου.
Ὄχι μικρός ἀριθμός ἄλλων ἔργων τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Ἰουστίνου, μαρτυρουμένων ἀπό αὐτόν τόν ἴδιο ἤ ἀπό μεταγενέστερους συγγραφεῖς, ἔχουν χαθεῖ. Τά ἔργα αὐτά εἶναι: «Σύνταγμα κατά πασῶν τῶν αἱρέσεων» , «Κατά Μαρκίωνος» , «Περί ψυχῆς» , «Πρός Ἕλληνας» , «Ἔλεγχος πρός Ἕλληνας» , «Περί μοναρχίας Θεοῦ» , «Περί Ἀναστάσεως» , «Ἑρμηνεία εἰς τήν Ἀποκάλυψιν» , «Πρός Σοφιστήν Εὐφράσιον περί προνοίας καί πίστεως» , «Διάλογος πρός Κρήσκεντα» , «Πρός Ἰουδαίους» . Μεταξύ τῶν πολλῶν καί διαφόρων συγγαμμάτων αὐτοῦ συνέταξε, κατά τή μαρτυρία τοῦ Πατριάρχου Φωτίου, καί βιβλίο, πού χάθηκε, καλούμενο «Ψάλτης» , στό ὁποίο περιεχόταν πιθανῶς σύνοψη χριστιανικῶν ὕμνων, συντεταγμένων γιά νά ψάλλονται σέ ὁρισμένες ὧρες στή Λειτουργία πρός δόξαν τοῦ Ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ, καί ὁδηγίες περί τοῦ πῶς καί μέ ποιά τάξη ἔπρεπε νά ψάλλονται οἱ ὕμνοι αὐτοί στίς κοινές συνάξεις. Τήν ἔλλειψη τοῦ ἀπολεσθέντος «Ψάλτου» ἀναπληρεῖ ἡ « Ἀπολογία ὑπέρ τῶν Χριστιανῶν», ὅπου περιγράφονται οἱ ἱεροτελεστίες τοῦ Β΄ αἰῶνος. Στή Β΄ αὐτοῦ «Ἀπολογία» ὁμιλεῖ περί τῶν ψαλλομένων ὕμνων καί τῆς ἰδιότητος αὐτῶν.
ΑΓΙΟΣ ΕΙΡΗΝΑΙΟΣ, ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΛΟΥΓΔΟΥΝΩΝ
Τό ὄνομα τοῦ Ἁγίου Εἰρηναίου, μαθητοῦ τοῦ Ἁγίου Πολυκάρπου, καταλέγεται στή σειρά τῶν μελωδῶν τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ μεγάλος αὐτός Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας ἐγεννήθηκε περί τά μέσα τοῦ Β΄ αἰῶνος μ.Χ. (περί τό 140 μ.Χ.), πιθανῶς στήν Σμύρνη, διότι σέ κάποιο ἀπό τά συγγράμματά του 22 λέγει, ὅτι ὅταν ἦταν ἀκόμη παιδί έγνώρισε καί εἶδε τόν Ἅγιο Πολύκαρπο, Ἐπίκσοπο Σμύρνης. Γίνεται γνωστός ὡς πρεσβύτερος τῆς Ἐκκλησίας τῶν Λουγδούνων (Λυῶνος) τῆς Γαλλίας, ὁπότε ὁ κατά τούς διωγμούς φυλακισμένος κλῆρος τῆς Ἐκκλησίας Λουγδούνων ἀπέστειλε αὐτόν στή Ρώμη, πρός τόν Πάπα Ἐλευθέριο (174-189 μ.Χ.), μέ ἐπιστολή, γιά νά συντελέσει στήν εἰρηνική ἀποκατάσταση τῆς Ἐκκλησίας. Ἀφοῦ ἐξεπλήρωσε τήν ἀνατεθεῖσα σέ αὐτόν ἐπιστολή, ἐπέστρεψε στά ἴδια, ὁπότε, ὅταν ἐτελειώθηκε μέ μαρτυρικό θάνατο ὁ Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Ποθεινός, ὁ Εἰρηναῖος ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Λουγδούνων. Ὡς Ἐπίσκοπος ἐπέδειξε πολύ ζῆλο γιά τήν καταπολέμηση τῶν αἱρέσεων μέ λόγους καί συγγράμματα καί γιά τήν ἐξάπλωση τοῦ Χριστιανισμοῦ στήν Εὐρώπη. Κατά τούς Συναξαριστές, σέ περίοδο διωγμοῦ, ὑπέστη καί αὐτός μαρτυρικό θάνατο διά ξίφους. Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τή μνήμη του στίς 23 Αὐγούστου.
ΚΛΗΜΗΣ Ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΥΣ
Ἐγεννήθηκε κατά τόν Β΄ αἰώνα μ.Χ. καί ἐκοιμήθηκε τό ἔτος 220 μ.Χ. Ἐποίησε ἀσματικές ὠδές καί ὕμνους καί προέτρεπε τούς Χριστιανούς νά μεταχειρίζονται μουσική κόσμια καί ταπεινή καί ὄχι τήν ἔκλυτη, ἡ ὁποία μέ ἑλιγμούς τῆς φωνῆς μᾶς ὠθεῖ σέ βίο μαλθακό. Ὁ λόγος τοῦ Κλήμεντος τοῦ Ἀλεξανδρέως περί τό τέλος τοῦ Παιδαγωγοῦ λαμβάνει μορφή πανηγυρική μετατρεπόμενος σέ εὐχή καί ἀκολούθως σέ ὕμνο, τόν ὕμνο τῶν παίδων , ὁ ὁποῖος πιθανῶς ἐψάλλετο ἀπό τή σχολή στούς μαθητές του 23. Ὁ ὕμνος ἀποτελεῖ ἐπίκληση πού ἀπευθύνουν οἱ «Χριστογόνοι», ὁ χορός τῆς εἰρήνης, πλεκόμενη μέ ἄφθονα ἐπίθετα καί διανθισμένη μέ ἀλλεπάλληλες εἰκόνες.
Στόμιον πώλων ἀδαῶν
πτερὀν ὀρνίθων ἀπλανῶν
οἴαξ νηῶν ἀτρεκής
ποιμήν ἀμνῶν Βασιλικῶν,
τούς σούς ἀφελεῖς
παῖδας ἄγειρον
αἰνῶν ἀγίως
ὑμνῶν ἀδόλως
ἀκάκοις στόμασι
παίδων ἡγήτορα Χριστόν...
ΑΓΙΟΣ ΙΠΠΟΛΥΤΟΣ
Ἐγεννήθηκε κατά τόν Β΄ αἰώνα μ.Χ. καί ἐμαρτύρησε τό ἔτος 250 μ.Χ. Ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει τή μνήμη του στίς 10 Αὐγούστου. Ἔγραψε διάφορους ὕμνους κατά τῶν αἱρετικῶν τῆς ἐποχῆς του πρός δόξαν Θεοῦ, ἀλλά δυστυχῶς ἐχάθησαν.
ΩΡΙΓΕΝΗΣ
Ὁ Ὠριγένης ἐγεννήθηκε τό ἔτος 185 μ.Χ. στήν Ἀλεξάν δρεια. Τίς περί Ὠριγένους πληροφορίες ἔχουμε κυρίως ἀπό τό ἕκτο βιβλίο τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας τοῦ Εὐσεβίου, τό ὁποῖο ἀφιερώνεται σχεδόν ὁλόκληρο σέ αὐτόν. Ὁ πατέρας του Λεωνίδης ἐμαρτύρησε κατά τόν διωγμό τοῦ 202 μ.Χ., πού ἔγινε μέ διάταγμα τοῦ Σεπτιμίου Σεβήρου. Ἤδη κατά τήν παιδική του ἡλικία ὁ Ὠριγένης διήκουσε καί μαθήματα τοῦ Πανταίνου καί τοῦ Κλήμεντος. Εἶναι ὁ πρῶτος Χριστιανός περί τοῦ ὁποίου ἔχουμε ρητή μαρτυρία ὅτι ἄσκησε τό ἐπάγγελμα διδασκάλου τῆς γραμματικῆς. Κατά τούς διωγμούς εἶχαν ἐκδιωχθεῖ ἀπό τήν Ἀλεξάνδρεια ὅλοι οἱ διδάσκαλοι τῆς χριστιανικῆς πίστεως καί εἶχαν κλεισθεῖ καί ἡ θεολογική σχολή τοῦ Κλήμεντος καί τό κατηχητικό σχολεῖο τῆς Ἐκκλησίας. Τότε μερικοί Ἐθνικοί, πού ἐπιθυμοῦσαν νά κατηχηθοῦν στόν Χριστιανισμό, παρεκάλεσαν τόν Ὠριγένη νά ἀναλάβει αὐτός τό ἔργο τῆς κατηχήσεως ἰδιωτικῶς, αὐτός δέ ἐδέχθηκε. Ἀφοῦ πρός τό τέλος τῆς βασιλείας τοῦ Σεπτιμίου Σεβήρου ἀποκαταστάθηκε ἡ εἰρήνη στήν Ἐκκλησία τῆς Ἀλεξανδρείας, ἀνασυστήθηκε πλέον καί ἡ ἐπίσημη κατηχητική σχολή τῆς ὁποίας ἡ διέυθυνση ἀνατέθηκε στόν Ὠριγένη. Τό 211 μ.Χ. ἐπισκέπτεται τή Ρώμη, ὅπου εἶχε τήν εὐκαιρία νά παρακολουθήσει ὁμιλία τοῦ Ἱππολύτου, καί μετά ἀπό λίγο ἐπέστρεψε στήν ἕδρα του. Κατά τόν διωγμό τοῦ Δεκίου (250 μ.Χ.) ὁ Ὠριγένης συνελήφθη, ἐκελίσθηκε στή φυλακή καί ἐβασανίσθηκε. Ὁ ἱερός Φώτιος διασώζει μαρτυρία τοῦ Παμφίλου 24, κατά τήν ὁποία αὐτός ἀπέθανε τότε μαρτυρικό θάνατο, ἀλλ' αὐτή εἶναι ἐσφαλμένη, παραμένει δέ ἄγνωστο ἄν πράγματι ὁ Πάμφιλος εἶχε καταγράψει τέτοια πληροφορία ἤ ὁ ἱερός Φώτιος κατά λάθος ἀπέδωσε αὐτή σέ ἐκεῖνον. Ὁ Εὐσέβιος 25, ὁ Ἅγιος Ἱερώνυμος 26 καί ὁ Ἐπιφάνιος 27 βεβαιοῦν ὅτι ὁ Ὠριγένης ἀπέθανε ἀργότερα λόγῳ τῶν κακώσεων ἐπί αὐτοκράτορος Γάλλου σέ ἡλικία 69 ἐτῶν, ἄρα τό 254 μ.Χ., στήν Τῦρο καί ὅτι ἐνταφιάσθηκε ἐκεῖ. Ὁ Ὠριγένης, πολυμαθέστατος καί πολυτάλαντος, ἔγραψε ὕμνους κατά τῶν αἱρετικῶν.
ΓΑΪΟΣ, ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΣ ΡΩΜΗΣ
Ἔζησε περί τά τέλη τοῦ Β΄ αἰῶνος μ.Χ. Κατά τή μαρτυρία τοῦ ἱστορικοῦ Εὐσεβίου, ὁ Γάϊος ἔγραψε ὅτι διά τῶν ὕμνων πού ἐψάλλοντο στήν Ἀρχαία Ἐκκλησία ὑμνολογεῖτο ἡ Θεότητα τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, ἀκόμη δέ καί ὅτι οἱ ὕμνοι αὐτοί ἐπιδοκιμάζονταν ἀπό τήν Ἐκκλησία καί ἀναγράφονταν στά σχετικά βιβλία.
ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΝΕΟΚΑΙΣΑΡΕΙΑΣ, Ο ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΣ
Ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Αὐρηλιανοῦ (270-275 μ.Χ.) καί ἐγεννήθηκε ἀπό γονεῖς ἐθνικούς. Σέ νεαρά ἡλικία, ὅταν εὑρισκόταν στήν Ἀλεξάνδρεια, εἶδε σέ ὅραμα τῆν Θεοτόκο καί τόν Εὐαγγελιστή Ἰωάννη, καί ἐβαπτίσθηκε Χριστιανός. Γιά τήν καθαρότητα τοῦ βίου του καί τήν εὐσέβειά του ἐχειροτονήθηκε ὑπό τοῦ Ἐπισκόπου Ἀμασείας Φαιδήμου Ἐπίσκοπος Νεοκαισαρείας. Θεωρεῖται ὁ θεμελιωτής τῶν τύπων τῆς Λειτουργίας. Ἐκανόνισε δέ ὅπως τό ποίμνιο αὐτοῦ ἑορτάζει τίς ἡμέρες τῶν Μαρτύρων μέ πομπές καί πνευματικές ὠδές. Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τή μνήμη του στίς 17 Νοεμβρίου.


ΑΓΙΟΣ ΑΝΑΤΟΛΙΟΣ, ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΛΑΟΔΙΚΕΙΑΣ (268-282 μ.Χ.)
Θεωρεῖται ἀπό τούς ἀρχαιότατους ποιητές τῶν Τροπαρίων, ἀπό τά ὁποῖα πολλά ἀναφέρονται στά λειτουργικά βιβλία τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Ἅγιος Ἀνατόλιος ἐγεννήθηκε στήν Ἀλεξάνδρεια καί ἵδρυσε ἐκεῖ σχολή πρός διδασκαλίαν τῆς ἀριστοτελείου φιλοσοφίας. Ὅταν ὁ ἔπαρχος Αἰμιλιανός ἀνεκήρυξε τόν ἑαυτό του βασιλέα καί πολιορκήθηκε στό ὀχυρό τοῦ Πιρουχίου ὑπότοῦ στρατηγοῦ Θεοδότου, πιστοῦ στόν αὐτοκράτορα Γαλλιηνό, ὁ Ἀνατόλιος κατόρθωσε νά σώσει τούς πολιορκούμενους διά διαπραγματεύσεων, τῶν ὁποίων εἶχε τήν πρωτοβουλία (263 μ.Χ.). Στή συνέχεια, ἀφοῦ μετέβη στήν Παλαιστίνη, ἔγινε βοηθός Ἐπίσκοπος στήν Καισάρεια, προοριζόμενος ὡς διάδοχος τοῦ Ἐπισκόπου Θεοτέκνου. Μεταβάς στήν Ἀντιόχεια, γιά νά λάβει μέρος σέ Σύνοδο κατά τοῦ Παύλου τοῦ Σαμοσατέως, ἐπέρασε ἀπό τή Λαοδικεία τῆς Συρίας, ὅπου οἱ πιστοί ἀνάγκασαν αὐτόν νά διαδεχθεῖ τόν ἀποθανόντα Ἐπίσκοπό τους καί συμπατριώτη καί φίλο του Εὐσέβιο (268 μ.Χ.). Ὁ Ἅγιος Ἀνατόλιος ἐκοιμήθηκε περί τό 282 μ.Χ. Συνέγραψε ἔργο περί τοῦ Πάσχα, τοῦ ὁποίου τμῆμα παραθέτει ὁ ἱστορικός Εὐσέβιος, ὡς καί «Ἀριθμητικάς Εἰσαγωγάς» σέ δέκα βιβλία. Τά περισωθέντα τεμάχια εἶναι μᾶλλον γνήσια 28. Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τή μνήμη του στίς 3 Ἰουλίου.
ΑΘΗΝΟΓΕΝΗΣ, ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΣΕΒΑΣΤΕΙΑΣ
Ἐκοιμήθηκε τό ἔτος 290 μ.Χ. Κατά τήν περίοδο τῶν διωγμῶν ζοῦσε μέ τούς μαθητές του στήν ἔρημο μέ ἄσκηση, προσευχές καί ψαλμωδίες.
ΝΕΠΩΣ, ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΠΕΝΤΑΠΟΛΕΩΣ
Ἔζησε περί τά μέσα τοῦ Γ΄ αἰῶνος μ.Χ. Ἐποίησε πολλούς ὕμνους καί ἀντιστάθηκε κατά τῶν κακοδόξων ὕμνων τοῦ αἱρετικοῦ Οὐαλεντίνου στήν Αφρική καί κατά τοῦ Αἰγυπτίου Ἱέρακος, πού δέν παραδεχόταν τήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν.
ΑΓΙΟΣ ΜΕΘΟΔΙΟΣ, ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΠΑΤΑΡΩΝ
Ἔζησε περί τά τέλη τοῦ Γ΄ καί τίς ἀρχές τοῦ Δ΄αἰῶνος μ.Χ. Κατά τόν Ὅσιο Ἱερώνυμο καί τόν ἱστορικό Σωκράτη ἦταν Ἐπίσκοπος ὄχι Πατάρων, ἀλλά Ὀλύμπου τῆς Λυκίας καί στή συνέχεια Τύρου τῆς Φοινίκης, ἐνῶ κατ ' ἄλλους Ἐπίσκοπος Φι λίππων τῆς Μακεδονίας . Ἡ πλάνη, ὅτι ἦταν Ἐπίσκοπος Πατάρων προῆλθε ἀπό τό γεγονός, ὅτι ὁ περί Ἀναστάσεως διάλογός του ἔγινε στά Πάταρα. Ὁ Ἅγιος Μεθόδιος ἦταν διαπρεπής ἀρχιερεύς, σφοδρός ἀντίπαλος τοῦ Ὠριγένους καί δόκιμος ποιητής, ὅπως φαίνεται ἀπό τό περισωθέν ἔργο αὐτοῦ «Συμπόσιον τῶν δέκα παρθένων ἤ περί ἁγνείας» . Κατά τόν διωγμό τοῦ Διοκλητιανοῦ ἐμαρτύρησε στήν Χαλκίδα τῆς Συρίας. Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τή μνήμη του στίς 20 Ἰουνίου.
ΕΥΣΕΒΙΟΣ Ο ΠΑΜΦΙΛΟΥ (261-340 μ.Χ.)
Εἶναι πατήρ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας καί συνέλεξε πρῶτος σέ ἔργο αὐτοῦ τά χρονικά τῶν τριῶν πρώτων αἰώνων τῆς Ἀρχαίας Ἐκκλησίας καί τά τῶν κορυφαίων μελωδῶν αὐτῆς.
ΜΕΓΑΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ
῾Ο Μέγας Ἀθανάσιος ἐγεννήθηκε κατά τό ἔτος 295 μ.Χ. στήν Ἀλεξάνδρεια ἀπό Χριστιανούς γονεῖς. Ἔτυχε ἐπιμελημένης ἐκπαιδεύσεως φιλοσοφικῆς καί θεολογικῆς. Κατά τή νεανική του ἡλικία συνδέθηκε μέ τόν Μέγα Ἀντώνιο καί ἀσκήτεψε μαζί του στήν ἔρημο.
Στήν ἀρχή ἐχειροθετήθηκε ἀναγνώστης τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀλεξανδρείας καί τό 318 μ.Χ. ἦταν ἤδη διάκονος. Τό ἔτος 325 μ.Χ. συνοδεύει τόν γέροντα Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας Ἀλέξανδρο στή Νίκαια, ὅπου συγκλήθηκε ἡ Α´ Οἰκουμενική Σύνοδος, « τοῦ χοροῦ τῶν διακόνων ἡγούμενος» . Ἐκεῖ, χάρη στή μόρφωσή του καί μάλιστα στή θερμουργό καί ἀκλόνητη πίστη του, ἀναδείχθηκε ἕνας ἀπό τούς θαρραλέους ἀγωνιστές κατά τῆς αἱρέσεως τοῦ Ἀρείου. Μάλιστα δέ, ὅπως ἀποφάνθηκε ἡ ἐν Ἀλεξανδρείᾳ Σύνοδος τοῦ 399 μ.Χ., κυρίως ὁ Ἀθανάσιος « τήν νόσον τοῦ Ἀρειανισμοῦ ἔστησεν» . Κανένας, ἴσως, ἄλλος ἀπό τούς Πατέρες καί Διδασκάλους τῆς Ἐκκλησίας, τῆς περιόδου ἐκείνης, δέν ἀντιμετώπισε τόσο σπουδαῖα ἐκκλησιαστικά καί θεμελιώδη προβλήματα τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἦταν τά περί Θεοῦ, κόσμου, ἀνθρώπου, δημιουργίας, τριαδολογίας, ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ, σωτηρίας, χριστολογίας, πνευματολογίας, Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί ἄλλα.
Ἡ φήμη τοῦ Ἀθανασίου ἑδραιώθηκε τόσο πολύ κατά τή Σύνοδο τῆς Νικαίας, ὥστε μετά ἀπό λίγο, ὅταν ἀπέθανε ὁ γέροντας Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας Ἀλέξανδρος († 17 Ἀπριλίου 328 μ.Χ.), ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Ἀλεξανδρείας πιθανώτατα τόν ἴδιο χρόνο.
Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, κατά τά 46 ἔτη τῆς ἀρχιερατείας του, ὑπῆρξε ὁ στῦλος τῆς Ἐκκλησίας καί ὁ κατ' ἐξοχήν Πατήρ τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἐμερίμνησε δραστήρια γιά τήν ὀργάνωση τῆς Ἐκκλησίας του. Περιηγούμενος τήν ἐπαρχία του, μετέβη στή Θηβαΐδα, τήν Πεντάπολη, τήν Κάτω Αἴγυπτο, γιά νά δεῖ ἀπό κοντά τίς ἀνάγκες τοῦ ποιμνίου του, τό ὁποῖο τόν ὑποδεχόταν παντοῦ μέ ἐνθουσιασμό. Ἐγκαθιστοῦσε στίς διάφορες πόλεις ἄξιους καί ἱκανούς Ἐπισκόπους, μεταξύ τῶν ὁποίων καί τόν Ἅγιο Φρουμέντιο († 30 Νοεμβρίου), τόν ὁποῖο ἐχειροτόνησε Ἐπίσκοπο Ἀξώμης.
Ὅμως, οἱ Ἀρειανοί ἐδημιουργοῦσαν πολλές ταραχές καί ὀχλήσεις στόν Ἅγιο τόν ὁποῖο ἐσυκοφαντοῦσαν. Ὁ Ἅγιος ἐξορίσθηκε πέντε φορές καί διῆλθε περισσότερα ἀπό δεκαέξι χρόνια τῆς ἀρχιερατείας του στήν ἐξορία. Ἐσύρθη κατ' ἐπανάληψη ἀπό τούς Ἀρειανούς ἐνώπιον Συνόδων καί καθαιρέθηκε. Καταδιώχθηκε ἀπό αὐτοκράτορες, ὑπέφερε ἀνεκδιήγητες ταλαιπωρίες καί στερήσεις, εἶδε πολλούς ἀπό τούς συνεργάτες του νά ὑποκύπτουν στίς πιέσεις καί τή βία τῶν Ἀρειανῶν καί τόν Ἐπίσκοπο Ρώμης Λιβέριο (352-366 μ.Χ.) νά ὑπογράφει ἀρειανικό ὅρο πίστεως, γιά νά ἀποφύγει τήν ἐξορία. Ἦλθαν στιγμές, κατά τίς ὁποῖες ὁ χριστιανικός κόσμος ἐφαινόταν ἀντίθετος πρός τόν Ἅγιο, ἀλλ' αὐτός ποτέ δέν ἐκάμφθηκε καί ἀγωνιζόταν γιά τήν ἀλήθεια.
Ἀφορμή γιά τίς διώξεις κατά τοῦ Ἁγίου ἔδωσε ἡ ἄρνησή του νά ἀποκαταστήσει στήν ἐκκλησιαστική κοινωνία τόν ὑπό τῆς Α´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καθαιρεθέντα Ἄρειο, ὁ ὁποῖος ἐπαρουσιαζόταν ὑποκριτικά ὡς ἀποδεχόμενος τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία. Ὅταν ὁ Ἄρειος ἀνακλήθηκε ἀπό τήν ἐξορία ὑπέβαλε τό 330 ἤ 331 μ.Χ. ὁμολογία πίστεως, στήν ὁποία ἀπέφυγε ἐπιμελῶς νά ἀναφέρει τίς ἀρειανικές ἐκφράσεις. Ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος εἶδε τήν ἀπάτη καί τό δόλο τοῦ Ἀρείου καί ἀρνήθηκε κατηγορηματικά νά δεχθεῖ σέ κοινωνία τόν Ἄρειο παρά τή διαταγή τοῦ αὐτοκράτορος Μεγάλου Κωνσταντίνου. Μετά τήν ἄρνηση τοῦ Ἁγίου, οἱ ἐχθροί του ἄρχισαν νά ὀργανώνουν συστηματικά τόν κατ' αὐτοῦ ἀγώνα. Ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος, ἄν καί ἐτιμοῦσε τόν Ἅγιο Ἀθανάσιο γιά τό ἦθος καί τό θάρρος του, παρασύρθηκε τελικά ἀπό τίς συνεχεῖς ἐναντίον του μηχανορραφίες τῶν Ἀρειανῶν καί διέταξε τή σύγκληση Συνόδου στήν Καισάρεια, τό 335 μ.Χ., μέ σκοπό τήν ἐξέταση τῶν κατηγοριῶν κατά τοῦ Ἀθανασίου. Ἐπειδή, ὅμως ὁ Ἅγιος ἐφοβήθηκε τήν κατ' αὐτοῦ σκευωρία τῶν ἐχθρῶν του, δέν προσῆλθε στή Σύνοδο ἐκείνη, ἡ ὁποία τελικά συγκλήθηκε στήν Τύρο τῆς Φοινίκης. Ὁ Ἀθανάσιος τότε προσῆλθε στή Σύνοδο, στήν ὁποία παρέστησαν 60 Ἀρειανοί Ἐπίσκοποι. Οἱ κατηγορίες δέν ἦταν δυνατόν νά σταθοῦν παρά τά ἐφευρήματα τῶν αἱρετικῶν. Ἐπειδή, ὅμως, ἔγινε ἀντιληπτό, ὅτι οἱ ἐχθροί τοῦ Ἀθανασίου ἐζητοῦσαν νά τόν φονεύσουν, οἱ ἄνθρωποι τοῦ βασιλέως, πού εἶχαν ἐπιφορτισθεῖ τήν τήρηση τῆς τάξεως καί τῆς εἰρήνης, τόν ἐφυγάδευσαν κρυφά. Ἔτσι κατέφυγε στήν Κωνσταντινούπολη καί ἐζήτησε νά δεῖ τόν αὐτοκράτορα, ὁ ὁποῖος, λόγῳ τῶν διαβολῶν, ἀρνήθηκε νά τόν δεχθεῖ σέ ἀκρόαση καί διέταξε τήν ἐξορία του στή Γαλατία. Ἐπανῆλθε στήν ἕδρα του μετά τό θάνατο τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, στίς 23 Νοεμβρίου 337 μ.Χ. Πλήν ὅμως καί πάλι οἱ ἐχθροί του ἄρχισαν τίς κατ' αὐτοῦ διαβολές καί συκοφαντίες. Τότε ὁ Ἀθανάσιος συγκάλεσε Σύνοδο στήν Ἀλεξάνδρεια, τό 339 μ.Χ. στήν ὁποία ἔλαβαν μέρος 100 Ἐπίσκοποι. Οἱ ἐχθροί του τότε, συγκρότησαν ἀρειανική Σύνοδο στήν Ἀντιόχεια, ἡ ὁποία τόν καθαίρεσε καί ὅρισε ὡς Ἐπίσκοπο Ἀλεξανδρείας τόν Εὐσέβιο τόν Ἐμισηνό, ἀντ' αὐτοῦ δέ, ἐπειδή δέν ἀποδέχθηκε τήν ἐκλογή, τόν Καππαδόκη Γρηγόριο, ὁ ὁποῖος ἐγκαταστάθηκε στήν Ἀλεξάνδρεια διά τῆς βίας μετά τήν ἀπομάκρυνση τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου.
Τότε ὁ Ἅγιος κατέφυγε στή Ρώμη, ὅπου εὑρίσκονταν καί ἄλλοι ἐξόριστοι ἱερεῖς καί Ἐπίσκοποι. Ἐκεῖ, τόν ἐδέχθησαν ὅλοι μέ τιμή καί ἀνεγνώρισαν τούς ἀγῶνες του ὑπέρ τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἔτσι, ὁ Πάπας Ἰούλιος συγκάλεσε, τό ἔτος 341 μ.Χ., Σύνοδο, ἡ ὁποία ἀνεγνώρισε τόν Ἅγιο Ἀθανάσιο ὡς κανονικό Ἐπίσκοπο Ἀλεξανδρείας καί τόν ἐκήρυξε ἀθῶο ἀπό ὅλες τίς κατηγορίες τῶν ἐχθρῶν του.
Ὅταν τό 345 μ.Χ. ἀπέθανε ὁ Ἀλεξανδρείας Γρηγόριος, κατόπιν ὑποδείξεως τοῦ Κώνσταντος, ὁ αὐτοκράτορας Κωνστάντιος ἀνεκάλεσε τόν Ἅγιο Ἀθανάσιο ἀπό τήν ἐξορία. Ὁ Ἅγιος ἐπέστρεψε γενόμενος δεκτός θριαμβευτικά ἀπό τό ποί μνιό του . Ἀλλά καί αὐτή τή φορά μόνο γιά λίγο ἔμεινε ἀδια τάρακτος στήν ἕδρα του, διότι μετά τή δολοφονία τοῦ Κώνσταν τος, τό 350 μ.Χ., ὁ Κωνστάντιος, πεισθείς σέ νέες διαβολές καί πιέσεις τῶν φίλων τοῦ Ἀρειανῶν, κατεδίκασε συνοδικῶς τόν Ἅγιο Ἀθανάσιο . Ἀπέστειλε μάλιστα καί στρατιῶτες, γιά νά τόν συλλάβουν τή νύκτα τῆς 9 ης Φεβρουαρίου 356 μ.Χ., ἐνῶ ἐτελοῦσε πανυχχίδα μέ πλῆθος πιστῶν στό ναό τοῦ Ἁγίου Θεωνᾶ . Ὁ Ἅγιος ἐφυγαδεύθηκε στήν ἔρημο, ὅπου παρέμεινε ἕξι χρόνια, παρακολουθώντας τίς κινήσεις καί ἐνέργειες τῶν Ἀρειανῶν καί στηρίζοντας τούς κλονιζόμενους Χριστιανούς .
Τέλος, ἐπί αὐτοκράτορος Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου (361-363 μ.Χ.) μπόρεσε νά ἐπανέλθει στήν Ἀλεξάνδρεια καί νά συγκροτήσει Σύνοδο, ἡ ὁποία ἀπετέλεσε σημαντικώτατο σταθμό στήν ἱστορία τῶν ἀγώνων τῆς Ὀρθοδοξίας κατά τοῦ Ἀρειανισμοῦ .
Οἱ διωγμοί συνεχίσθηκαν καί ἐπί αὐτοκράτορος Οὐάλη πού ἐξόρισε τόν Ἅγιο . Φοβούμενος ὅμως ἐξέγερση τοῦ λαοῦ τῆς Ἀλεξανδρείας, ἀναγκάσθηκε νά ἀνακαλέσει τόν Ἅγιο ἀπό τήν ἐξορία .
Ἀγωνιζόμενος γιά τήν ὀρθόδοξη πίστη μέχρι τό τέλος τοῦ βίου του, ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη στίς 2 Μαΐου 373 μ.Χ., σέ ἡλικία 75 ἐτῶν, ἀφοῦ κατεκόσμησε τό θρόνο τῆς Ἀλεξανδρείας .
Ἡ Ἐκκλησία πολύ ἐνωρίς τοῦ ἀπένειμε τόν τίτλο τοῦ Μεγάλου Πατρός αὐτῆς . Εἶναι ἐκεῖνος πού διαισθάνθηκε καί ἀντιλήφθηκε ἄριστα τίς λεπτεπίλεπτες σχέσεις ἀλληλεξαρτήσεως τῶν ἐπί μέρους ἀληθειῶν τῆς πίστεως, οἱ ὁποῖες στή σκέψη του ἀποτελοῦν τμήματα μιᾶς καί τῆς αὐτῆς ἀλήθειας, ὡστε ἡ πλάνη περί μία ἐπί μέρους ἀλήθεια νά συνεπάγεται ἀναπότρεπτα τήν ἀνατροπή ὁλόκληρου τοῦ συστήματος τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας καί τήν δημιουργία αἱρέσεως .
Ἀλλά ὁ Ἅγιος καί μέ τόν καθόλου βίο του, ἀπέδειξε τό ἐνάρετο καί τό εὐσεβές τοῦ ἤθους αὐτοῦ σέ τέτοιο βαθμό, ὥστε τό ὄνομά του νά ἀποβεῖ ταυτόσημο πρός τήν ἀρετή. Γι ' αὐτό λέγει ἐπιγραμματικά ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνός: « Ἀθα - νάσιον ἐπαινῶν, ἀρετήν ἐπαινέσομαι· ταὐτόν γάρ ἐκεῖνον τε εἰπεῖν καί ἀρετήν ἐπαινέσαι »29 . Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος συνεχίζοντας παρατηρεῖ ὅτι ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ἔγινε κατ ' ἐξοχήν δέκτης τοῦ θείου φωτισμ, ἔφθασε σέ ὕψος βιβλικῶν προσώπων καί ἴσως μάλιστα κάποια ἀπό αὐτά νά ὑπερέβαλε, γιατί κυριο λεκτικά ἑνώθηκε καί ἔγινε ἕνα μέ τό θεῖο φῶς . Καί ἔτσι μόνο κατόρθωσε νά ἀντιμετωπίσει τίς μεγάλες κακοδοξίες τῶν αἱρετικῶν τῆς ἐποχῆς του 30 .
Ἡ Ἐκκλησία ἠθέλησε νά ἀδελφώσει τή μνήμη τῶν δύο Μεγάλων Πατέρων αὐτῆς καί Ἀρχιεπισκόπων Ἀλεξανδρείας, τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου, πρωταγωνιστοῦ κατά τοῦ Ἀρειανισμ, καί τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου, πρωταγωνιστοῦ κατά τοῦ Νεστοριανιοῦ, καί ὅρισε τόν συνεορτασμό τους στίς 18 Ἰανουαρίου.
῾Η Σύναξη τῶν Ἁγίων Ἀθανασίου καί Κυρίλλου ἐτελεῖ το στή Μεγάλη᾿Εκκλησία.
Ο Μέγας Αθανάσιος κατέβαλε μεγάλες προσπάθειες για την τελειότερη διαμόρφωση τῆς ἱερᾶς μουσικῆς στήν Ἐκκλησία τῆς Ἀλεξανδρείας, ὅπου ἐκεῖ οἱ Μελετιανοί ἔψαλλαν τούς ἐκκλησιαστικούς ὕμνους χορεύοντας. Ἔτσι, εἰσήγαγε εἰδική καί κατάλληλη γι' αὐτούς μουσική.

ΑΓΙΟΣ ΚΥΡΙΛΛΟΣ, ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ
Ὁ Ἅγιος Κύριλλος καταγόταν ἀπό τήν Παλαιστίνη καί ἐγεννήθηκε πιθανῶς τό ἔτος 313 μ.Χ. στά Ἱεροσόλυμα. Ἐχει-ροτονήθηκε πρεσβύερος ὑπό τοῦ Ἐπισκόπου Ἱεροσολύμων Μαξίμου τοῦ Γ΄ (333-348 μ.Χ.), τόν ὁποῖο καί διαδέχθηκε στήν ἐπισκοπική ἕδρα κατά τίς ἀρχές τοῦ ἔτους 348 μ.Χ., εἴτε διότι ἀπομακρύνθηκε ἀπό τούς αἱρετικούς Ἀρειανούς 31, εἴτε διότι ἀπέθανε 32 .
?????? ?????????????
Ὁ Ἅγιος ἀρχικά ἀδιαφοροῦσε γιά τίς δογματικές «λεπτο-λογίες» καί ἀπέφευγε ἐπιμελῶς τόν ὅρο «ὁμοούσιος» . Γι' αὐτό ὁ Ἀρειανός Μητροπολίτης Καισαρείας Ἀκάκιος ἐνέκρινε τήν ἐκλογή του καί τόν ἐχειροτόνησε εἰς Ἐπίσκοπον. Ἀλλά συνέβη καί ἐδῶ ὅ,τι ἀργότερα καί στήν περίπτωση τοῦ Ἁγίου Μελετίου, Πατριάρχου Ἀντιοχείας († 12 Φεβρουαρίου). Ὁ Ἅγιος δέν ἔμεινε ἐκτός τοῦ κλίματος τῆς ἐποχῆς ὡς πρός τούς δογματικούς ἀγῶ-νες καί ἀπό τούς πρώτους μῆνες τῆς ἀρχιερατείας του ἀπο-δείχθηκε διά τῶν περιφήμων Κατηχήσεών του ὑπερασπιστής τῶν Ἀποφάσεων καί τῶν Ὅρων τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
Τούς ἀγῶνες τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου ἐξῆρε καί ἡ ἐν Κων-σταντινουπόλει Σύνοδος τοῦ ἔτους 382 μ.Χ.: « Τῆς δέ γε μητρός ἁπαςῶν τῶν Ἐκκλησιῶν, τῆς ἐν Ἱεροσολύμοις, τόν αἰδεσιμώτατον Κύριλλον ἐπίσκοπον εἶναι γνωρίζομεν. Κανονικῶς τε παρά τῶν τῆς ἐπαρχίας χειροτονηθέντα πάλαι καί πλεῖστα πρός τούς Ἀρειανούς ἐν διαφόροις τόποις ἀθλήσαντα» 33 .
Ἡ δογματική τοποθέτηση τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου ὑπῆρξε ἡ πρώτη αἰτία ρήξεως μέ τόν Ἐπίσκοπο Ἀκάκιο Καισαρείας, ὁ ὁποῖος στή συνέχεια ἐζητοῦσε διάφορες ἀφορμές νά κατα-στρέψει τόν Ἅγιο. Δεύτερη αἰτία ἦταν ἡ διαφορά περί τή δικαι-οδοσία τῶν δύο ἑδρῶν. Ὡς γνωστόν, λόγῳ καταστροφῆς τῆς πόλεως τῶν Ἱεροσολύμων, ἡ ἐκεῖ Χριστιανική κοινότητα δια-σκορπίσθηκε, μετά δέ τήν ἐπανοικοδόμηση αὐτῆς οἱ Χριστιανοί ἦσαν λίγοι, γι' αὐτό σέ Μητρόπολη ἀναδείχθηκε ἡ πρωτεύουσα τῆς Παλαιστίνης Καισάρεια. Μετά ἀπό λίγο, ὅταν ἡ Χριστιανοί τῶν Ἱεροσολύμων ἐπληθύνθησαν, ἡ Ἐπισκοπή Ἱεροσολύμων ἐζήτησε ἀποκατάσταση τῆς παλαιᾶς αὐτῆς θέσεως. Ἔτσι δέ ἡ Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδος, διά τοῦ 7ου Κανόνος αὐτῆς, ὅριζε νά τιμᾶται ἰδιαιτέρως κατά τά ἄρχαῖα ἔθιμα ὁ Ἐπίσκοπος Αἰλίας, δηλαδή Ἱεροσολύμων, ἡ δέ Μητρόπολη Καισαρείας νά διατηρεῖ τό οἰκεῖο ἀξίωμα. Ἡ ἀσάφεια τῆς διατυπώσεως τοῦ Κανόνος προεκάλεσε διένεξη μεταξύ τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου καί τοῦ Ἀκα-κίου.
Ὁ τελευταῖος ἦταν σέ πλεονεκτική θέση λόγῳ τῆς ὑπο-στηρίξεως αὐτοῦ ἀπό τόν Ἀρειανό αὐτοκράτορα Κωνστάντιο (337-361 μ.Χ.) 34 , καί ἀφοῦ εὑρῆκε πρόφαση κατά τοῦ Ἁγίου Κυ-ρίλλου, ὅτι σέ καιρό λιμοῦ ἐπούλησε ἱερά κειμήλια καί ἀνα-θήματα, γιά νά προσφέρει τροφή στούς ἄπορους, καθαίρεσε τόν Ἅγιο διά Συνόδου, ἡ ὁποία συνῆλθε στά Ἱεροσόλυμα, τό ἔτος 357 μ.Χ., καί τόν ἀπομάκρυνε ἀπό ἐκεῖ 35 .
Ὁ Ἅγιος Κύριλλος ἐξορίσθηκε στήν Ταρσό τῆς Κιλικίας καί ἔγινε δεκτός ὑπό τοῦ ἐκεῖ Ἐπισκόπου Σιλβανοῦ, ὁ ὁποῖος ἀπέρριψε τήν ἀξίωση τοῦ Ἀκακίου νά διακόψει τήν ἐπικοινωνία τοῦ μέ τόν Ἅγιο. Ὡστόσο ὁ Ἅγιος Κύριλλος ἐζητοῦσε νά διε-ρευνηθεῖ ἡ ὑπόθεσή του ἀπό μεγαλύτερη Σύνοδο. Πράγματι, ἡ Σύνοδος, ἡ ὁποία συνῆλθε, τό ἔτος 359 μ.Χ., στά Ἱεροσόλυμα, τόν ἀποκατέστησε καί τόν ἀθώωσε, ἀλλά ὁ Ἀκάκιος, ἀφοῦ κατέφυγε στήν Κωνσταντινούπολη, ἐματαίωσε τίς ἀποφάσεις αὐτῆς δι' ἄλλης Συνόδου, ἡ ὁποία συνῆλθε, τό ἔτος 360 μ.Χ., στήν Κωνσταντινούπολη, καί ἐπεκύρωσε τήν καθαίρεση καί ἐξορία τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου 36.
Ὁ Ἅγιος Κύριλλος ἐπέστρεψε στήν ἕδρα του, ὅπως καί οἱ λοιποί ἐξόριστοι Ἐπίσκοποι, τό ἔτος 361 μ.Χ., ἐπί αὐτοκράτορος Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου, ὁ ὁποῖος θέλοντας νά ἔχει κοντά του ὅλους τούς ἐχθρούς τοῦ αὐτοκράτορος Κωνσταντίου, ἀνε-κάλεσε τούς ἐξόριστους Ἀρχιερεῖς. Ὁ Ἅγιος αἰσθανόταν τήν ἀνάγκη νά ἐπιδοθεῖ στή διαποίμανση τοῦ ποιμνίου του. Ἀλλά μετά τό θάνατο τοῦ Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου, στίς 26 Ἰουλίου 363 μ.Χ., ἐξορίσθηκε πάλι ἀπό τόν αὐτοκράτορα Οὐάλη (364-378 μ.Χ.) γιά ἕνδεκα χρόνια καί ἐπανῆλθε στά Ἱεροσόλυμα μετά τό θάνατο τοῦ αὐτοκράτορος, τό ἔτος 378 μ.Χ.
Ὁ Ἅγιος Κύριλλος ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 387 μ.Χ.
Τό κύριο ἔργο του εἶναι οἱ Κατηχήσεις , οἱ ὁποῖες ἐκφω-νήθηκαν κατά τή διάρκεια τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς καί τῆς Διακαινησίμου τοῦ ἔτους 348 μ.Χ. στή βασιλική τῆς Ἀνα-στάσεως. Σκοπός τῶν Κατηχήσεων εἶναι ἀφ' ἑνός μέν ἡ εἰσα-γωγή τῶν Κατηχουμένων στίς θεμελιώδεις διδασκαλίες τῆς πίστεως καί τοῦ ἠθικοῦ βίου τῶν Χριστιανῶν, ἀφ' ἑτέρου δέ ἡ φανέρωση τῶν Μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας στούς Νεοβαπτι-σθέντες. Ἡ ἀξία τῶν Κατηχήσεων τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου εἶναι ἀνυπολόγιστη. Κανένα ἔργο πρό αὐτοῦ δέν ἐμφανίζει μέ τόση παραστατικότητα σχεδόν ὅλο τό τελετουργικό τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τό μυστηριακό καί ἁγιαστικό σύστημα μέ κατα-πλήσσουσα ὁμοιότητα πρός τά μέχρι σήμερα τελούμενα στό ναό, ὥστε δικαιολογημένα νά θεωροῦμε ὅτι οἱ Κατηχήσεις τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου ἀποτελοῦν ἔκτυπο ἀναπαράσταση καί στήν πράξη διατήρηση αὐτῆς ταύτης τῆς Ἀποστολικῆς Τελετουργι-κῆς Παραδόσεως. Ὁ Ἅγιος ἔγραψε, ἐπίσης, διάφορους ὀρθόδο-ξους ὕμνους κατά τῶν Ἀρειανῶν, πού δέν σώζονται.
Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τή μνήμη του στίς 18 Μαρτίου.
ΑΓΙΟΣ ΙΛΑΡΙΟΣ, ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΠΙΚΤΩΝΩΝ
Ὁ Ἅγιος Ἱλάριος καταγόταν ἀπό τή Γαλλία καί ἐγεν-νήθηκε κατά τόν Δ΄ αἰώνα μ.Χ. στήν πόλη Πικτάβιον ( Poi - tiers )37. Οἱ γονεῖς του ἦσαν εἰδωλολάτρες καί ἐκεῖνος μετε-στράφη πρός τόν Χριστό καί ἔγινε Ἐπίσκοπος τῆς γενέτειράς του. Τό ἔτος 356 μ.Χ. ἐξορίσθηκε ἀπό τόν αὐτοκράτορα Κωνστά-ντιο (337-361 μ.Χ.) στή Φρυγία γιά τά ὀρθόδοξα φρονήματά του. Στήν ἐξορία, ὅπου ἔμεινε γιά τέσσερα συνεχῆ ἔτη, ἔγραψε τό « Περί τῆς Τριάδος» ἔργο του καί τό « Περί Συνόδων» , τό ὁποῖο ἀπηύθηνε πρός τούς Χριστιανούς τῆς Δύσεως, γιά νά πληροφο-ρήσει αὐτούς περί τῶν ἀγώνων τῶν Ὀρθοδόξων τῆς Ἀνατολῆς κατά τοῦ Ἀρειανισμοῦ.
Ὁ Ἅγιος ἔλαβε μέρος στή Σύνοδο τῆς Σελευκείας τῆς Ἰσαυρίας, τό 359 μ.Χ., καί μετεῖχε τῆς ἐπιτροπῆς τῶν Ἐπισκό-πων, οἱ ὁποῖοι ἀπεστάλησαν ἀπό τή Σύνοδο στήν Κωνστα-ντινούπολη, μέ σκοπό νά γνωρίσουν στόν αὐτοκράτορα τίς ἀποφάσεις αὐτῆς. Ὁ Ἅγιος ἐζήτησε ἰδιαίτερη ἀκρόαση ἀπό τόν αὐτοκράτορα, ἀλλά δέν ἔγινε δεκτός καί ἐκδιώχθηκε. Ἐπα-νῆλθε στή Γαλλία, ὅπου καί συνέχισε τούς ἀγῶνες του κατά τῶν αἱρετικῶν καί τή δράση του ὑπέρ τῆς Ὀρθοδοξίας. Στή Σύνοδο τῶν Παρισίων, πού ἔγινε τό ἔτος 361 μ.Χ., ὁ Ἅγιος Ἱλάριος κατόρθωσε νά ἀναθεματισθοῦν οἱ Ἀρειανοί καί οἱ ἀρχηγοί τους στή Δύση Αὐξέντιος, Οὐρσάκιος, Οὐάλης καί Σα-τουρνῖνος, καί νά ἀναγνωρισθεῖ τό κῦρος τῶν ἀποφάσεως τῆς Α´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἀπό τή Γαλλία ὁ Ἅγιος μετέβη στήν Ἰταλία, ὅπου, τό ἔτος 364 μ.Χ., προήδρευσε τῆς Συνόδου τῶν Μεδιολάνων καί καταπολέμησε τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο τῆς πό-λεως αὐτῆς Αὐξέντιο.
Ὁ Ἅγιος Ἱλάριος ἐκοιμήθηκε ὁσίως μέ εἰρήνη μεταξύ τῶν ἐτῶν 366-368 μ.Χ. καί θεωρεῖται μεταξύ ἀπό τούς πρώτους μελωδούς τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας, διαδεχθείς τόν Λακτάντιο (303 μ.Χ.) 38 .
Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τή μνήμη του στίς 13 Ἰανουαρίου.
ΑΓΙΟΣ ΒΙΚΤΩΡΙΝΟΣ ΦΑΒΙΟΣ ΜΑΡΙΟΣ
Ὁ Ἅγιος Βικτωρίνος (Φάβιος Μάριος), ἴσως ἑλληνικῆς καταγωγῆς, ἐμαρτύρησε τό 304 μ.Χ., ἐπί αὐτοκράτορος Διοκλη-τιανοῦ. Ὑπό τοῦ Ἁγίου Ἱερωνύμου χαρακτηρίζεται ὡς ἐκκλη-σιαστικός ἄνδρας σπουδαίας μορφώσεως, ὁ ὁποῖος συνέγραψε ὑπομνήματα στή Γένεση, Ἔξοδο, Λευϊτικό, Ἡσαῒα, Ἰεζεκιήλ, Ἀββακοῦμ. Ἐκκλησιαστή, Ἄσμα Ἀσμάτων, Ἀποκάλυψη, ἔργο κατά πασῶν τῶν αἱρέσεων καί λαμπρούς ὕμνους. Θεωρεῖται ὁ ἀρχαϊκότερος Λατίνος ἐκκλησιαστικός συγγραφεύς ἀπό ὅσους ἀσχολήθηκαν μέ τήν συστηματική ἑρμηνεία τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Ἀπό τό πολυσχιδές ἔργο του διασώθηκε τό ὑπόμνημά του στήν Ἀποκάλυψη 39.
Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τή μνήμη του στίς 2 Νοεμβρίου.

11 Μιχαήλ Συγγέλου, Πρεσβυτέρου Ἱεροσολύμων, Ἐγκώμιον εἰς τόν Ἅγιον Διονύ-σιον , P . G . 4, 621.
12 Νικηφόρου Καλογερᾶ, Ἀρχιεπισκόπου Π. Πατρῶν, Λόγος πανηγυρικπος εἰς τόν Ἅγιον Διονύσιον τόν Ἀρεοπαγίτην, πολιοῦχον τῶν Ἀθηνῶν , ἐν «Ἀκολουθία πλήρης τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγείτου...» , ἐν Ἀθήναις 1894, σελ. 22.
13 Πράξ. 17, 32-34.
14 Μαρτύριον (ὑπό Μεθοδίου ἤ Μητροδώρου;), P . G . 4, 672.
15 «Ἐπί τούτοις καί τόν Ἀρεοπαγίτην ἐκεῖνον, Διονύσιος ὄνομα αὐτῷ, ὅν ἐν Πράξεσι μετά τήν ἐν Ἀρείῳ Πάγῳ πρός Ἀθηναίους Παύλου δημηγορίαν, πρῶτον πιστεῦσαι ἀνέγραψεν ὁ Λουκᾶς, τῆς ἐν Ἀθήναις Ἐκκλησίας πρῶτον Ἐπίσκοπον, ἀρχαίων τις ἕτερος Διονύσιος τῆς Κορινθίων παροικίας ποιμήν ἱστορεῖ γεγονέναι» , Ἐκκλησ. Ἱστορία, ΙΙΙ, 4, 40, P . G . 20, 221.
16 Εὐγενίου Βουλγάρεως, Ἑκατονταετηρίς τῶν ἀπό Χριστοῦ Σωτῆρος ἐνανθρωπήσαντος ἡ πρώτη κατά χρονικήν περίοδον ἐν ἐπιτομῇ... , Λειψία 1805, σελ. 155. Αὐτό ἀναφέρει καί τό Συναξάριον τῆς Κωνσταντινουπόλεως.
17 Π.Β. Πάσχου, Ὁ Ἅγιος Διονύσιος, ὁ Ἀρεοπαγίτης, Ὑμναγιολογικές προσεγγίσεις , ἀνάτυπον ἐκ τοῦ περιοδικοῦ «Θεολογία», τόμος ΞΔ΄ [1993], τεῦχος Γ΄, σελ. 496.
18 Ἰουστίνου Μάρτυρος, Ἀπολογία Α΄ , κεφ. 67, 6, Β.Ε.Π.Ε.Σ., τόμος 3 ος, σελ. 198.
19 Ἰουστίνου Μάρτυρος, Ἀπολογία Α΄ , κεφ. 66, 1, Β.Ε.Π.Ε.Σ., τόμος 3 ος , σελ. 197.
20 Ὅπ. π., σελ. 194.
21 Ὁ Μᾶρκος Αὐρήλιος καί ὁ Ρουστικός ἦσαν Στωϊκοί φιλόσοφοι, οἱ ὁποῖοι, ἐνῶ μποροῦσαν, δέν κατέβαλαν προσπάθεια νά κατανοήσουν τό πνεῦμα τοῦ Χριστιανισμοῦ ἤ τουλάχιστον νά ἀναγωρίσουν τήν ἀθωότητα τῶν Χριστιανῶν, ἀλλ' ἀφέθηκαν νά ρυμουλκηθοῦν ἀπό τήν ἁρπαγή τῆς Ρωμαϊκῆς ἀπολυταρχίας.
22 Ἔλεγχος 3,3,.
23 Παναγιώτου Κ. Χρήστου, Ἡ ὑμνογραφία τῆς Ἀρχαϊκῆς Ἐκκλησίας, Θεσσαλονίκη 1959, σελ. 19-20.
24Μυριόβιβλος 118.
25 Ἐκκλησιαστική Ἱστορία 7,1.
26 De vir . ill 54.
27 Περί μέτρων καί σταθμῶν 18.
28 P . G . 10, 231-236.
29 P . G . 35, Λόγος 21.
30 P . G . 35, Λόγος 21.
31 Σωκράτους, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία 2, 38, P.G. 67, 324. Σωζομένου, Ἐκκλη-σιαστική Ἱστορία 4, 20, P.G. 67, 1173.
32 Θεοδωρήτου, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία 2, 22, P.G. 82, 1064.
33 Θεοδωρήτου, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία 5, 9, Ἐπιστολή πρός Δάμασον καί τούς Δυτικούς , P.G. 82, 1217.
34 Ὁ Ἅγιος Κύριλλος, σέ σωζόμενη ἐπιστολή του πρός τόν αὐτοκράτορα Κων-στάντιο, γνωστοποιεῖ στό βασιλέα τό θαῦμα, τό ὁποῖο ἔγινε κατά τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, στίς 7 Μαῒου 351 μ.Χ. Γιγαντιαῖος Σταυρός ἐμφανίσθηκε ἐπάνω ἀπό τό Γολγοθᾶ καί μέχρι τό ὄρος τῶν Ἐλαιῶν. Δέν ἐπέρασε γρήγορα, ἀλλά παρέμεινε ἐπί ὧρες καί κατέστη ὁρατός ἀπό ὅλο τόν κλῆρο καί τό λαό, Χριστιανικό καί μή, πού ἐπλημμύρισε ἀπό φόβο ἀνάμικτο μέ χαρά (Σωζομένου, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία 4, 5, P>G. 67, 1117). .
35 Σωζομένου, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία 2, 22, P.G. 82, 1065.
36 Σωκράτους, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία 2, 39, P.G. 67.
37 Ρωμαϊκό Μαρτυρολόγιο, σελ. 10. Ἐμμανουήλ Γ. Παντελάκη, Ἱλάριος , Μεγάλη Ἑλληνική Ἐγκυκλοπαιδεία, τόμος 12 ος , Ἀθῆναι, 1930, σελ. 952.
38 Λακτάντιος: Λούκιος Καίλιος Φιρμιναός. Ἐγεννήθηκε πιθανώτατατ στήν Ἀφρική περί τό 260 μ.Χ. Οἱ γονεῖς του ἦσαν ἐθνικοί, ὁ ἴδιος ὅμως ἀσπάσθηκε τόν Χριστιανισμό. Γιά τό λεπτό γλωσσικό αἴσθημα καί τό ἐκλεκτό ὕφος του ἀποκλή-θηκε «Χριστιανός Κικέρων». Ἕνεκα τῆς φήμης του ὡς ρητοροδιδασκάλου προ-σκλήθηκε ἀπό τόν Διοκλητιανό, γιά νά διδάξει ρητορική στή νέα πρωτεύουσα τοῦ κράτους του, τή Νικομήδεια τῆς Βιθυνίας. Ὅταν ἐξέσπασε ὁ διωγμός (303 μ.Χ.) ἀναγκάσθηκε νά ἐγκαταλείψει τή θέση τοῦ διδασκάλου καί ἀνεχώρησε ἀπό τή Βιθυνία. Περί τό ἔτος 317 μ.Χ., σέ βαθύ γῆρας, προσκλήθηκε ἀπό τόν Μέγα Κωνσταντίνο στή Γαλλία ὡς διδάσκαλος τοῦ υἱοῦ του Κρίσπου.
39 Cod . Ottob . lat . 3288 A , Αποστολική Βατικανή Βιβλιοθήκη.