Δευτέρα 15 Ιανουαρίου 2024

Ένας Άγιος μας οδηγεί στου... Ουρανού το στάδιο-Νώντας Σκοπετέας(Άγ,Ιουσ...

Τετάρτη 7/12: " Όσιος Ιουστίνος Πόποβιτς η προσφορά και οι διάδοχοι το...

Ευχή είς τόν Κύριο Αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς

Διδαχές Αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς (Σερβίας)

Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ - ΑΓΙΟΣ ΙΟΥΣΤΙΝΟΣ Ο ΠΟΠΟΒΙΤΣ | Η Φωνή Των Πατέρων

Ολα αρχίζουν εδώ-Αγιος Ιουστίνος Πόποβιτς

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΕ ΤΟΝ ΘΕΟ ΣΕ ΘΑΝΑΤΟ - ΑΓΙΟΣ ΙΟΥΣΤΙΝΟΣ Ο ΠΟΠΟΒΙΤΣ | Η...

Ιουστινου Ποποβιτς Τι ειναι η Ευρωπη

Ούτε η πίστη είναι δικό μας κατόρθωμα! (Αγ. Ιουστίνου Πόποβιτς)


Μόνο η χωρίς όρια Θεϊκή παν-αγαθότης του Χριστού είχε και την αγάπη και την δύναμη να σώσει τον κόσμο. Πράγματι, με την δύναμη του Χριστού, οι ψυχικά νεκροί αναζωογονούνται, ανασταίνονται και ανυψώνονται στην αιώνια Θεϊκή ζωή, πάνω απ’ όλες τις Θεϊκές ουράνιες δυνάμεις.

Από την αρχή μέχρι το τέλος η σωτηρία είναι δώρο της παναγαθότητος του Θεού και σε καμιά περίπτωση δημιούργημα των ανθρώπινων προσπαθειών, των ανθρώ­πινων δυνάμεων και των ανθρώπινων έργων.

Όλη η Θεανθρώπινη οικονομία της σωτηρίας, όλες οι ένθεες Θεανθρώπινες δυνάμεις, τις οποίες ο Κύριος έφερε σε αυτήν, και όλα τα καλά, τα αγαθά και τα δώρα που μας δώρισε με την σωτηρία, αποτελούν και την χάρη της σωτηρίας. Γι’ αυτό το ευαγγέλιο του Σωτήρα, το «σωτηριώδες» ευαγγέλιο, ονομάζεται «ευαγγέλιο της χά­ριτος του Θεού» (Πράξ. Απ. 20,24). Σε αυτή την θαυμαστή «χάρη» μας έχει φέρει (ο Χριστός) και έχουμε σταθεί με την πίστη και με τίποτε άλλο «την προσαγωγήν εσχήκαμεν τη πίστει» (Ρωμ. 5,2), ούτε με τη γνώση, ούτε με την κατοχή διαφόρων πραγμάτων, ούτε με την επιστήμη, ούτε με τον πλούτο, ούτε με τα αξιώματα και τις θέσεις, ούτε με τίποτε άλλο. Και την πίστη μπορεί να την έχει ο κάθε άνθρωπος, μόνο αν θέλει, εξαρτάται δηλαδή μόνο από τη δική του καλή θέληση (Α΄ Τιμ. 1,16). Αλλά μόνο επειδή είμαστε με τον Χριστό «υπό χάριν» (Ρωμ. 6,14), γι’ αυτό και κάνουμε τον αγώνα της ελεύθερης πίστης μας, φωτιζόμενοι και ενισχυόμενοι από την χάρη. Γι’ αυτό και ο άγιος Απόστολος ευαγγελίζεται «τη γαρ χάριτι έστε σεσωσμένοι διά της πίστεως· και τούτο ουκ εξ’ υμών, Θεού το δώρον, ουκ εξ έργων, ίνα μη τις καυχήσηται». Δεν υπάρχει ανθρώπινο έργο που θα μπορούσε να σώσει το ανθρώπινο γένος από τον θάνατο και τον διάβολο. Μα και αν ακόμα όλα τα ανθρώπινα έργα είχαν αυτόν τον σκοπό και γίνονταν ένα τεράστιο έργο, πάλι δεν θα μπορούσαν να κάνουν τίποτε,

Η σωτηρία μας από την αμαρτία, το θάνατο και το διάβολο, ξεπερνά όλες τις ανθρώπινες δυνάμεις και όλα τα ανθρώπινα έργα. Αυτό, ολοκληρωτικά, τέλεια και με κάθε πληρότητα, είναι έργο της παν-αγαθότητας, παν-αγάπης και παντοδυναμίας του Κυρίου Ιησού Χριστού. Και έτσι οι άνθρωποι δεν έχουν δίκιο να «καυχώνται» για κανένα έργο τους, είτε προσωπικό, είτε συλλογικό. Γιατί, για την σωτηρία δεν σημαίνουν τίποτε, ούτε η κουλτούρα, ούτε ο πολιτισμός, ούτε η επιστήμη, ούτε η τεχνολογία, ούτε η φιλοσοφία, ούτε η τέχνη.

Πράγματι, όλα αυτά είναι υπερβολικά αδύνατα, απέναντι στην τρομερή πραγματικότητα του θανάτου. Μόνο μία ανθρώπινη πράξη έχει εδώ αξία και αυτή είναι η πίστη στον Θεάνθρωπο, πίστη στο έργο της σωτηρίας, που Αυτός πραγματοποίησε και αδιάκοπα πραγματοποιεί. Συνεπώς η πίστη, είναι η συνεισφορά μας, η συμβολή μας στο έργο της σωτηρίας μας, της σωτηρίας μας από την αμαρτία, το θάνατο και το διάβολο. Για να τελειοποιηθεί το έργο της σωτηρίας μας απαραίτητη είναι η Χάρη του Θεού.

Ο Θεανθρώπινος αγώνας του Χριστού για την σωτηρία μας, είναι χωρίς όρια, είναι τόσο τεράστιος, τόσο «μέγας» ώστε η πίστη μας να είναι πάντα μικρή, πάντα ελάχιστη, πάντα λυμφατική, για να γίνει «κατανοητός και αντιληπτός» (αυτός ο αγώνας). Γι’ αυτό και συχνά με τους Αποστόλους παρακαλούμε «Κύριε πρόσθες ημίν πίστιν» (Λουκ. 17,5) και «ενίοτε» απελπισμένα φωνάζουμε «πιστεύω, Κύριε βοήθει μου τη απιστία» (Μάρκ. 9,24). Η πίστη μας σε όλες τις βαθμίδες είναι πάντα «κατά την ενέργεια του κράτους της ισχύος αυτού» (Εφεσ. 1,19). «Για να μη σε αφήσει να υπερηφανευθείς, λέγει ο ιερός Χρυσόστομος, κοίταξε πως σε ταπεινώνει «τη γαρ χάριτι έστε σεσωσμένοι», λέγει «διά πίστεως». Ύστερα πάλι, για να μη καταστρέψει το αυτεξούσιο, πρόσθεσε και την δίκη μας συμβολή και πάλιν αναιρεί αυτήν και λέγει «και τούτο ουκ εξ’ ημών». Ούτε η πίστη, λέγει, είναι δικό μας έργο. Γιατί αν δεν ερχόταν, αν δεν προσκαλούσε, πώς θα μπορούσαμε να πιστεύσουμε; Γιατί «πώς» λέγει «πιστεύσουσιν» εάν μη ακούσωσιν;» (Ρωμ. 10,14). Ώστε, ούτε η πίστη είναι δικό μας κατόρθωμα. «Θεού» λέγει «το δώρον». Αλλά μήπως ήταν αρκετή η πίστη για να σώσει; λέγει. Αλλά για να μη μας σώσει χωρίς εμείς καθόλου να συμπράξουμε, για να μην είμαστε τελείως αργοί, λέγει, Ότι αυτήν (την πίστη), εζήτησε ο Θεός. Είπε, ότι η πίστη σώζει. Επειδή θέλησε ο Θεός, γι’ αυτόη πίστη έσωσε. Γιατί, ειπέ μου, πού σώζει η πίστη χωρίς έργα; Τούτο είναι δώρο του Θεού, «ίνα μη τις καυχήσεται» (Εφεσ. 2,9), για να μας κάνει ευγνώμονες για την χάρη. Τί δηλαδή; λέγει. Αυτός εμπόδισε να δικαιωθούμε από τα έργα; Καθόλου· αλλά κανένας, λέγει, δεν δικαιώθηκε από τα έργα, για να φανερωθεί η χάρη και η φιλανθρωπία του Θεού. Δεν μας απομάκρυνε, ενώ είχαμε έργα, αλλά επειδή εγκαταλειφθήκαμε από τα έργα, μας έσωσε με την χάρη, ώστε κανένας λοιπόν να μη μπορεί να καυχιέται» (Ιερού Χρυσοστόμου, Λόγος Δ’ προς Εφεσίους).

«Τη γαρ χάριτι έστε σεσωσμένοι διά της πίστεως» και αυτό δεν είναι από μας. Από μας είναι η πίστη, αλλά αιτία και πηγή της είναι ο Θεός. Γιατί αν δεν ενσαρκωνόταν Αυτός, πώς ήταν δυνατό εμείς να πιστέψουμε; Γιατί «έχει λε­χθεί» «πώς θα πιστεύσουν αν δεν ακούσουν;». Γι’ αυτό και ο άγιος Απόστολος ονομάζει την πίστη έργο Θεού. Και η πίστη είναι ακόμη δώρο Θεού, γιατί «καθ’ εαυτή» δεν μπορεί να σώσει (τον άνθρωπο) αν ο Θεός δεν ήθελε να τον σώσει. Έτσι λοιπόν, η πίστη μας είναι περισσότερο δώρο Θεού, όπως δώρο Θεού είναι και η σωτηρία «διά της πίστεως». «Ούτε από έργο μπορεί και πρέπει κανείς να καυχηθεί». Όχι γιατί ο Θεός δεν θα ήθελε να σώσει με τα έργα, αλλά γιατί κανένας δεν μπορεί να σωθεί με τα έργα, αν δεν υπάρχει η πίστη. Εξαιτίας αυτού, σε καμιά περίπτωση, κανένας δεν μπορεί να σωθεί με τα έργα. Λοιπόν ας μη καυχιέται» (Οικούμενιος).

 

(Αγ. Ιουστίνου Πόποβιτς, «Προς Εφεσίους Επιστολή Απ. Παύλου», εκδ. Βασ. Ρηγόπουλου, Θεσ/νίκη, σ.86-89)

Πηγή: fdathanasiou.wordpress.com

Ἐγὼ εἶμαι ἡ Ἀνάσταση καὶ ἡ Ζωή (Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς)

 

26 Απριλίου 2022

Ἐὰν ὑπάρχει μιὰ ἀλήθεια στὴν ὁποία θὰ μποροῦσαν νὰ συνοψισθοῦν ὅλες οἱ εὐαγγελικὲς ἀλήθειες, ἡ ἀλήθεια αὐτὴ θὰ ἦταν ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ἀκόμη, ἐὰν ὑπάρχει μιὰ πραγματικότητα στὴν ὁποία θὰ μποροῦσαν νὰ συνοψισθοῦν ὅλες οἱ καινοδιαθηκικὲς πραγματικότητες, ἡ πραγματικότητα αὐτὴ θὰ ἦταν ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Μόνο στὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ἐξηγοῦνται ὅλα τὰ θαύματά Του, ὅλες οἱ ἀλήθειές Του, ὅλα τὰ λόγια Του, ὅλα τὰ γεγονότα τῆς Καινῆς Διαθήκης.



Μέχρι τὴν ἀνάστασή Του ὁ Κύριος δίδασκε γιὰ τὴν αἰώνια ζωή, ἀλλὰ μὲ τὴν ἀνάστασή Του ἔδειξε ὅτι ὁ Ἴδιος ὄντως εἶναι ἡ αἰώνια ζωή. Μέχρι τὴν ἀνάστασή Του δίδασκε γιὰ τὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, ἀλλὰ μὲ τὴν ἀνάστασή Του ἔδειξε ὅτι ὁ Ἴδιος εἶναι πράγματι ἡ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν. Μέχρι τὴν ἀνάστασή Του δίδασκε ὅτι ἡ πίστη σ’ Αὐτὸν μεταφέρει ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν, ἀλλὰ μὲ τὴν ἀνάστασή Του ἔδειξε ὅτι ὁ Ἴδιος νίκησε τὸ θάνατο καὶ ἔτσι ἐξασφάλισε στοὺς θανατωμένους ἀνθρώπους τὴ μετάβαση ἐκ τοῦ θανάτου στὴν ἀνάσταση.

Μὲ τὴν ἁμαρτία ὁ ἄνθρωπος ἔγινε θνητὸς καὶ πεπερασμένος· μὲ τὴν ἀνάσταση τοῦ Θεανθρώπου γίνεται ἀθάνατος καὶ αἰώνιος. Σ’ αὐτὸ δὲ ἀκριβῶς ἔγκειται ἡ δύναμη καὶ τὸ κράτος καὶ ἡ παντοδυναμία τῆς τοῦ Χριστοῦ ἀναστάσεως. Καὶ γιὰ αὐτὸ χωρὶς τὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ δὲν θὰ ὑπῆρχε κἄν ὁ Χριστιανισμός. Μεταξὺ τῶν θαυμάτων ἡ ἀνάσταση τοῦ Κυρίου εἶναι τὸ μεγαλύτερο θαῦμα. Ὅλα τὰ ἄλλα θαύματα πηγάζουν ἀπὸ αὐτὸ καὶ συνοψίζονται σ’ αὐτό. Ἀπ’ αὐτὸ πηγάζουν ἡ πίστη καὶ ἡ ἀγάπη καὶ ἡ ἐλπίδα καὶ ἡ προσευχὴ καὶ ἡ θεοσέβεια. Αὐτὸ εἶναι ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο καμία ἄλλη θρησκεία δὲν ἔχει· αὐτὸ εἶναι ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο ἀνυψώνει τὸν Κύριο ὑπεράνω ὅλων τῶν ἀνθρώπων καὶ τῶν θεῶν. Αὐτὸ εἶναι ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο κατὰ τρόπο μοναδικὸ καὶ ἀναμφισβήτητο δείχνει καὶ ἀποδεικνύει ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι ὁ μόνος ἀληθινὸς Θεὸς καὶ Κύριος σὲ ὅλους τοὺς ὁρατοὺς καὶ ἀόρατους κόσμους.

Τὸ ὅτι ὁ ἄνθρωπος πιστεύει ἀληθινὰ στὸν Ἀναστάντα Κύριο τὸ ἀποδεικνύει μὲ τὸ νὰ ἀγωνίζεται κατὰ τῆς ἁμαρτίας καὶ τῶν παθῶν καὶ ἐὰν μὲν ἀγωνίζεται, πρέπει νὰ γνωρίζει ὅτι ἀγωνίζεται γιὰ τὴν ἀθανασία καὶ τὴν αἰώνια ζωή. Ἐὰν ὅμως δὲν ἀγωνίζεται, τότε μάταιη ἡ πίστη του! Διότι, ἐὰν ἡ πίστη τοῦ ἀνθρώπου δὲν εἶναι ἀγώνας γιὰ τὴν ἀθανασία καὶ τὴν αἰωνιότητα, τότε τί εἶναι; Ἐὰν μὲ τὴν πίστη στὸ Χριστὸ δὲν φθάνει κανεὶς στὴν ἀθανασία καὶ τὴν ἐπὶ τοῦ θανάτου νίκη, τότε πρὸς τί ἡ πίστη μας; Ἐὰν ὁ Χριστὸς δὲν ἀναστήθηκε, τοῦτο σημαίνει ὅτι ἡ ἁμαρτία καὶ ὁ θάνατος δὲν ἔχουν νικηθεῖ. Ἐὰν δὲ δὲν ἔχουν αὐτὰ τὰ δύο νικηθεῖ, τότε γιατί νὰ πιστεύει κανεὶς στὸ Χριστό; Ἐκεῖνος ὅμως ὁ ὁποῖος μὲ τὴν πίστη στὸν Ἀναστάντα Χριστὸ ἀγωνίζεται ἐναντίον κάθε ἁμαρτίας του, αὐτὸς ἐνισχύει σιγὰ-σιγὰ μέσα του τὴν αἴσθηση ὅτι ὁ Κύριος πραγματικὰ ἀναστήθηκε, ἄμβλυνε τὸ κέντρο τοῦ θανάτου, νίκησε τὸ θάνατο σὲ ὅλα τὰ μέτωπα τῆς μάχης.

Χωρὶς τὴν ἀνάσταση δὲν ὑπάρχει οὔτε στὸν οὐρανὸ οὔτε κάτω ἀπὸ τὸν οὐρανὸ τίποτε πιὸ παράλογο ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτὸ οὔτε μεγαλύτερη ἀπελπισία ἀπὸ τὴ ζωὴ αὐτή, δίχως ἀθανασία. Σ’ ὅλους τοὺς κόσμους δὲν ὑπάρχει περισσότερο δυστυχισμένη ὕπαρξη ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, ποὺ δὲν πιστεύει στὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν. Γι’ αὐτό, γιὰ τὴν ἀνθρώπινη ὕπαρξη, ὁ Ἀναστημένος Κύριος εἶναι τὰ «πάντα ἐν πᾶσιν» σ’ ὅλους τοὺς κόσμους: ὅ,τι τὸ Ὡραῖο, τὸ Καλό, τὸ Ἀληθινό, τὸ Προσφιλές, τὸ Χαρμόσυνο, τὸ Θεῖο, τὸ Σοφό, τὸ Αἰώνιο. Αὐτὸς εἶναι ὅλη ἡ Ἀγάπη μας, ὅλη ἡ Ἀλήθειά μας, ὅλη ἡ Χαρά μας, ὅλο τὸ Ἀγαθό μας, ὅλη ἡ Ζωή μας, ἡ Αἰωνία Ζωὴ σὲ ὅλες τὶς αἰωνιότητες καὶ ἀπεραντοσύνες.

 Πηγή: agiazoni.gr

ΑΓΙΟΣ ΙΟΥΣΤΙΝΟΣ ΠΟΠΟΒΙΤΣ . Η ΖΩΗ ΤΟΥ.

Όσιος Ιουστίνος Πόποβιτς ο Ομολογητής και Φιλόσοφος Επίσκοπος πρ. Ζαχουμίου και Ερζεγοβίνης Αθανάσιος Γιέφτιτς Πεμπτουσία


Ο όσιος Ιουστίνος Πόποβιτς ο Ομολογητής (1894-1979)· ο φιλόσοφος του Αγίου Πνεύματος

Ο όσιος Ιουστίνος Πόποβιτς, υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους θεολόγους της εποχής μας και πνευματικός πατέρας της Εκκλησίας της Σερβίας και της Ορθοδοξίας. Όλη η βιοτή και το έργο του υπήρξε βίωση του Ευαγγελίου στην πράξη και μαρτυρία του ονόματος του Χριστού, συνεχής επιβεβαίωση ότι η σωτηρία της ανθρωπότητας βρίσκεται στο Ευαγγέλιο, που είναι ο ίδιος ο Χριστός.

iustpo2v2

Ο όσιος Ιουστίνος γεννήθηκε το 1894 την ημέρα του Ευαγγελισμού, στην πόλη Βράνιε στην Νότια Σερβία. Ο πατέρας του λεγόταν Σπυρίδων, η μητέρα του Αναστασία και προερχόταν από οικογένεια κληρικών αριθμούσα επτά διαδοχικές γενεές ιερέων. Έλαβε το όνομα Μπλάγκογιε, δηλαδή Ευάγγελος, ο αγγελιοφόρος της καλής και χαρμόσυνης αγγελίας (του Ευαγγελίου), λόγω της ημέρας της γεννήσεώς του. Όντως, όλη η επίγεια ζωή του υπήρξε ένα Ευαγγέλιο, μια αναγγελία του καλού και χαρμόσυνου μηνύματος του Ευαγγελίου. Παντού στα λόγια του και πάντα στην ζωή του ο όσιος Ιουστίνος το έλεγε και το ομολογούσε: κάθε ανθρώπινο όν, κάθε ανθρώπινη ύπαρξη, όπως και κάθε πλάσμα του Θεού, είναι ένα ακατάπαυστο Ευαγγέλιο, μια αναγγελία του Ευαγγελίου. «Και μόνο με το ότι δημιουργήθηκε κατ’ εικόνα του Θεού, κάθε άνθρωπος, και ιδιαίτερα ο άνθρωπος του Χριστού, είναι ένα ζωντανό Ευαγγέλιο του Θεού», έλεγε ο αββάς Ιουστίνος. Κάθε άνθρωπος επαναλαμβάνει το Ευαγγέλιο του Χριστού και γι’ αυτό ο Ευαγγελιστής Ιωάννης είπε ότι «έστι δε και άλλα πολλά όσα εποίησεν ο Ιησούς άτινα, εάν γράφηται καθ’ έν, ουδέ αυτόν οίμαι τον κόσμον χωρήσαι τα γραφόμενα βιβλία» (Ιωάν. 21, 25). Δηλαδή ο Χριστός σε κάθε άνθρωπο συνεχίζει να γράφει το Ευαγγέλιό Του.

Αφού τελείωσε την δευτεροβάθμια εκπαίδευση και το ιερατικό σεμινάριο στο Βελιγράδι (1905–1914), ο νεαρός Μπλάγκογιε προσελήφθη ως βοηθός νοσηλευτής στον Σερβικό στρατό στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Μετά από φοβερές μάχες το 1914-1915 και την ήττα του σερβικού στρατού από τις δυνάμεις της συμμαχίας Αυστροουγγαρίας, Γερμανίας και Βουλγαρίας, διασχίζει με τον συντετριμμένο εναπομείναντα σερβικό στρατό τα απόκρημνα βουνά μεταξύ Σερβίας και Αλβανίας, και φθάνει στο Σκούταρι, όπου λαμβάνει την μοναχική κουρά, την ημέρα της εορτής του Μεγάλου Βασιλείου (1η Ιανουαρίου 1916), με τις ευλογίες του Μητροπολίτου Δημητρίου της Σερβίας, ο οποίος είχε επίσης υποχωρήσει μαζί με τον βασιλέα Πέτρο Α΄ Καραγεώργεβιτς και την κυβέρνηση. Λαμβάνει το όνομα του αγίου Ιουστίνου, μάρτυρος και φιλοσόφου, δείχνοντας με αυτό την δίψα του για φιλοσοφία και μαρτύριο. Από το νησί της Κέρκυρας, όπου φιλοξενήθηκαν όλοι οι πρόσφυγες Σέρβοι, αποστέλλεται με μια ομάδα νέων Σέρβων φοιτητών, στην Ευρώπη και την Ρωσία για συνέχιση των σπουδών του.

Αφού πέρασε έξι μήνες στην Πετρούπολη, εν συνεχεία μεταβαίνει στην Οξφόρδη, όπου παραμένει μέχρι το τέλος του 1919 και τελειώνει σπουδές θεολογίας. Μετά την λήξη του πολέμου περατώνει τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, όπου λαμβάνει τον τίτλο του Διδάκτορος της Πατρολογίας υποστηρίζοντας την Διδακτορική του διατριβή: «Το πρόβλημα της προσωπικότητας και της γνώσεως κατά τον άγιον Μακάριον τον Αιγύπτιον». (Επανεκδόθηκε πρόσφατα σε απλούστερη γλώσσα μαζί με δύο άλλα παρόμοια κείμενά του με τον κοινό τίτλο «Οδός Θεογνωσίας» εκδ. Γρηγόρη). Κατά την ίδια περίοδο, εκδίδει επίσης το έργο του για τον Ντοστογιέφσκυ: «Η Φιλοσοφία και η Θρησκεία του Ντοστογιέφσκυ» (Βελιγράδι, 1923).

Μετά το πέρας των σπουδών του, ο όσιος Ιουστίνος διδάσκει Καινή Διαθήκη (Εισαγωγή και Ερμηνευτική), Πατρολογία και Δογματική στο ιερατικό σεμινάριο του αγίου Σάββα στο Σρέμσκι, Κάρλοβιτς, Πριζρένη και Μοναστήρι μέχρι το 1934. Κατά τα έτη 1931–1932, εργάζεται ως ιεραπόστολος στην Σλοβακία για την επιστροφή στην Ορθοδοξία των Σλοβάκων, που τους είχε πριν επιβληθεί η Ουνία. Το 1932 δημοσιεύει στην σερβική τον πρώτο τόμο της Δογματικής του. Το 1935 εκδίδεται ο δεύτερος τόμος της Δογματικής του και εκλέγεται καθηγητής της Δογματικής στην Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου του Βελιγραδίου, όπου και παραμένει μέχρι τον πόλεμο και την γερμανική κατοχή το 1941.

Οι διώξεις του από το κομμουνιστικό καθεστώς

Κατά την διάρκεια του πολέμου, συμμετέχει στο μαρτύριο του Σερβικού λαού και της Εκκλησίας του. Προς το τέλος του πολέμου διώκεται από τους κομμουνιστές, και καταφεύγει σε πτωχά, απόμακρα μοναστήρια, όπου καταφέρνει να συνεχίσει την αρξαμένη ήδη μετάφραση πατερικών και αγιολογικών κειμένων (Μέγα Συναξαριστή) και να συντάξει τα σχόλιά του στα Ευαγγέλια και τις επιστολές του Παύλου, τα οποία συνεχώς συμπλήρωνε και μετά τον πόλεμο και τα οποία εκδόθηκαν μεταξύ των ετών 1970-1978, σε πολλούς τόμους. Τελικά, με την επικράτηση στην εξουσία του κομμουνιστικού καθεστώτος στην Γιουγκοσλαβία το 1945, συλλαμβάνεται και φυλακίζεται, και παρ’ ολίγο να τουφεκισθεί ως «εχθρός του λαού» από το ολοκληρωτικό καθεστώς του Ιωσήφ Μπρόζ Τίτο και της απάνθρωπης ιδεολογίας του άθεου μαρξισμού, που κατέρρευσε τόσο τραγικά, βυθίζοντας εκ νέου τον σερβικό λαό και την ζωντανή Εκκλησία του σε μία άβυσσο δοκιμασιών. Στερημένος όλων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, πολιτικών και θρησκευτικών, ο όσιος Ιουστίνος ζούσε υπό επιτήρηση σ’ ένα μικρό γυναικείο μοναστήρι, στο Τσέλιε, κοντά στην πόλη Βάλιεβο της Σερβίας, μέχρι το τέλος της επίγειας ζωής του, το 1979. Κάθε μέρα τελούσε την Θεία Λειτουργία, και υπήρξε ο πνευματικός πατέρας των μοναζουσών, των ευλαβών πιστών και πολλών νέων φοιτητών, παραμένοντας ταυτόχρονα η «κεκρυμμένη συνείδησις της Σερβικής Εκκλησίας, αλλά και της μαρτυρικής Ορθοδοξίας εν γένει», όπως ελέχθη σχετικά από τον καθηγητή Πανεπιστημίου και Ακαδημαϊκό της Ακαδημίας Αθηνών, Ιωάννη Καρμίρη.

Στο μοναστήρι Τσέλιε, ο όσιος Ιουστίνος συνέχισε εκ νέου το δημιουργικό του έργο σ’ όλους τους τομείς της Θεολογίας: Ερμηνευτική, Πατρολογία, Λειτουργική, Ασκητική και Δογματική. Συνένωσε στον ίδιο του τον εαυτό, σ’ ένα βαθμό ο οποίος είναι σπάνιος στην εποχή μας, την καθολικότητα του ασκητικού βίου, της λειτουργικής ζωής και πράξεως και την ανανέωση της πατερικής παραδόσεως και θεολογίας. Λόγω των πνευματικών και θεολογικών διαστάσεων των έργων του, θεωρήθηκε ομόφωνα, ακόμη και κατά την διάρκεια της επί γής ζωής του, ως ο νέος πατήρ της Ορθοδόξου Εκκλησίας του Χριστού. Παράλληλα κήρυξε άφοβα στον λαό το Ευαγγέλιο του Θεανθρώπου Χριστού, το Ευαγγέλιο της σωτηρίας του ανθρώπου και του κόσμου. Έβγαινε, όταν μπορούσε, από τα τείχη του μοναστηριού για να πάει στις ενορίες και στις επισκοπές της Σερβίας, αλλά υπέστη για τον λόγο αυτό πολλές δοκιμασίες, διωγμούς, συλλήψεις, ανακρίσεις από την κομμουνιστική ηγεσία. Ο κλήρος και ο λαός τον αγαπούσε, τον σεβόταν και τον άκουγε με μεγάλη προθυμία.

Εννοείται ότι δεν του δόθηκε εκ νέου η δυνατότητα να διδάξει στο Πανεπιστήμιο, αλλά εδέχετο κρυφά πολλούς καθηγητές και φοιτητές του Πανεπιστημίου, και όχι μόνο θεολόγους, οι οποίοι ζητούσαν συνομιλίες και συμβουλές. Πολλοί από τους νέους απευθύνονταν σ’ αυτόν, γιατί ενδιαφερόταν για τα προσωπικά τους θέματα και για τα ζωτικά προβλήματα της σύγχρονης εποχής. Για τον λόγο αυτό είχε πολλούς μαθητές. Ο αββάς Ιουστίνος είχε επίσης πολλούς φίλους στην Ευρώπη και την Αμερική, οι οποίοι του προμήθευαν μυστικά πολλές πρόσφατες και σημαντικές εκδόσεις θεολογικών και φιλοσοφικών έργων. Δεν παρέμεινε αδιάφορος στα προβλήματα του σύγχρονου οικουμενισμού, και το ενδιαφέρον του αυτό αποδεικνύεται με το έργο του «Η Ορθόδοξος Εκκλησία και ο οικουμενισμός (στα σερβικά, ρωσσικά και ελληνικά, Θεσσαλονίκη 1974). Βεβαίως με πολλή προσοχή παρακολουθούσε την ζωή και συνεργασία των Ορθοδόξων εκκλησιών. Είναι γνωστό ότι έγραψε κριτικές παρατηρήσεις του στο θέμα και την θεματολογία της προετοιμαζόμενης αγίας και μεγάλης Συνόδου της Ορθοδοξίας.

Προ της τελευτής του, ολοκλήρωσε τον τρίτο τόμο της Δογματικής (εξεδόθη στα σερβικά  στο Βελιγράδι το 1978), και συμπλήρωσε την Ερμηνεία του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου. Το έργο του αββά Ιουστίνου περιλαμβάνει στο σύνολό του περίπου 40 τόμους, εκ των οποίων οι 30 έχουν ήδη εκδοθεί μέχρι σήμερα στα σερβικά. (Μεταξύ αυτών, τρεις έχουν εκδοθεί στα ελληνικά, δύο στα γαλλικά και ένας στα αγγλικά). Σε χειρόγραφο και σε μαγνητοσκοπημένες ταινίες, παραμένουν ακόμη περίπου δέκα τόμοι, εκ των οποίων τρεις τόμοι με τις ομιλίες του έχουν εκδοθεί στα σερβικά. Πρόκειται για μια σειρά ομιλιών στα Ευαγγέλια, στις Κυριακές του έτους, στην Μ. Τεσσαρακοστή, την Μ. Εβδομάδα, το Πάσχα, την Πεντηκοστή και τις κινητές εορτές.

Ο όσιος Ιουστίνος κοιμήθηκε εν ειρήνη ακριβώς την ημέρα των γενεθλίων του στα 85 του χρόνια, ημέρα του Ευαγγελισμού, την ίδια μέρα που ήλθε σ’ αυτό τον κόσμο, γράφοντας έτσι και με την γέννηση και με τον θάνατό του το Ευαγγέλιο, το καλό και χαρμόσυνο μήνυμα της ζωής και σωτηρίας. Κηδεύτηκε από ένα σημαντικό αριθμό επισκόπων και κληρικών και πλήθος ορθοδόξου λαού, ανθρώπους που προσήλθαν απ’ όλα τα έθνη, Σέρβους, Έλληνες, Ρώσους και Γάλλους, γιατί πολλοί μεταξύ αυτών, και ιδιαίτερα οι μοναχοί του Αγίου Όρους, τον θεωρούσαν άγιο. Μέχρι σήμερα έχουν ήδη ζωγραφισθεί αρκετές εικόνες του που υπάρχουν στην Σερβία, την Ελλάδα, την Αμερική και την Γαλλία, και μοναχοί του Αγίου Όρους έχουν συγγράψει τροπάρια και κοντάκια της Ακολουθίας του. Ο τάφος του, στο μοναστήρι Τσέλιε, έγινε τόπος προσκυνήματος για πολλούς ευλαβείς Ορθοδόξους, οι οποίοι έρχονται απ’ όλες τις Βαλκανικές χώρες και την Ευρώπη. Ήδη έχουν συμβεί αρκετά θαύματα και θεραπείες με τις προσευχές του. Ελπίζουμε ότι σύντομα θα ενταχθεί στον Συναξαριστή των αγίων της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Σερβίας.

Παρουσίαση της Δογματικής του Αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς στη Θεσσαλονίκη


Με την ευκαιρία της νέας εκδόσεως της Ιεράς Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου του Σέρβου Αγίου Ιουστίνου (Πόποβιτς) του Τσέλιε, «Δογματική – Ορθόδοξη Φιλοσοφία της Αληθείας», η Ιερά Μονή σε συνεργασία με τις εκδόσεις «Εν Πλω» διοργανώνουν εκδήλωση για την παρουσίαση του τόμου, η οποία θα πραγματοποιηθεί στην Θεσσαλονίκη την Τρίτη 7 Μαΐου 2019 και ώρα 7:00 μ.μ.στο Αριστοτέλειο Θέατρο.

Ο Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς είναι ένας από τους μεγαλύτερους θεολόγους της εποχής μας, πνευματικός πατέρας της Εκκλησίας της Σερβίας και όλης της Ορθοδοξίας, ομολογητής της πίστεως και φιλόσοφος του Αγίου Πνεύματος. Γεννήθηκε το 1894 ανήμερα του Ευαγγελισμού στην κωμόπολη Βράνιε της Νοτίου Σερβίας από ιερατική οικογένεια.Από την φύση του είχε φιλοσοφικό πνεύμα και διψούσε για την θεία και την ανθρώπινη γνώση. Σπούδασε στο Βελιγράδι, στην Αγία Πετρούπολη, στην Οξφόρδη, στην Αθήνα. Γνώριζε πολύ καλά οκτώ γλώσσες. Χρημάτισε καθηγητής του Πανεπιστημίου Βελιγραδίου. Διώχθηκε από το Πανεπιστήμιο το 1945 από το αθεϊστικό, ολοκληρωτικό καθεστώς που τότε κυβερνούσε στην Γιουγκοσλαβία. Στα συγγράμματά του που ανέρχονται σε 40 τόμους διακρίνεται έντονα η αγάπη του προς τον Θεάνθρωπο Χριστό, η Χριστοκεντρικότητα της διδασκαλίας του και η αγάπη και αφοσίωσή του στους Αγίους Πατέρες της Εκκλησίας. Κοιμήθηκε το 1979 ανήμερα του Ευαγγελισμού στην Μονή Τσέλιε, κλείνοντας με τον Ευαγγελισμό αυτόν τον επί γης βίο του, όπως και τον άρχισε. Στην Μονή Τσέλιε έζησε τα τελευταία συνεχή 28 χρόνια της ζωής του, ο τάφος του εκεί έχει γίνει τόπος προσκυνήματος για τουςΟρθοδόξους από όλο τον κόσμο. Το Πατριαρχείο Σερβίας τον Μάιο του 2010 κατάταξε επίσημα τον π. Ιουστίνο στο αγιολόγιο της Ορθοδόξου Εκκλησίας.

Η Δογματική του Αγίου Ιουστίνου, μολονότι χρησιμοποιήθηκε ως πανεπιστημιακό σύγγραμμα, είναι στην πραγματικότητα μία εμπειρική Δογματική, η οποία δείχνει στον πιστό την οργανική σχέση πίστεως και ζωής, πράξεως και θεωρίας. Είναι, όπως γράφει ο ίδιος, το «βιωμένο Ευαγγέλιο», το οποίο μπορεί να βιωθεί από κάθε πιστό, από την πιο απλή αμόρφωτη κατά κόσμον γριούλα έως και τον πιο ευφυή επιστήμονα. Η Δογματική αυτή αποτελεί ένα πολύ σημαντικό έργο για την καθολική και οικουμενική Ορθοδοξία.

Για τον Άγιο Ιουστίνο και την Δογματική του θα μιλήσουν ο Μητροπολίτης Μαυροβουνίου κ. Αμφιλόχιος, μαθητής του Αγίου Ιουστίνου, και ο Καθηγούμενος της Ι.Μ. Μονής Βατοπαιδίου Αρχιμ. Εφραίμ. Χορός Ψαλτών υπό την διεύθυνση του κ. Ιωάννου Χασανίδη θα ψάλει ύμνους από την Ακολουθία του Αγίου Ιουστίνου. Η εκδήλωση θα περατωθεί με την προβολή ντοκιμαντέρ για την ζωή και το πρόσωπο του Αγίου Ιουστίνου.

Στην αρχή της εκδήλωσης θα παρουσιαστεί και η νέα έκδοση των «Εν Πλω», το βιβλίο για τον Μακαριστό Πατριάρχη Σερβίας Παύλο «Έτσι να λάμψει το Φως – Λόγοι ποιμαντικής παρηγορίας», από τον Επίσκοπο Αθανάσιο (Γιέφτιτς) πρώην Ερζεγοβίνης.

Είσοδος ελεύθερη

Χορηγοί επικοινωνίας:
Διαδικτυακό Περιοδικό «Πεμπτουσία»
Διεθνές Πρακτορείο Εκκλησιαστικών Ειδήσεων «Ορθοδοξία»

Λόγοι Αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς.

 

 

Advertisements
Report this adΑπόρρητο

 

Στό ὁρατό τό ἀόρατο (Ἅγιος Ἰουστίνος Πόποβιτς) 11 Μαρτίου 2018 «Φιλοσοφικοί Κρημνοί», έκδ. Ι. Μονής Χιλανδαρίου)

 

 Θεμέλιο πάντων των ορατών είναι το αόρατο, του ανθρώπου η ψυχή, του κόσμου ο Θεός. Το αόρατο είναι η υπόσταση των πάντων, το στήριγμα των πάντων, η ουσία των πάντων, δηλαδή, εκείνο στο οποίο στέκεται ο κόσμος και καθετί μέσα στον κόσμο. Τούτο πρέπει να αισθανθεί κάθε άνθρωπος που με σοβαρότητα θα κοιτάξει μέσα σε οποιοδήποτε μυστήριο αυτού του κόσμου και αυτής της ζωής. Στον πυθμένα του ορατού κρύβεται η αόρατη δύναμη.

 

Το αόρατο είναι τo ισχυρότερο μέσα στoν κόσμο των γήινων ορατοτήτων μας, ο ηλεκτρισμός. Η δύναμη της βαρύτητας είναι αόρατη αλλά είναι δυνατότερη όλων των πλανητών. Τους κινεί όπως τα παιδιά τις μπίλιες.

Ο νόμος υπεράνω όλων των νόμων σ’ αυτόν τον κόσμο είναι: Το αόρατο είναι ο μυελός του ορατού και δεσπόζει στo ορατό. Αυτός ο κόσμος είναι το εργαστήριο του Θεού, όπου το αόρατο μεταβάλλεται σε ορατό, ωστόσο μονάχα έως ορισμένο βαθμό.

Κάτω από τον νόμο αυτό πραγματοποιήθηκε και η ενσάρκωση του Θεού. Μονάχα εδώ είναι το τέλειο παράδειγμα του Αοράτου στο ορατό.

Στο μικρούτσικο αλλά ορατό σώμα του ανθρώπου κρύβεται ο αόρατος Θεός. Εκεί εγκαθίσταται ολάκερο το μυστήριο και του μικρόκοσμου και του μακρόκοσμου. Εντούτοις, τα πάντα ισχύουν κατά τον ίδιο νόμο, το αόρατο μέσα στo ορατό.Στην εμφάνιση του ενσαρκωμένου Θεού δεν υπάρχει τίποτα αφύσικο και «παράνομο», τίποτα άλογο και ακανόνιστο, επειδή σ’ αυτόν τον κόσμο καθετί ορατό είναι η κρυψώνα του αοράτουΌταν ενσαρκώθηκε ο Κύριος Ιησούς Χριστός, έκανε τον αόρατο Θεό μερικώς ορατό, περιέγραψε εν μέρει τον Απερίγραπτο μέσω του σώματος. Και τοιουτοτρόπως έλαμψε το μυστήριο όλων των κόσμων. Το αόρατο είναι η ψυχή παντός ορατού· εξ όλων των αναρίθμητων ορατών κτισμάτων εκτείνονται αναρίθμητα αόρατα, και υπεράνω όλων, και διά πάντων, Αυτός, ο Μόνος Αόρατος, Κύριος και Θεός των κόσμων, Τρισήλιος και Τρισυπόστατος! Και η τελειότατη φανέρωση του αοράτου Θεού, ο ενσαρκωμένος Λόγος του Θεού, ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός, ο οποίος είναι «εικών του Θεού του αοράτου» (Κολ. 1, 15) και μέσα στον Οποίο κατοικεί «παν το πλήρωμα της Θεότητος σωματικώς» (Κολ. 2, 9), ο Θεάνθρωπος Χριστός, και μέσω Αυτού, κατ’ Αυτόν και δι’ Αυτού οι Χριστιανοί.

Προφανώς, οι Χριστιανοί είναι Χριστιανοί από το ότι μέσω του Χριστού αισθάνονται το μυστήριο της ζωής και του κόσμου, μέσω του Χριστού το εξηγούν. Το ορατό το εξηγούν με το αόρατο και αντίστοιχα, το αόρατο εξηγούν με το ορατό· τον άνθρωπο εξηγούν με τον Θεό, και Αυτόν με τον άνθρωπο μέσα στον Θεάνθρωπο Χριστό. Δίχως Θεάνθρωπο ο άνθρωπος είναι φρίκηκαι ο Θεός είναι η πλέον μεγαλύτερη. Ο Θεάνθρωπος είναι η τελειότατη σύνθεση του Αοράτου και ορατού, το τελειότατο κριτήριο του Θείου και του ανθρώπινου, του πνευματικού και του φυσικού.

Οι Χριστιανοί είναι Χριστιανοί από το γεγονός ότι μέσα στο πεπερασμένο ψάχνουν το αιώνιο, μέσα στο ορατό το αόρατο, μέσα στο ανθρώπινο το Θείο. Ως «χατζήδες» της αιωνιότητας, ταξιδεύουν διαμέσου του χρονικού μέσα στο αιώνιο, διαμέσου του ανθρώπινου μέσα στο θεανθρώπινο. Ψάχνουν το θείο χρυσάφι μέσα στην ανθρώπινη λάσπη, και το βρίσκουν. Γι’ αυτούς τα πράγματα είναι διαφανή, διαμέσου του ορατού βλέπουν το αόρατο, διαμέσου του χρονικού βλέπουν το αιώνιο. Μέσα σε καθετί ορατό βρίσκουν εκείνον τον αόρατο μυελό, τον αόρατο πυρήνα που με το μυστηριώδες νεύρο συνδέει το ορατό με τον Αόρατο.

Για μας τους Χριστιανούς, τα πάντα μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο έχουν έννοια, σημασία και αξία μόνο τόσο, ώστε να είναι μέσα και οδός προς την αιωνιότητα, επειδή εμείς βλέπουμε το μη βλεπόμενο, εμείς βλέπουμε το αόρατο. Όλη τη ζωή μας μέσα στο χρόνο την καθορίζουμε από εκείνο που είναι αιώνιο, το ανθρώπινο το νοηματοδοτούμε από το θεανθρώπινο.

 

(Απόσπασμα από το βιβλίο «Φιλοσοφικοί Κρημνοί», έκδ. Ι. Μονής Χιλανδαρίου)

 

(Πηγή ηλ. κειμένου: koutloumous.com)

http://alopsis.gr/%CF%83%CF%84%CE%BF-%CE%BF%CF%81%CE%B1%CF%84%CF%8C-%CF%84%CE%BF-%CE%B1%CF%8C%CF%81%CE%B1%CF%84%CE%BF-%CE%AC%CE%B3%CE%B9%CE%BF%CF%82-%CE%B9%CE%BF%CF%85%CF%83%CF%84%CE%AF%CE%BD%CE%BF%CF%82-%CF%80%CF%8C/

Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς († 1979) Ομολογώ ότι ουδέποτε θα πίστευα στον Χριστό, εάν δεν είχε αναστηθεί και δεν είχε νικήσει τον θάνατο!

14 Ιουνίου 2022

Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς (1894-1979).

(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)

Συνέχεια εδώ: http://www.pemptousia.gr/?p=333556

 

Το ότι ο άνθρωπος πιστεύει αληθώς εις τον Αναστάντα Κύριον το αποδεικνύει με το να αγωνίζεται κατά της αμαρτίας και των παθών· και εάν μεν αγωνίζεται, πρέπει να γνωρίζη ότι αγωνίζεται διά την αθανασίαν και την αιωνίαν ζωήν.

Εάν όμως δεν αγωνίζεται, τότε είναι ματαία η πίστις του!

Διότι, εάν η πίστις του ανθρώπου δεν είναι αγών διά την αθανασίαν και την αιωνιότητα, τότε τι είναι;

Εάν με την εις Χριστόν πίστιν δεν φθάνη κανείς εις την αθανασίαν και την επί του θανάτου νίκην, τότε προς τι η πίστις ημών;

Εάν ο Χριστός δεν ανέστη, τούτο σημαίνει ότι η αμαρτία και ο θάνατος δεν έχουν νικηθή.

Εάν δε δεν έχουν αυτά τα δύο νικηθή, τότε διά τι να πιστεύη κανείς εις τον Χριστόν;

Εκείνος όμως ο οποίος διά της πίστεως εις τον Αναστάντα Χριστόν αγωνίζεται εναντίον κάθε αμαρτίας του, αυτός ενισχύει βαθμιαίως εν εαυτώ την αίσθησιν ότι ο Κύριος όντως ανέστη, όντως ήμβλυνε το κέντρον του θανάτου, όντως ενίκησε τον θάνατον εις όλα τα μέτωπα μάχης.

Η αμαρτία βαθμιαίως σμικρύνει την ψυχήν του ανθρώπου, την πλησιάζει προς τον θάνατον, την μεταβάλλει από αθανάτου εις θνητήν, από αφθάρτου και απεράντου εις φθαρτήν και εις πεπερασμένην.

Όσον περισσοτέρας αμαρτίας έχει ο άνθρωπος, τόσον περισσότερον είναι θνητός.

Και εάν ο άνθρωπος δεν αισθάνεται τον εαυτόν του αθάνατον, είναι φανερόν ότι ευρίσκεται όλος βυθισμένος εις τας αμαρτίας, εις σκέψεις μυωπικάς, εις αισθήματα νεκρωμένα.

Ο Χριστιανισμός είναι μία κλήσις εις τον μέχρις εσχάτης αναπνοής αγώνα εναντίον του θανάτου, μέχρι δηλαδή της τελικής νίκης επ᾽ αυτού.

Κάθε αμαρτία αποτελεί μίαν υποχώρησιν, κάθε πάθος μίαν προδοσίαν, κάθε κακία μίαν ήτταν.

Δεν πρέπει να διερωτάται κανείς διατί και οι χριστιανοί αποθνήσκουν τον σωματικόν θάνατον. Τούτο γίνεται, διότι ο θάνατος του σώματος είναι μία σπορά. Σπείρεται σώμα θνητόν, λέγει ο Απόστολος Παύλος (πρβλ. 1 Εορ. 15, 42 εξ.), και βλαστάνει, αυξάνει και γίνεται αθάνατον.

Όπως ο σπειρόμενος σπόρος, ούτω και το σώμα διαλύεται, διά να το ζωοποιήση και τελειοποίηση το Άγιον Πνεύμα.

Εάν ο Κύριος Ιησούς δεν είχεν αναστήσει το σώμα, τι όφελος θα είχε τούτο από Αυτόν;

Ούτος δεν θα είχε σώσει ολόκληρον τον άνθρωπον.

Εάν δεν ανέστησε το σώμα, τότε διά τι εσαρκώθη, διά τι ανέλαβε το σώμα, αφού δεν του έδωσε τίποτε από την Θεότητά Του*;

Εάν ο Χριστός δεν ανέστη, διά τι τότε να πιστεύη κανείς εις Αυτόν;

Ομολογώ ειλικρινώς ότι εγώ ουδέποτε θα επίστευον εις τον Χριστόν, εάν δεν είχεν αναστή και δεν είχε νικήσει τον θάνατον, τον μεγαλύτερον εχθρόν μας.

Αλλ’ ο Χριστός ανέστη και εδώρησεν εις ημάς την αθανασίαν.

Άνευ αυτής της αληθείας, ο κόσμος μας είναι μόνον μία χαώδης έκθεσις απεχθών ανοησιών.

Μόνον με την ένδοξον ανάστασίν Του ο θαυμαστός Κύριος και Θεός μας, μας ηλευθέρωσεν από το παράλογον και την απελπισίαν.

Διότι χωρίς την ανάστασιν δεν υπάρχει ούτε εις τον ουρανόν ούτε υπό τον ουρανόν τίποτε πιο παράλογον από τον κόσμον αυτόν· ούτε μεγαλυτέρα απελπισία από την ζωήν αυτήν, δίχως αθανασίαν.

Δι’ αυτό εις όλους τους κόσμους δεν υπάρχει περισσότερον δυστυχισμένη ύπαρξις από τον άνθρωπον που δεν πιστεύει εις την ανάστασιν του Χρίστού και την ανάστασιν των νεκρών (πρβλ. 1 Κορ. 15, 19). «Καλόν ην αυτώ ει ουκ εγεννήθη ο άνθρωπος εκείνος» (Ματθ. 26, 24).

Εις τον ανθρώπινον κόσμον μας ο θάνατος είναι το μεγαλύτερον βάσανον και η πιο φρικιαστικη απανθρωπία.

Η απελευθέρωσις από αυτό το βάσανον και από αυτήν την απανθρωπίαν είναι ακριβώς η σωτηρία.

Τοιαύτην σωτηρίαν εδώρησεν εις το ανθρώπινον γένος μόνον ο Νικητής του θανάτου, ο Αναστάς Θεάνθρωπος.

Διά της αναστάσεώς Του Αυτός μας απεκάλυψεν όλον το μυστήριον της σωτηρίας μας.

Σωτηρία σημαίνει το να εξασφαλισθή διά το σώμα και την ψυχήν αθανασία και αιωνία
ζωή.

Πώς δε κατορθώνεται τούτο;

Μόνον διά της θεανθρωπίνης ζωής, της νέας ζωής της εν τω Αναστάντι και διά τον Αναστάντα Χριστόν!

Δι’ ημάς τους χριστιανούς η ζωή αυτή επί της γης είναι σχολείον εις το οποίον μανθάνομεν πώς να εξασφαλίσωμεν την αθανασίαν και την αιωνίαν ζωήν.

Διότι τι όφελος έχομεν από αυτήν την ζωήν, εάν με αυτήν δεν ημπορούμεν να αποκτήσωμεν την αιωνίαν;

Αλλά, διά να αναστηθή μετά του Χρίστού ο άνθρωπος, πρέπει πρώτον να συναποθάνη μετ’ Αυτού και να ζήση την ζωήν του Χριστού ως ιδικήν του.

Εάν κάμη τούτο, τότε την ημέραν της Αναστάσεως θα ημπορέση μετά του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου να ειπή: «Χθές συνεσταυρούμην Χριστώ, σήμερον συνδοξάζομαι· χθες συνενεκρούμην, συζωοποιούμαι σήμερον· χθες συνεθαπτόμην, σήμερον συνεγείρομαι».

Εις τέσσαρας μόνον λέξεις συγκεφαλαιούνται και τα τέσσερα Ευαγγέλια του Χριστού: Χριστός ανέστη! – Αληθώς ανέστη!…

Εις εκάστην εξ αυτών ευρίσκεται από ένα Ευαγγέλιον, και εις τα τέσσερα Ευαγγέλια ευρίσκεται όλον το νόημα όλων των κόσμων του Θεού, των ορατών και αοράτων.

Και όταν όλα τα αισθήματα του ανθρώπου και όλαι αι σκέψεις του συγκεντρωθούν εις την βροντήν του πασχαλινού αυτού χαιρετισμού: «Χριστός ανέστη!», τότε η χαρά της αθανασίας σείει όλα τα όντα, και αυτά εν αγαλλιάσει απαντούν επιβεβαιούται το
πασχάλιον θαύμα: «Αληθώς ανέστη»!

* Πρβλ. Ι. Χρυσοστόμου, εις 1 Κορ. ομ. 39,2. PG 61, 334: «Ει δε ουκ εγείρονται (τα σώματα), διά τι ηγέρθη ο Χριστός; διά τι ήλθε; διά τι σάρκα ανέλαβεν, ει μη έμελλεν αναστήσειν σάρκα; ου γαρ εδείτο αυτός, αλλά δι᾽ ημάς».

 

Απόσπασμα από το βιβλίο του Οσίου Ιουστίνου Πόποβιτς, «Φιλοσοφικοί κρημνοί» και το κεφάλαιο «’Καταδικασμένοι’ να είναι αθάνατοι» των εκδόσεων της Μονής Χιλανδαρίου.

Ποιὸς εἶναι χριστιανός; (Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς) 7 Ιουνίου 2023

 


Πρέπει νὰ γνωρίζουμε ὅτι οἱ χριστιανοὶ εἶναι χριστιανοί, ὅταν σκέπτονται, καθένας μόνος του ἀλλὰ καὶ μεταξύ τους, ὡς σύνολο,ὅ,τι εἶναι «ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ», διότι αὐτὸ εἶναι τροφὴ αἰώνια γιὰ τὴν ἀνθρώπινη ψυχή. Ἡ ἀνθρώπινη σκέψη παραμένει ἀτελὴς καὶ ἀνολοκλήρωτη ὅσο δὲ μεταμορφώνεται μὲ τὴ χάρη τοῦ Χριστοῦ σε Χριστοσκέψη και Θεοσκέψη. Γι’ αὐτὸ τὸ λόγο καὶ ὁ πόθος τῆς ἄγρυπνης χριστιανικῆς ψυχῆς καὶ ὁ στεναγμὸς της μέρα καὶ νύχτα μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὰ δάκρυα εἶναι ὁ ἑξῆς: Γλυκύτατε Κύριε, κάθε σκέψη μου μεταμόρφωσε τὴν σε Θεοσκέψη! Πανάγαθε Κύριε, κάθε αἴσθησή μου μεταμόρφωσε τὴν σε Θεοαίσθηση!



Ὅταν ἡ ἀνθρώπινη σκέψη ἀπὸ ὑπερηφάνεια καὶ πεῖσμα δὲν θέλει τὸ Χριστό, παραφρονεῖ καὶ μαίνεται καὶ ἡ αἴσθηση παραφρονεῖ καὶ ἡ ζωὴ γίνεται ἄφρων καὶ ὁ ἄνθρωπος ἐκτὸς ἑαυτοῦ σπεύδει ἀπὸ τὸ κακὸ στὸ χειρότερο, μὲ εὐχαρίστηση βυθίζεται ἀπὸ ἁμαρτία σὲ ἁμαρτία, ὥσπου νὰ βυθισθεῖ ὅλος στὴν αἰώνια βασιλεία τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ κακοῦ, τὴν κόλαση. Μόνο ὀ πανθαύμαστος Κυριος Ἰησοῦς Χριστὸς ὡς Θεάνθρωπος, εἶναι ἡ μακαριότητα γιὰ τὴν ἀνθρώπινη σκέψη, ἡ αἰώνια μακαριότητα καὶ ἡ αἰώνια εὐλογία καὶ ὁ αἰώνιος παράδεισος καὶ ἡ αἰώνια χαρά…

Ἡ ἀνθρώπινη αἴσθηση ποὺ δὲν ἔχει πληρωθεῖ ἀπὸ τὴ θεία ἀγάπη, εἶναι γιὰ τὸν ἄνθρωπο τεράστιο βάσανο καὶ ὁλόκληρη κόλαση. Καὶ ἡ ἀνθρώπινη γνώση, ποὺ δὲν ἔχει πληρωθεῖ μ’ αὐτὴ τὴν ἀγάπη, δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ ἕνα φοβερὸ πανδαιμόνιο. Ἡ θεία ἀγάπη εἶναι ἡ μόνη δύναμη στὸν ἐπίγειο κόσμο μας, ἡ ὁποία ἐξυγιαίνει καὶ τὴν ἀνθρώπινη γνώση καὶ τὴν ἀνθρώπινη αἴσθηση καὶ τὶς ἀποκαθιστᾶ στὸ «κατα φύσιν», τίς ἀθανατοποιεὶ καὶ τὶς διαιωνίζει. Ἔτσι, μόνο μὲ τὸ Χριστό, μὲ τὴν ἀγάπη Του, θεραπεύονται ἀπὸ τὴ μωρία τους καὶ ἡ ἀνθρώπινη γνώση καὶ ἡ ἀνθρώπινη αἴσθηση. Θεραπεύονται ἀπὸ τὴ σατανικὴ-οὐμανιστικὴ αὐτάρκεια, αὐτονομία, αὐτοϊκανοποίηση, ἀπὸ τὴ σατανικὴ-οὐμανιστικὴ φιλαυτία, αὐτοαποκλειστικότητα. Διότι εἶναι βασικὴ ἀρχὴ τῆς ζωῆς καὶ τοῦ Σατανᾶ καὶ τοῦ οὐμανιστικοῦ ἀνθρώπου τὸ νὰ εἶναι αὐτάρκης, νὰ ζεῖ διὰ τοῦ ἑαυτοῦ του, ἀπὸ τὸν ἑαυτό του, μὲ τὸν ἑαυτό του καὶ γιὰ τὸν ἑαυτό του· νὰ μὴν ἀναγνωρίζει ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ἑαυτό του οὔτε τὸν Θεό, οὔτε τὴν Ἀλήθεια, οὔτε τὴ Δικαιοσύνη, οὔτε ὁποιαδήποτε ἄλλη ἀξία, νὰ εἶναι ὁ ἐαυτὸς τοῦ τὸ πᾶν καὶ τὰ πάντα. Καὶ αὐτὸ εἶναι ἡ βασικὴ ἀρχὴ καὶ τῆς γνώσεώς του καὶ τῆς αἰσθήσεώς του. Ἀλλὰ αὐτὴ ἡ φιλαυτία καὶ ὀ αὐτοαποκλεισμός καὶ ἡ αὐτοαπομόνωση εἶναι σκοτεινὴ φυλακή, μέσα στὴν ὁποία ἀρχίζει νὰ παραφρονεῖ, ὥσπου τελικὰ νὰ παραφρονήσει ἐντελῶς καὶ ὁ Σατανᾶς καὶ ὁ ἄνθρωπος καὶ ἡ γνώση τους καὶ ἡ αἴσθησή τους.

«Ἴνα ἡ ἀγάπη ὑμῶν περισσεύσῃ ἐν ἐπιγνώσει», διότι μόνο ἡ ἐπίγνωση, ἡ ὁποία πηγάζει ἀπὸ τὴν ἀγάπη ἔχει αἰώνια ἀξία καὶ ἀθάνατη διάρκεια. Ὡς πρὸς τὴν ἴδια τὴ φύση της ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ θεία δύναμη τῆς γνώσεως· μ’ αὐτὴ γνωρίζουμε καὶ τὸν Θεὸ καὶ τὸν ἄνθρωπο καὶ κάθε ἀγαπώμενο κτίσμα, διότι σ’ αὐτὴ την πανοικτίρμονα ἀποκαλύπτονται καὶ τὸ μυστήριο τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ μυστήριο τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὸ μυστήριο κάθε κτίσματος. Ἡ ἀγάπη ἀνθεῖ μόνο μὲ τὴν πίστη. Καὶ ὅσο ἡ ἀγάπη μεγαλώνει, μεγαλώνει μαζί της καὶ ἡ πίστη.

Ἡ τέλεια ἀγάπη δίνει τὴν τέλεια γνώση. Ἡ γνώση χωρὶς ἀγάπη εἶναι μάτι χωρὶς κόρη, αὐτὶ χωρὶς ἀκοή, σῶμα χωρὶς ψυχή. Ἡ γνώση χωρὶς ἀγάπη ἐπαίρεται, ὁδηγεῖ σὲ ὑπερηφάνεια καὶ ἡ ὑπερηφάνεια σκοτώνει τὴν ψυχὴ περισσότερο ἀπὸ ὁτιδήποτε ἄλλο. Ἡ ὑπερηφάνεια εἶναι ἡ κακία, ποὺ μετέβαλε τὸν ὑπέρτατο ἄγγελο σὲ διάβολο καὶ πόσο εὐκολότερα δὲν θὰ μεταβάλει τὸν ἄνθρωπο! (βλ. Ά’ Κόρ. 8. 11).

Ἡ ἐπίγνωση τοῦ Χριστοῦ, ἡ ἀληθινὴ γνώση τοῦ τί εἶναι ὁ Χριστὸς καὶ ποιὸς εἶναι, καὶ τί ἔφερε στὸ γένος τῶν ἀνθρώπων, —αὐτὴ ἡ γνώση εἶναι γιὰ τὸν ἄνθρωπο ἐκείνη ποὺ ξεπερνᾶ κάθε ἄλλη γνώση.

Στὴ γνώση αὐτὴ ὁ χριστιανὸς βλέπει καὶ βρίσκει τὰ πάντα, ἰδιαίτερα ὅταν τὴ συγκρίνει μὲ ὁποιαδήποτε ἄλλη, ὁσοδήποτε ὑψηλὴ ἀνθρώπινη γνώση. Ἡ ἐμπειρία τῶν ἁγίων ἀνθρώπων ἀποδεικνύει ὅτι ἡ γνήσια Χριστογνωσία ἀποτελεῖ πράγματι τὴν πλήρη καὶ καθολικὴ γνώση. Διότι, ὅταν ὁ ἄνθρωπος γνωρίζει τὸ Χριστὸ ὅπως πρέπει, γνωρίζει καθετὶ ποὺ τοῦ χρειάζεται γι’ αὐτὸν καὶ τὸν ἄλλο κόσμο καὶ γιὰ τὴ ζωὴ σ’ αὐτὸν καὶ στὸν ἄλλο κόσμο. Τέτοια ὅμως γνώση ποιὸς μπορεῖ νὰ δώσει στοὺς ἀνθρώπους, ποιὸς ἀπὸ τοὺς θεούς, ποιὸς ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, ποιὸς ἀπὸ τοὺς ἥρωες, ποιὸς ἀπὸ τὰ μεγάλα πνεύματα; Ἀσφαλῶς κανείς.

Μόνο ἡ «γνῶσις τοῦ Χριστοῦ» δίνει στὸν ἄνθρωπο τὴ μόνη ἀληθινὴ γνώση τοῦ Θεοῦ, τοῦ κόσμου, τοῦ ἀνθρώπου, τῆς ζωῆς, τοῦ θανάτου, τοῦ κακοῦ, τοῦ διαβόλου, τῆς ἁμαρτίας, τῆς ἀλήθειας, τῆς δικαιοσύνης, τῆς ἀγάπης· τὴ γνώση κάθε πράγματος μικροῦ καὶ μεγάλου, σπουδαίου καὶ συνηθισμένου, αἰώνιου καὶ πεπερασμένου. Γι’ αὐτὸ ὁ ἅγιος πρωτοκορυφαῖος ἀπόστολος μὲ τέτοια παραφορᾶ ἀγάπης καὶ φλόγα θείου ζήλου ὀνομάζει τὸ Χριστὸ Κύριό Του. Καὶ πράγματι κανεὶς δὲν εἶναι ἄξιος νὰ εἶναι Κύριος τοῦ ἀνθρώπου ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Θεάνθρωπο. Αὐτὸ αἰσθάνεται ὅποιος ἀληθινὰ βασανίσθηκε μὲ τὸ πρόβλημα τοῦ ἀνθρώπου. Διότι τὸ πρόβλημα τοῦ ἀνθρώπου τὸν ὁδηγεῖ πρὸς τὸν Θεό, τὸν μόνο ἀληθινὸ Θεὸ καὶ Κύριο, τὸν Θεάνθρωπο Ἰησοῦ Χριστό.

Τὸ νὰ γνωρίσεις τὸ Χριστὸ εἶναι πρῶτα-πρῶτα τὸ νὰ γνωρίσεις τὴ δύναμη τοῦ θανάτου Του καὶ τῆς Ἀναστάσεώς Του. Πῶς; Ζώντας καὶ βιώνοντας τὰ σὰν δικά σου. Διότι ὁ ἄνθρωπος γίνεται χριστιανὸς ζώντας καὶ βιώνοντας τὸ Χριστό. Ἄλλη ὁδὸς δὲν ὑπάρχει. Γίνεσαι χριστιανὸς καὶ γνωρίζεις τὸ Χριστό, ἐὰν καθετὶ ποὺ εἶναι τοῦ Χριστοῦ τὸ βιώσεις σὰν δικό σου. Η Χριστογνωσία προέρχεται πάντοτε ἀπὸ τη χριστοβίωση καὶ το χριστοβίωμα. Θὰ γνωρίσεις τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ἐὰν τὴ βιώσεις· θὰ γνωρίσεις τὴν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ, ἐὰν τὴ βιώσεις. Τὸ ἴδιο καὶ τὴ δικαιοσύνη καὶ τὴν ταπείνωση τοῦ Χριστοῦ, καὶ τὸ πάθος Του καὶ τὸν θάνατό Του καὶ τὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ θὰ γνωρίσεις, μόνο ἐὰν τὰ βιώσεις σὰν δικά σου. Αὐτὸ ἰσχύει γιὰ κάθε τί ποὺ εἶναι τοῦ Χριστοῦ, ἀπὸ τὸ πιὸ μικρὸ γεγονὸς τῆς οἰκονομίας Του, ὡς τὸ μεγαλύτερο. «Τὴν δύναμιν τῆς ἀναστάσεως Αὐτοῦ» θὰ γνωρίσεις, ἐὰν μὲ τὴν πίστη ἀναστήσεις τὸν ἑαυτό σου ἀπὸ τὸν τάφο τῆς φιλαμαρτησίας καὶ πορευθεῖς τὴ νέα ζωή, ζώντας ὡς «συνεγερθεῖς τῷ Χριστῷ» (Κόλ. 3. 1) ἤδη ἀπὸ αὐτὸ τὸν κόσμο, ζώντας δηλαδὴ μὲ τὸν Ἀναστημένο Κύριο.

«Ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ ἡ ὑπερέχουσα πάντα νοῦν φρουρήσει τὰς καρδίας ὑμῶν καὶ τὰ νοήματα ὑμῶν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ». «Νοήματα ἐν Χριστῷ» σημαίνει ἅγια νοήματα, τὰ ὁποῖα προέρχονται μόνο ἀπὸ νοῦ ποὺ ἁγιάσθηκε ἀπὸ τὸ Χριστό. Καὶ πῶς ἁγιάζεται ὁ νοῦς; Ὅταν ζεῖ ὁ ἄνθρωπος μὲ τὰ ἅγια εὐαγγελικὰ μυστήρια καὶ τὶς ἅγιες εὐαγγελικὲς ἀρετές. Αὐτὴ ἡ ζωὴ θεραπεύει τὸ νοῦ ἀπὸ τὴν κύρια ἀσθένειά του, την υψηλοφροσύνη, καὶ τὸν γεμίζει μὲ τὴν αἰώνια ὑγεία —τὴν ταπεινοφροσύνη. Ἀπὸ τὸν ἁγιασμένο νοῦ πηγάζουν ἅγια νοήματα, ἀπὸ τὸ νοῦ «ἐν τῷ Χριστῷ» ἔρχονται «νοήματα ἐν τῷ Χριστῷ». Μόνο ζωὴ «ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» κρατᾶ τὴ σκέψη μας «ἐν τῷ Χριστῷ» καὶ μεταμορφώνει κάθε σκέψη μας σε χριστοσκέψη, σε θεοσκέψη. Οἱ ἀνθρώπινες σκέψεις καὶ ἡ ἀνθρώπινη διάνοια ἐκτός του Χριστοῦ ἔχουν τυφλωθεῖ καὶ δὲν βλέπουν τίποτε, ὅπως πρέπει νὰ τὸ βλέπουν, καὶ δὲν γνωρίζουν τίποτε, ὅπως πρέπει νὰ τὸ γνωρίζουν. Γι’ αὐτὸ ἀπὸ τὴν ἀπιστία καὶ τὴ μὴ ἀποδοχὴ τοῦ Χριστοῦ ἔχουν τυφλωθεῖ οἱ σκέψεις καὶ «τὰ νοήματα τῶν ἀπίστων» (Πρβλ. Β’ Κόρ. 4. 4· 3. 14).

Ἐπειδὴ ἡ χριστιανικὴ ζωὴ εἶναι ζωὴ μέσα σὲ θεῖο ἁγιασμὸ καὶ σὲ ἀρετές, «διὰ τοῦτο» εἶναι ἀπαραίτητο «ἴνα πληρωθῆτε τήν ἐπίγνωσιν τοῦ θελήματος Αὐτοῦ» . Γιὰ μία τέτοια ἔνθεη ζωή, ἡ ὁποία εἶναι σὲ ὅλα ἀθάνατη, ἀτελεύτητη καὶ αἰώνια, εἶναι ἀπαραίτητες οἱ ἀθάνατες, ἀτελεύτητες καὶ αἰώνιες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ. Ἡ πρόοδος σ’ αὐτὴ τὴ ζωὴ ἐξαρτᾶται καὶ ἀπὸ τὸν Θεό, ὁ Ὁποῖος δίνει τὶς δυνάμεις, καὶ ἀπὸ μᾶς ποὺ χρησιμοποιοῦμε αὐτὲς τὶς δυνάμεις. Καὶ ὁ Θεὸς δὲν βιάζει κανένα, ἀλλὰ δίνει στὸν καθένα κατὰ τὴν ἔφεσή του καὶ τὸ ζῆλο του καὶ τὴν πίστη του. Κατὰ τὸ ζῆλο του δηλαδὴ στὴν εὐαγγελικὴ ἄσκηση, στὴν ἐκπλήρωση τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν Του. Ὅσο ἐμεῖς βιάζομε τὸν ἑαυτό μας στὴν εὐαγγελικὴ ζωή, τόσο ὁ Κύριός μᾶς δίνει δυνάμεις νὰ τὴν πραγματοποιοῦμε, ὥστε ὁ ἀγώνας μας νὰ εἶναι ἐλαφρὸς καὶ χαροποιός, ὅπως μᾶς τὸ μαρτυροῦν καὶ οἱ Ἅγιοι.

Πηγή: agiazoni.gr

Οσίου Ιουστίνου Πόποβιτς: Με τον Θεάνθρωπο τα πάντα γίνονται παράδεισος

 


Οσίου Ιουστίνου Πόποβιτς: Με τον Θεάνθρωπο τα πάντα γίνονται παράδεισος

Οσίου Ιουστίνου Πόποβιτς: Με τον Θεάνθρωπο τα πάντα γίνονται παράδεισος

Τα πάντα του ανθρώπου είναι κατάρα, κόλαση ώσπου να μεταμορφωθούν σε Θεανθρώπινα.


Με τον Θεάνθρωπο τα πάντα του ανθρώπου γίνονται παράδεισος, παράδεισος, παράδεισος.

Και δεν υφίσταται τέρμα της χαράς σου, άνθρωπε, εφ’ όσον είσαι άνθρωπος, επειδή μόνο μ’ Αυτόν και εν Αυτώ αισθάνεσαι πως είσαι αιώνιος άνθρωπος, ουράνιος άνθρωπος, χερουβικός άνθρωπος, θεοειδής άνθρωπος.

Θλίψη είναι, παν-θλίψη είναι, ω δικοί μου αργιλλώδεις αδελφοί και συνάδελφοι το να είσαι άνθρωπος χωρίς τον Θεάνθρωπο.

Η χαρά, όμως, είναι, και όλο-χαρά, να είσαι άνθρωπος με τον Θεάνθρωπο Χριστό.

Οσίου Ιουστίνου Πόποβιτς
Φιλοσοφικοί Κρημνοί
Ιερά Μονή Χιλανδαρίου

Πρόοδος στο νερόμυλο του θανάτου Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς ΑΠΟ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟΙ ΚΡΗΜΝΟΙ

 

Κάποια κοσμική συνωμοσία υφίσταται κατά του πλανήτη μας, επειδή πουθενά στο σύμπαν δεν πεθαίνει τίποτα εκτός από τη γη. Το νησί του θανάτου, το μοναδικό νησί του θανάτου στο οποίο κανείς πεθαίνει, να το, λοιπόν, το μουντό αστέρι μας! Και πάνω απ’ αυτό, γύρω του και κάτω απ’ αυτό, περιφέρονται αναρίθμητα δισεκατομμύρια αστέρια στα οποία δεν υπάρχει θάνατος, στα οποία τίποτα δεν πεθαίνει. Πανταχόθεν η άβυσσος του θανάτου πολιορκεί τον πλανήτη μας. Ποιός δρόμος είναι εκείνος που ξεκινά από τη γη και δεν αποπέφτει στην άβυσσο του θανάτου; Ποιο ον είναι εκείνο που δύναται να αποφύγει το θάνατο στη γη; Όλοι πεθαίνουν, τα πάντα πεθαίνουν σ’ αυτό το ανατριχιαστικό νησί του θανάτου. Δεν υφίσταται πιο λυπηρή μοίρα από αυτήν της γης, δεν υπάρχει πιο απελπιστική τραγωδία από αυτήν του ανθρώπου.

Γιατί δίνεται η ζωή στον άνθρωπο, όταν αυτός είναι πανταχόθεν εγκλωβισμένος από το θάνατο; Οι παγίδες του θανάτου έχουν απλώσει το δίκτυ τους παντού- στα μονοπάτια του ανθρώπου έχει επιβληθεί το σκότος. Ως πελώρια, πελώρια γλοιώδης αράχνη ο θάνατος έπλεξε πυκνά δίκτυα γύρω από το άσβεστο αστέρι μας και σ’ αυτά πιάνει τους ανθρώπους σαν αβοήθητες μύγες. Πανταχόθεν ανθρωποφάγες φρίκες κυνηγούν τον άνθρωπο, ενώ βρίσκεται αυτός σε αδιέξοδο, επειδή ο θάνατος τον εγκλώβισε από παντού.

Γιατί δίνεται η συνείδηση στον άνθρωπο, όταν αυτή παντού και στα πάντα βρίσκει το θάνατο; Γιατί δίνεται η αίσθηση στον άνθρωπο; Δεν είναι για να αισθανθεί ότι ο τάφος του είναι ο πατέρας του και τα σκουλήκια τα αδέρφια; «Θάνατον επεκαλεσάμην πατέρα μου είναι, μητέρα δε μου και αδελφήν σαπρίαν» (Ιωβ. 17, 14). Η συνείδηση είναι λυπηρό και φοβερό δώρο στον άνθρωπο, ωστόσο, πολύ περισσότερο λυπηρό και φοβερό δώρο είναι η μνήμη. Και τα αισθητήρια; Γιατί τα αισθητήρια είναι δοσμένα στον άνθρωπο; Δεν είναι για να γίνονται τα πλοκάμια, με τα οποία σε κάθε βήμα στην ιστορία τού ανθρώπινου γένους εκείνος ψηλαφίζει το θάνατο; Στείλτε τη σκέψη σας γύρω από αυτό το νησί τού θανάτου προκειμένου να σας βρει την έννοια της ανθρώπινης ύπαρξης και αυτή θα επιστρέψει θλιμμένη και λυπηρή, όλο πασπαλισμένη με κρύα στάχτη τού θανάτου. Στείλτε την αίσθησή σας και θα επιστρέψει πληγωμένη και μωλωπισμένη από τις αδιάβατες χαράδρες τού θανάτου· απλώστε ένα αισθητήριό σας έως το τέλος οποιουδήποτε όντος στην ιστορία, και αυτό, ως το τέλος του, ως την ολοκλήρωσή του, αναμφισβήτητα θα ψηλαφίσει το θάνατο.

Μία πραγματικότητα είναι πιο πραγματική από όλες τις άλλες πραγματικότητες στον κόσμο· αυτή είναι ο θάνατος. Περί αυτού ασώπαστα και άσπλαχνα μας μαρτυρεί είτε η επίγνωση του ανθρώπου είτε η αίσθηση του ανθρώπου είτε τα αισθητήρια του ανθρώπου. Ουσιαστικά, η έσχατη και η ολοκληρωτική πραγματικότητα της ανθρώπινης ζωής στη γη είναι ο θάνατος. Πείτε μου, ο θάνατος δεν είναι η έσχατη πραγματικότητα είτε η δική μου είτε η δική σας; Όλοι εμείς είμαστε μολυσμένοι με το θάνατο, όλοι χωρίς εξαίρεση· οι βάκιλοι του θανάτου κατέφαγαν όλους τους ιστούς της ψυχής μας, του όντος μας· ο καθένας από μας κουβαλά στον εαυτό του χιλιάδες θανάτους.

Το δικό μας πλανήτη ολοένα ερημώνει η γενική χρονική επιδημία του θανάτου. Η ιατρική που δύναται να μας σώσει από την επιδημία αυτή δεν υφίσταται. Δεν υφίσταται η καραντίνα, όπου οι άνθρωποι θα μπορούσαν εντελώς να καθαριστούν από τα μικρόβια του θανάτου. Τι είναι η ανθρώπινη ζωή στη γη παρά η διαρκής σπασμωδική αντίσταση κατά του θανάτου, ο αγώνας με το θάνατο και επιτέλους η ήττα από το θάνατο; Επειδή στην ιατρική, στην επιστήμη, στη φιλοσοφία νικούμε όχι το θάνατο αλλά τους προδρόμους του, τις νόσους και δυσχέρειες, παρ’ όλα αυτά, τους νικούμε εν μέρει και προσωρινά. Τι είναι οι θρίαμβοι της επιστήμης, της φιλοσοφίας, της τεχνικής ενώπιον των τρομακτικών παραγόντων της καθολικής θνησιμότητας όλων των ανθρώπων; Τίποτ’ άλλο παρά το τραύλισμα των απορρημένων και τρομαγμένων παιδιών.

Αν υπάρχει τραγικότητα στον κόσμο, τότε το κέντρο της είναι ο άνθρωπος. Είναι τραγικό το να είσαι άνθρωπος, ασυγκρίτως τραγικότερο από το να είσαι κουνούπι ή σαλιγκάρι, πουλί ή φίδι, αρνί ή τίγρης. Όσο και να κοπιάζει για να ξεπεράσει την τραγικότητα της ανθρώπινης ζωής, ή το τραγικόν, ο άνθρωπος δεν μπορεί παρά να αισθάνεται και να επιγιγνώσκει ότι μόνιμα παραμένει φυλακισμένος στην κατάκλειστη φυλακή του θανάτου, στην φυλακή που δεν έχει ούτε πόρτα ούτε παράθυρο. Γεννημένος στον κόσμο ο άνθρωπος από την πρώτη στιγμή είναι υποψήφιος για το θάνατο, και όχι μόνο, αφού μόλις γεννηθεί είναι ήδη καταδικασμένος σε θάνατο. Τα σπλάχνα τα οποία μας γεννούν, δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά μία αδελφή τού τάφου. Βγαίνοντας από τα σπλάχνα τής μητέρας ο άνθρωπος ήδη περπατά στο δρόμο που οδηγεί στον τάφο. Τον πιο οργισμένο και τον μεγαλύτερο εχθρό του ο άνθρωπος φέρνει μαζί του στον κόσμο, τον θάνατο. Εφόσον είναι γεννημένος στον κόσμο ο άνθρωπος γεννιέται θνητός. Ο θάνατος είναι το πρώτο δώρο στους ανθρώπους, το οποίο μία μητέρα δωρίζει στο νεογέννητό της. Σε κάθε ανθρώπινο ον αποκρύβεται και κρύβεται η φοβερότερη και η πιο αθεράπευτη ασθένεια, ο θάνατος. Και στο υγιέστατο σώμα εκείνο που είναι το μονιμότερο και από την ίδια την υγεία, υπάρχει ο θάνατος. Ποιος άνθρωπος είχε διανυκτερεύσει έστω μία νύχτα ζωντανός και δεν ξύπνησε την πρώτη, δεύτερη ή χιλιοστή νύχτα πεθαμένος; Οποιοδήποτε δρόμο και να πάρει σ’ αυτό το νησί τού θανάτου, ο άνθρωπος τελικά πρέπει να αποβιβαστεί στον τάφο. Κάθε άνθρωπος είναι μία μπουκιά την οποία επιτέλους κατατρώγει ο αχόρταγος θάνατος: «παμφάγος θάνατος» . Τι παραμένει σε μας, ω θρηνωδοί, αιχμάλωτοι του θανάτου; Μόνο η εξέγερση του πικρού χαμογέλιου, υπάρχει και ο σπασμός τής αδύνατης καρδιάς.

Στο μακρύ και φοβερό δρόμο τής ιστορίας, τόσο στοιβάχτηκε και συσσωρεύτηκε στον άνθρωπο ο θάνατος, ώστε έγινε η μοναδική κατηγορία στην οποία κινείται και σχετίζεται όλη η ζωή τού ανθρώπου, όπου κι αν αυτή γεννιέται, παραμένει και πιθανόν σταματά. Μέσα στο διάβα τής ιστορίας δημιουργήθηκε στον άνθρωπο μία πεποίθηση: Αν υφίσταται κάτι αναγκαστικό σ’ αυτόν τον κόσμο, τότε τούτο είναι ο θάνατος. Η πεποίθηση αυτή έγινε δόγμα κάθε ιστορικής εποχής. Η φρικαλέα και ανεξερεύνητη πραγματικότητα του θανάτου ανάγκασε την ανθρωπότητα να διατυπώσει αυτήν την πεποίθηση σε δόγμα: Ο θάνατος είναι αναγκαιότητα. Το αντιπαθητικό αυτό δόγμα παρέδιδε ο πατέρας στον υιό, ο άνθρωπος στον άνθρωπο, η γενεά στη γενεά.

Αν ο άνθρωπος κοιτάξει δίχως προκαταλήψεις στην ιστορία αυτού του περίεργου κόσμου, πρέπει να παραδεχτεί πως ο κόσμος αυτός είναι ο τεράστιος νερόμυλος του θανάτου που χωρίς διακοπή αλέθει τις άβλητες σειρές των ανθρώπων, από τον πρώτο άνθρωπο έως τον τελευταίο. Και εμένα με αλέθει, φίλε μου, και σένα σε αλέθει και όλους μάς αλέθει ώσπου και μία μέρα ή νύχτα θα μας αλέσει ολοκληρωτικά.

Πείτε μου, μπορεί ο άνθρωπος να είναι γαλήνιος και χωρίς εξέγερση να δεχτεί αυτόν τον κόσμο, όταν βρίσκεται μαγκωμένος ανάμεσα σε δύο μυλόπετρες, οι οποίες θα τον αλέθουν ώσπου να τον αποτελειώσουν εξ ολοκλήρου; Δύναται μία μύγα να είναι γαλήνια στο δίχτυ τής αράχνης, ένα σκουλήκι στο ράμφος τού χελιδονιού και το χελιδόνι στο ράμφος τού γερακιού;

Από τη φρίκη του ο άνθρωπος αισθάνεται ότι αυτή η ζωή είναι κάποιο φοβερό φάντασμα και κάποια σκοτεινή αιχμαλωσία. Φαίνεται πως μας έστειλε κάποιος για να μας φυλακίσει σε κάποιο αηδές φάντασμα· έστειλε εμάς που είμαστε και οι ίδιοι από την ίδια ύλη όπως και το ίδιο το φάντασμα. Αρκεί και ένα μάτι στον άνθρωπο για να δει ότι ο πλανήτης μας είναι ένα γήπεδο φαντασμάτων, ένα γήπεδο λιθόστρωτο με κρανία ανθρώπων, και επιπλέον, ένα γήπεδο πανταχόθεν περιτοιχισμένο με το θάνατο. Και η οικουμένη; Δεν είναι ένας τεράστιος, ερμητικά κλεισμένος τάφος, γύρω στον οποίο οι άνθρωποι σαν απελπισμένοι τυφλοπόντικες συνέχεια ανασκάφτουν, μη μπορώντας διόλου να τα καταφέρουν;

Ολάκερη η ιστορία τού ανθρώπινου γένους δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά η εκκωφαντική επιβεβαίωση του θανάτου. Όλες οι τρικυμίες και οι καταιγίδες της, οι ηρεμίες και ασκήσεις, όλοι οι δημιουργοί της και οι μαχητές, μαρτυρούν μόνο, μόνο το εν: Ο θάνατος είναι μία αναγκαιότητα. Κάθε άνθρωπος είναι θνητός, αναπότρεπτα και αναπόφευκτα θνητός. Τούτο είναι το φινάλε τού καθενός ανθρώπινου όντος, τούτο είναι η διαθήκη την οποία αφήνει πίσω της ανεξαίρετα κάθε κάτοικος του πλανήτη μας. Τη διαθήκη αυτή άφησαν στον καθένα από μας οι πρόγονοί μας. Σ’ αυτή στέκουν μόνο αυτά τα τρία λόγια, ο θάνατος είναι αναγκαιότητα.

Πείτε μου, δύναται ο άνθρωπος με μία τέτοια διαθήκη να είναι γαλήνιος και ευτυχής σ’ αυτό το νερόμυλο του θανάτου; Είναι πιθανή η πρόοδος, είναι λογική, είναι δικαιολογημένη, είναι απαραίτητη η πρόοδος στον κόσμο στον οποίον ο θάνατος είναι η πιο ακαταμάχητη αναγκαιότητα; Και αυτό το ερώτημα σημαίνει: Έχει έννοια τέτοιος κόσμος, τέτοια ζωή, τέτοιος άνθρωπος; Το ζήτημα της προόδου είναι το πρόβλημα της έννοιας τής ζωής. Αν στο νερόμυλο του θανάτου είναι ενδεχόμενη η έννοια τής ζωής, ενδεχόμενη είναι και η πρόοδος. Η απάντηση, στο ερώτημα αυτό είναι πιθανή μόνο μέσω της απάντησης στο ερώτημα του θανάτου.

Με την επίλυση του προβλήματος του θανάτου ουσιαστικά λύνεται το κεντρικό πρόβλημα της ανθρώπινης ύπαρξης; Άμεσα ή έμμεσα, όλα τα προβλήματα σε τελευταία γραμμή καταλήγουν στο πρόβλημα του θανάτου. Ξεδιπλώστε οποιοδήποτε πρόβλημα έως το τέλος του και αναπότρεπτα θα καταλήξετε στο πρόβλημα του θανάτου. Αποκεί, από την επίλυση του προβλήματος του θανάτου, εξαρτάται η ορθή επίλυση όλων των υπόλοιπων προβλημάτων. Με τη δύναμη της απανταχού παρούσας πραγματικότητας το μοιραίο δόγμα, ο θάνατος είναι αναγκαιότητα, έγινε το σύνθημα της ανθρωπότητας.

Αν όλα τα όντα είναι περιτοιχισμένα από το θάνατο, τότε, πείτε μου, είναι πιθανή η πρόοδος σε τέτοιο κόσμο, η πρόοδος που θα τελείωνε με το θάνατο; Η πρόοδος στην οποία ο άνθρωπος θα ήταν αλεσμένος από το θάνατο; Τούτο είναι το δοκιμαστικό ερώτημα για όλους τους θεούς και για όλους τους ανθρώπους. Αν κανείς λύσει αυτό το ζήτημα, τότε αυτός είναι ο αληθινός Θεός, δεν υπάρχουν άλλοι θεοί και δεν τους χρειαζόμαστε, αλλά να λύσει αυτό το πρόβλημα δύναται μόνον εκείνος που θα πραγματοποιήσει την πρόοδο σε τέτοιο κόσμο. Να πραγματοποιήσει κανείς την πρόοδο σημαίνει να νικήσει το θάνατο. Δύναται να το κάνει η επιστήμη, η φιλοσοφία, ο πολιτισμός ή κάποια θρησκεία;

Για να φτάσουμε αμερόληπτα έως την αντικειμενική απάντηση σ’ αυτό το πρόβλημα, χρειάζεται να θέσουμε το πρόβλημα του θανάτου πρόσωπο με πρόσωπο με την επιστήμη, με τη φιλοσοφία, με την κουλτούρα, με τη θρησκεία. Απαντώντας σ’ αυτό το ερώτημα, αυτές τοιουτοτρόπως θα δώσουν την απάντηση περί της πραγματικής αξίας τους, επειδή θα απαντήσουν στο ερώτημα, είναι δυνατή και απαραίτητη η πρόοδος σ’ αυτό το θορυβώδη νερόμυλο του θανάτου που ονομάζεται γη;

Αντιμετωπίστε το πρόβλημα του θανάτου με τη σύγχρονη θετικιστική επιστήμη. Προκειμένου να λύσει το πρόβλημα της ζωής και του θανάτου η επιστήμη επιστράτευσε όλες τις δυνάμεις της, ωστόσο το αποτέλεσμα όλων των επιστημονικών κόπων συνοψίζεται σε ένα συμπέρασμα, στον κόσμο κυριαρχούν οι φυσικοί νόμοι που είναι απαραίτητοι και αναλλοίωτοι· και ο θάνατος είναι ένας φυσικός νόμος, νόμος ο οποίος είναι απαραίτητος και αναλλοίωτος- σε τέτοιο κόσμο και τέτοιο άνθρωπο ο θάνατος είναι αναγκαιότητα.

Την απάντησή της στο φοβερό ζήτημα του θανάτου η επιστήμη τυλίγει στη μυστηριώδη λέξη αναγκαιότητα. Με τούτο, όμως, δεν επιλύει το πρόβλημα αλλά απλώς το διαπιστώνει και το επιβεβαιώνει. Ουσιαστικά, η απάντησή της είναι η καταδίκη τού ανθρώπου και της ανθρωπότητας στην αιώνια φρίκη, το βάσανο και τη θλίψη. Με τέτοια απάντηση η επιστήμη ομολογεί το δεδομένο πως ο θάνατος είναι αναγκαιότητα. Εντούτοις, το δεδομένο αυτό είναι και η μέγιστη κατάρα για το γένος των ανθρώπων. Ακαταμάχητη παρόρμηση της επίγνωσης με αναγκάζει να βγάλω συμπεράσματα απ’ αυτό το δόγμα τής σύγχρονης επιστήμης: Αν ο θάνατος είναι αναγκαιότητα, προκύπτει ότι η ανθρώπινη ζωή δεν έχει κανένα νόημα και η γνήσια πρόοδος είναι απίθανη· η αναγκαιότητα παραμένει να είναι αναγκαιότητα· η ανθρωπότητα είναι καταδικασμένη στο μόνιμο status quo ante, δηλαδή, καταδικασμένη σε θάνατο για πάντα, αφού ο θάνατος είναι αναγκαιότητα για όλους τους ανθρώπους.

«Πιστεύουμε», δήλωσε τις προάλλες ο δημοφιλής αστρονόμος Τζέιμς Τζινς, καθηγητής τού Πανεπιστημίου τού Κέμπριτζ, «ότι το σύμπαν δεν είναι μόνιμη, αναλλοίωτη συναρμολόγηση. Αυτό ζει τη ζωή του, ταξιδεύει, όπως και όλοι εμείς, στο δρόμο που οδηγεί από τη γέννηση έως το θάνατο, επειδή η επιστήμη δεν ξέρει για καμία αλλαγή εκτός της αλλαγής που συνίσταται από τη γήρανση, και για καμία εξέλιξη εκτός της ανάπτυξης προς τον τάφο. Στο φως τής σημερινής μας γνώσης, είμαστε αναγκασμένοι να πιστεύουμε ότι ολόκληρο το υλικό σύμπαν είναι μόνο ένα παράδειγμα γι’ αυτό, εντούτοις σε πελώρια κλίμακα» (The stars in their courses, Cambridge, 1931).

Εφόσον ο θάνατος είναι η μοναδική φυσική ολοκλήρωση του ανθρώπου αλλά και του ίδιου του σύμπαντος, τότε και η μοναδική γνήσια πρόοδος κατά βάση είναι απίθανη. Όχι μόνο απίθανη αλλά και άχρηστη. Επειδή τι μου αξίζει η πρόοδος, όταν περιορίζεται σε αυτό να με ξεπροβοδίσει εορταστικά από την κούνια μέχρι τον τάφο; Τούτο είναι σαν να σε κατεδίκαζαν σε θάνατο και ο δήμιος να άλειφε το σπαθί του με μέλι για να σου γίνει πιο γλυκός όταν μ’ αυτό σε αποκεφαλίσει.

Τι μου αξίζει η πρόοδος, τι μου αξίζουν όλες οι αναρίθμητες θλίψεις και τα βάσανα που υποφέρω στο καταραμένο δρόμο από την κούνια έως το θάνατο; Τι μου αξίζει όλος ο κόπος και η επιμέλεια, η υποχρέωση, η αγάπη και η καλωσύνη, η κουλτούρα και ο πολιτισμός, όταν πεθαίνω και χάνομαι. Καθετί που ονομάζεται πρόοδος και επιμέλεια, υποχρέωση και αγάπη, καλωσύνη, κουλτούρα, και πολιτισμός, όλες αυτές οι δήθεν αξίες, όλα αυτά είναι βρυκόλακες που ρουφούν το αίμα μου, ρουφούν, ρουφούν… Καταραμένοι να είναι!

Πρέπει να είμαστε ειλικρινείς. Αν ο θάνατος είναι αναγκαιότητα, τότε η ζωή αυτή είναι ο πιο χλευαστικός εμπαιγμός, το πιο αηδιαστικό δώρο, και κυρίως φρίκη, ανυπόφορη φρίκη… Η αναγκαιότητα του θανάτου για την επιστήμη είναι ανεξέλεγκτη και ακαταμάχητη. Τούτο σημαίνει ότι η επιστήμη δεν είναι ικανή ούτε να βρει ούτε καν να δώσει το νόημα στη ζωή. Ενώπιον του προβλήματος του θανάτου ξεψυχά και η ίδια η επιστήμη.

Πολλοί άνθρωποι λένε: Η επιστήμη είναι δύναμη, η επιστήμη είναι ισχύς. Αλλά, πείτε μου μόνοι σας, μία δύναμη η οποία είναι αδύνατη ενώπιον του θανάτου, ουσιαστικά είναι δύναμη; Και ισχύς, η οποία είναι ανίσχυρη ενώπιον του θανάτου, ουσιαστικά είναι ισχύς; Δεν υφίσταται νίκη εκτός εκείνης που νικά το θάνατο· και δεν υφίσταται πρόοδος εκτός αυτής της νίκης· και δεν υφίσταται ισχύς εκτός αυτής της νίκης· και δεν υφίσταται δύναμη εκτός αυτής της νίκης… Λένε πως η επιστήμη είναι φιλάνθρωπη. Αλλά τι φιλανθρωπία είναι αυτή, όταν αφήνει τον άνθρωπο μέσα στο θάνατο; Όταν είναι αδύνατη να τον υπερασπίζεται από το θάνατο; Φιλανθρωπία είναι να νικήσεις το θάνατο. Δεν υπάρχει άλλη εκτός απ’ αυτό.

Τοποθετείστε το ζήτημα του θανάτου πρόσωπο με πρόσωπο με όλες τις αρχαίες και καινούργιες φιλοσοφίες. Κοντολογίς, όλη η λογική όλων των φιλοσοφιών απορρέει από μία αρχή: Οι κατηγορίες τής ανθρώπινης αντίληψης τεκμηριώνουν ότι είναι απίθανο να νικηθεί ο θάνατος· ο θάνατος είναι λογική συνέπεια της φυσικής φθοράς τού ανθρώπινου όντος, επομένως ο θάνατος είναι αναπόφευκτη αναγκαιότητα.

Μία τέτοια απόκριση με ερεθίζει στο να θέσω το ερώτημα: Πώς οι φιλοσοφίες μπορούν να δώσουν έννοια στη ζωή, όταν με τέτοιο τρόπο επιλύνουν το πρόβλημα του θανάτου; Ουσιαστικά οι φιλοσοφίες δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά η αριθμητική τής απαισιοδοξίας. Όταν ο άνθρωπος από την άκρη τού τάφου θεωρεί τον κόσμο, τότε καμία φιλοσοφία δεν δύναται να του γλυκάνει το πικρό μυστήριο του θανάτου. Υποθέστε ότι εμένα μου έχει πεθάνει ο αδελφός μου ή η αδελφή μου ή μητέρα μου· στο κάθε άτομο του όντος μου βράζει ανείπωτη λύπη. Σε τι θα στηριχτώ; Ποιος θα με παρηγορήσει; Η φιλοσοφία είναι βουβή, η επιστήμη είναι κωφάλαλη, για να μπορέσουν να με παρηγορήσουν. Μόνο ενώπιον της φοβερής πραγματικότητας του θανάτου εγώ αισθάνομαι και μαθαίνω πως η φιλοσοφία και η επιστήμη είναι, ουσιαστικά, όχι μία ευχάριστη αλλά μία πικρή αγγελία. Μα μπορεί να είναι ευαγγελισμός η αγγελία, η οποία δεν είναι σε θέση να γλυκάνει την πιο δηλητηριώδη θλίψη και την πιο τρομακτική λύπη τού πνεύματος του ανθρώπου, το πικρό σαν αψιθιά μυστήριο του θανάτου;

Αντιμετωπίστε το ζήτημα του θανάτου με την ευρωπαϊκή ουμανιστική κουλτούρα. Πολλούς αφελείς φτέρωσε η ευρωπαϊκή κουλτούρα με ελπίδα. Ωστόσο, τα φτερά αυτά είναι αδύνατα για να μπορέσουν να ανεβάσουν πάνω από το θάνατο το βαρύ ον του ανθρώπου. Ο θάνατος άσπλαχνα από τη ρίζα τα αποκόπτει. Και ο άνθρωπος της ευρωπαϊκής κουλτούρας αισθάνεται απελπιστικά αδύνατος ενώπιον του φρικτού γεγονότος τού θανάτου. Η κουλτούρα δεν καθιστά τον άνθρωπο νικητή τού θανάτου, αφού και η ίδια είναι ένα δημιούργημα των θνητών ανθρώπων. Σε καθετί το δικό της βρίσκεται η σφραγίδα τού θνητού ανθρώπου.

Στέκομαι στην άκρη τού τάφου και μετρώ την κουλτούρα στη ζυγαριά τού θανάτου. Και ιδού, είναι ελαφρύτερη και από το τίποτα. Ενώπιον του θανάτου αυτή καταλήγει στο απόλυτο μηδέν. Όλα τα πλεονεκτήματά της ο θάνατος σιγά σιγά τα φθείρει και τα αποσπά, ώσπου όλα να τα πάρει και κατολισθαίνοντας να τα μεταφέρει στη σκοτεινή του άβυσσο. Μα η κουλτούρα που δεν είναι ικανή να νικήσει το θάνατο, ουσιαστικά παρουσιάζει δύναμη η οποία αποδίδεται σ’ αυτή από πολλούς; Κουλτούρα που δεν δύναται να νοηματοδοτήσει το θάνατο, μπορεί να είναι η έννοια της ζωής; Τι όφελος είναι στον άνθρωπο απ’ αυτό που είναι πολιτισμένος, πολιτισμένος μέσα στο νερόμυλο του θανάτου ο οποίος σήμερα ή αύριο θα αλέσει και αυτόν και την κουλτούρα του;

Τοποθετείστε το πρόβλημα τού θανάτου ενώπιον των μη-χριστιανικών θρησκειών. Όλες αυτές βασανίζονται μ’ αυτό· και προσπαθώντας να το επιλύσουν ή το παρακάμπτουν ή το αρνούνται ή το παραλείπουν. Οι πιο χαρακτηριστικές απ’ αυτές είναι ο βραχμανισμός και ο βουδισμός.

Για το βραχμανισμό ο θάνατος είναι όπως και όλος ο ορατός κόσμος: Η μάγια είναι η απατηλή πραγματικότητα, το μη ον, η ανυπαρξία. Το πρόβλημα του θανάτου συγκαταλέγεται σε κάποιο είδος αποκαλούμενων πραγματικοτήτων, τις οποίες πρέπει να υπερβεί κανείς με τη δύναμη τού θελήματός του. Όλος ο ορατός κόσμος είναι έκθεση φαντασμάτων που χάνονται στα μη πραγματικά στοιχειά. Προσπαθώντας να αντιμετωπίσει έτσι το πρόβλημα του θανάτου ο βραχμανισμός δεν το επιλύνει αλλά το αρνείται.

Και ο βουδισμός; Ο βουδισμός είναι ενηλικίωση της απελπισίας. Τούτο είναι όχι μόνο η φιλοσοφία αλλά και η θρησκεία τής απαισιοδοξίας. Το μυστήριο του μη όντος είναι πιο ευχάριστο από το πικρό υπερπικρό μυστήριο του όντος. Ο θάνατος είναι η απελευθέρωση από τα δεσμά αυτού του φοβερού τέρατος που ονομάζεται κόσμος. Πίσω από το θάνατο είναι η μακαριότητα της νιρβάνας. Έτσι, ο βουδισμός δεν επιλύνει, αλλά παραλείπει το ζήτημα του θανάτου· δεν νικά το θάνατο, αλλά αδύνατα τον καταριέται. Παρόμοια και οι άλλες θρησκείες δεν παρουσιάζουν τίποτ’ άλλο παρά το φαλλίρισμα ενώπιον του προβλήματος του θανάτου.

Την αξία, τη γνήσια αξία κάθε επιστήμης, κάθε φιλοσοφίας, κάθε θρησκείας, κάθε κουλτούρας θα τη βρείτε, αν τις μελετάτε σε σχέση με το θάνατο. Και μέσω της επιστήμης και μέσω της φιλοσοφίας και μέσω των πολυάριθμων θρησκειών ο άνθρωπος προσπαθεί να νικήσει το θάνατο αλλά καθόλου δεν το πετυχαίνει, καθόλου δεν μπορεί να βρει το μοχλό με τον οποίο θα ανυψώσει και το σώμα του στην αθάνατη πραγματικότητα. Από κει όλες αυτές φαλλίρουν στο πρόβλημα του σώματος.

Το ζήτημα της θνητότητας του ανθρώπινου σώματος όντως είναι μία δοκιμασία και πρόβλημα όλων των θρησκειών, όλων των φιλοσοφιών και όλων των επιστημών. Όποια πέφτει έξω στο πρόβλημα του σώματος, αναπότρεπτα σφάλλει και στο πρόβλημα του πνεύματος. Εκείνος που θα νικήσει το θάνατο του σώματος, που θα δώσει και θα εξασφαλίσει την αθανασία στο σώμα, αυτός είναι ο πολυεπιθυμητός Θεός και Σωτήρας, αυτός είναι η έννοια τής ζωής και του κόσμου, αυτός είναι η χαρά και η παρηγοριά τού ανθρώπου και της ανθρωπότητας. Μέχρι όμως να γίνει αυτό, η απαισιοδοξία και η απελπισία θα παραμένουν η συντροφιά ανθρώπου στη γη.

Ο άνθρωπος είναι απομονωμένος, ενώ γύρω του ύπουλα σιωπά ο απαράλιος ωκεανός τού θανάτου. Πλημμυρισμένος από το θάνατο ο άνθρωπος μουγκρίζει τον αναστεναγμό τής καρδιάς του και κανείς δε μπορεί να του απαντήσει, κανείς από τους ανθρώπους, κανείς από τους θεούς. Αν κάτι ψελλίσει η επιστήμη, η φιλοσοφία, η κουλτούρα, όλα αυτά είναι το ναρκωτικό το οποίο δε δύναται διόλου να αποκοιμίσει με τη φρίκη τού θανάτου την εξεγερμένη ψυχή και το σώμα τού ανθρώπου. Κοιτάξτε, ο άνθρωπος και η ανθρωπότητα δεν μπορούν να ξεφύγουν πουθενά από το καταραμένο νερόμυλο του θανάτου! Ο κατσούφης πλανήτης μας έχει σε υπερβολικό ποσό τις κεντρομόλες δυνάμεις για καθετί θνητό. Όλος ο ηλεκτρισμός τού πόνου, της φρίκης, της τραγικότητας συγκεντρώνεται σε ένα κεραυνό, στον κεραυνό τού θανάτου, κατά του οποίου δεν υπάρχει αλεξικέραυνο.

Ο θάνατος είναι το υπέρτατο κακό που συνθέτει όλα τα κακά, η υπέρτατη φρίκη που συνθέτει όλες τις φρίκες, η υπέρτατη τραγικότητα που συνθέτει όλες τις τραγικότητες. Ενώπιον αυτού του υπέρτατου κακού, ενώπιον αυτής της υπέρτατης φρίκης, ενώπιον αυτής της υπέρτατης τραγικότητας, ληθαργεί στην αδυναμία και απελπισία όλο το πνεύμα τού ανθρώπου και όλη η ανθρωπότητα… Η πρόοδος; Ω, η κάθε πρόοδος τι άλλο είναι παρά πρόοδος προς το θάνατο, πρόοδος προς τον τάφο; Όλες οι πρόοδοι στο νερόμυλο του θανάτου ολοκληρώνονται με το θάνατο…

Όλη η κραυγαλέα και θορυβώδης ιστορία της ανθρωπότητας μαρτυρεί και ισχυρίζεται το εν, ο άνθρωπος είναι αδύνατος να νικήσει το θάνατο. Αλλά, αν τούτο είναι το τελευταίο και ολοκληρωτικό συμπέρασμα, για ποιο λόγο να ζούμε; Για ποιο λόγο να δημιουργούμε την ιστορία, να συμμετέχουμε σ’ αυτήν, να ασχολούμαστε με δυσκολία γύρω από αυτήν;

Η ιστορία τού γένους τών ανθρώπων, που δεν είναι άλλο παρά μια άσπλαχνη, τυραννική δικτατορία τού θανάτου, μα δεν είναι ένας εμπαιγμός πάνω σε κάθε πρόοδο; Να μην εξαπατούμε τον εαυτό μας· ο θάνατος είναι ο θρίαμβος της τυραννίας και τραγικότητας, και αλίμονο, το ξεφάντωμα της ειρωνείας και του κωμικού… Είναι ένα καημένο και κωμικό ον ο άνθρωπος, όταν είναι πεπρωμένο να ζει στο νερόμυλο του θανάτου, βλέποντας πως όντως ανελεημόνως ο θάνατος αλέθει άνθρωπο με άνθρωπο, γενιά με γενιά, νιώθοντας πως και αυτόν σιγά σιγά τον αλέθει μέχρι να τον εξαφανίσει εντελώς.

***

Στο δυστυχισμένο και απατημένο ον που ονομάζεται άνθρωπος είναι απίθανο να νικήσει το θάνατο, απίθανο για πάντα. Όμως, εκείνο που είναι απίθανο για τον άνθρωπο αποδείχτηκε πως είναι δυνατό μόνο στο Θεάνθρωπο. Ναι, ο Θεάνθρωπος νίκησε το θάνατο. Με τι; Με την ανάστασή Του, και με τη νίκη αυτή επέλυσε το καταραμένο πρόβλημα του θανάτου· το επέλυσε όχι θεωρητικά, όχι αφηρημένα, όχι a priori (πριν από το γεγονός της Αναστάσεως), αλλά με το γεγονός, με το δεδομένο, το ιστορικό δεδομένο τής ανάστασής Του εκ των νεκρών. Ναι, με ένα ιστορικό δεδομένο, επειδή δεν υπάρχει γεγονός, όχι μόνο στο Ευαγγέλιο αλλά και στην ιστορία τού ανθρώπινου γένους, το οποίο τόσο ξεκάθαρα, τόσο θελκτικά, τόσο αναμφίβολα είναι μαρτυρημένο όπως η ανάσταση του Χριστού. Δίχως αμφισβήτηση, η χριστιανοσύνη είναι, στην ολόκληρη της ιστορική πραγματικότητα, της δύναμης και της παντοδυναμίας, εδραιωμένη στο δεδομένο τής ανάστασης του Χριστού και τούτο σημαίνει στην παντοτινά ζώσα υπόσταση του Θεανθρώπου Χριστού. Όλη η πολυαίωνη και αδιάκοπα θαυματουργική ιστορία τού χριστιανισμού μαρτυρεί περί αυτού. Επειδή, αν υφίσταται γεγονός από το οποίο να προέρχονται όλα τα γεγονότα από τη ζωή τού Κυρίου Χριστού και των Αποστόλων, και γενικά της απανταχού χριστιανοσύνης, τότε το γεγονός αυτό είναι η ανάσταση του Χριστού. Επίσης, αν υπάρχει αλήθεια από την οποία προέρχονται όλες οι χριστιανικές αλήθειες, τότε η αλήθεια αυτή είναι η ανάσταση του Χριστού. Και επιπλέον, αν υφίσταται η πραγματικότητα, από την οποία προέρχονται όλες οι καινοδιαθηκικές πραγματικότητες, τότε η πραγματικότητα αυτή είναι η ανάσταση του Χριστού. Επιτέλους, αν υπάρχει ευαγγελικό θαύμα, από το οποίο προέρχονται όλα τα καινοδιαθηκικά θαύματα, τότε το θαύμα αυτό είναι η ανάσταση του Χριστού. Επειδή μόνο στο φως τής ανάστασης του Χριστού γίνεται εντελώς σαφές και το πρόσωπο του Χριστού και το έργο Του. Μόνο στην ανάσταση του Χριστού αποκτούν πλήρως την εξήγησή τους όλα τα θαύματα του Χριστού, όλες οι αλήθειές Του, όλα τα λόγια Του, όλα τα ευαγγελικά γεγονότα. Επειδή οι αλήθειες τού Θεανθρώπου είναι αληθινές μόνο με τη γνησιότητα της ανάστασής Του, και τα θαύματά Του είναι πραγματικά μόνο με την πραγματικότητα της ανάστασής Του.

Εξάλλου, χωρίς την ανάσταση του Θεανθρώπου δεν θα μπορούσε να εξηγηθεί ούτε η αποστολή των Αποστόλων ούτε η μαρτυρία των Μαρτύρων ούτε η ομολογία των Ομολογητών ούτε η αγιότητα των Αγίων ούτε η άσκηση των Ασκητών· ούτε βέβαια η θαυματουργία των Θαυματουργών ούτε η πίστη των πιστών ούτε η αγάπη των αγαπώντων ούτε η ελπίδα των ελπιζόντων. Ασφαλώς δεν θα μπορούσε να κατανοηθεί η νηστεία των νηστευτών ούτε και η προσευχή των ικετών· βεβαίως ούτε και η πραότητα των πράων, ούτε η λύπηση των λυπούντων και γενικά καμία χριστιανική άσκηση. Αν ο Κύριος Ιησούς Χριστός δεν ανασταινόταν, και ως τέτοιος δεν γέμιζε τους μαθητές Του με την παντοζωογόνο δύναμη και θαυματουργική σοφία, ποιος θα συνάθροιζε αυτούς τους φοβητσιάρηδες και φυγάδες, ποιος θα τους έδινε το θάρρος, την ισχύ και τη σοφία, για να κηρύττουν έτσι άφοβα, ισχυρά και σοφά, να ομολογούν τον αναστάντα Κύριο και έτσι χαρούμενα να πάνε στο θάνατο γι’ Αυτόν; Και αν ο αναστάς Σωτήρας δεν τους γέμιζε με τη θεία δύναμη και σοφία, πώς θα άναβαν τον κόσμο με την άσβηστη πυρκαγιά τής καινοδιαθηκικής πίστης, αυτοί οι απλοί, αμόρφωτοι, αμαθείς και φτωχοί άνθρωποι; Αν η χριστιανική πίστη δεν ήταν η πίστη τού αναστάντος, και επομένως του αιωνίως ζώντος και ζωοποιού Κυρίου Χριστού, ποιος θα εμψύχωνε τους Μάρτυρες για την άσκηση της μαρτυρίας, τους Ομολογητές για την άσκηση της ομολογίας και τους Αγίους για την άσκηση της Αγιότητας· ποιος θα ενίσχυε και τους Ασκητές για την αρετή τής άσκησης, τους Αναργύρους για την άσκηση της αναργυρίας, τους Νηστευτές για την άσκηση της νηστείας και οποιονδήποτε χριστιανό για οποιαδήποτε ευαγγελική άσκηση; Κοντολογίς, αν δεν υπήρχε η ανάσταση του Χριστού, δεν θα υπήρχε ούτε ο χριστιανισμός· ο Χριστός θα ήταν ο πρώτος και ο τελευταίος χριστιανός ο οποίος ξεψύχησε και πέθανε στο σταυρό και μαζί Του ξεψύχησε και πέθανε το έργο Του και η διδασκαλία Του. Γι’ αυτό το λόγο η ανάσταση του Χριστού είναι το άλφα και το ωμέγα της χριστιανοσύνης στο απανταχού θεανθρώπινό της ύψος, βάθος και πλάτος.

Αν ο Χριστός δεν ανασταινόταν πραγματικά, ποιος έξυπνος θα μπορούσε να πιστέψει Αυτόν ως Θεό και Κύριο; Και οι Απόστολοι πώς θα είχαν το θάρρος να Τον κηρύττουν ως το Θεό, αν δεν ανασταινόταν αληθώς; Τι ζήλος, ρωτά ο άγ. Χρυσόστομος, ενθάρρυνε τους Αποστόλους να κηρύττουν ένα νεκρό; Τι βραβείο περίμεναν από ένα νεκρό; Τι τιμή; Μα, αυτοί τον εγκατέλειψαν ενώ ήταν ζων κοντά τους, μόλις τον συνέλαβαν· και μετά το θάνατο θα μπορούσαν να είναι τόσο θαρραλέοι γι’ Αυτόν, αν Αυτός δεν ανασταινόταν; Πώς να το κατανοήσουμε; Το ότι δεν ήθελαν και δεν μπορούσαν να μηχανευτούν την ανάσταση που δεν έγινε, φαίνεται από το εξής. Πολλές φορές ο Σωτήρας έλεγε σ’ αυτούς περί της αναστάσεως, ακόμα και αδιάκοπα επανέφερε ότι, όπως και οι ίδιοι εχθροί είπαν, θα αναστηθεί μετά τρεις μέρες (Ματθ. 27, 63). Συνεπώς, αν Αυτός δεν ανασταινόταν, αυτοί, σαν πλανεμένοι και διωγμένοι από όλο το λαό, καταδιωγμένοι από τα σπίτια και τις πόλεις, θα έπρεπε να Τον απαρνηθούν· και σαν πλανεμένοι απ’ Αυτόν και εξαιτίας Αυτού υποβλημένοι στις φοβερές καταδιώξεις, δεν θα επιθυμούσαν να διαδίδουν το κήρυγμα της αναστάσεως. Το ότι αυτοί δεν μπόρεσαν να μηχανευτούν την ανάσταση, πως αυτή δεν έγινε πραγματικά, περί αυτού δεν χρειάζεται να μιλάμε. Επομένως, σε τι άλλο μπορούσαν αυτοί να ελπίσουν; Στη δύναμη του λόγου τους; Μα αυτοί ήταν πολύ αμαθείς άνθρωποι. Στον πλούτο; Μα δεν είχαν ούτε ράβδο ούτε υποδήματα. Στη φήμη τής καταγωγής; Μα αυτοί προέρχονταν από ασήμαντα χωριά. Στην πολυαριθμία τους; Μα ήταν μόνο ένδεκα και διασκορπισμένοι πλέον. Στις υποσχέσεις τού Διδασκάλου; Σε τι υποσχέσεις; Αν Αυτός δεν ανασταινόταν, τότε και οι υπόλοιπες υποσχέσεις Του δεν θα ήταν αυθεντικές γι’ αυτούς. Πώς θα μπορούσαν να δαμάσουν τη λαϊκή οργή, όταν ο κορυφαίος απ’ αυτούς δεν υπέφερε τα λόγια μιας γυναίκας δούλης και όλοι οι υπόλοιποι, βλέποντάς Τον δεμένο, εξαφανίστηκαν· πώς θα σκέφτονταν να πάνε σ’ όλες τις άκρες της γης και εκεί να φυτεύουν την ψευδή διακήρυξη περί της αναστάσεως; Όταν ένας απ’ αυτούς δεν άντεξε μπροστά στην απειλή μιας γυναίκας, ενώ και οι άλλοι έχοντας στα μάτια τους την εικόνα από τα δεσμά τού Χριστού, πώς θα μπορούσαν να κρατηθούν ενώπιον των βασιλιάδων, αρχόντων και λαών, όπου υπήρχαν σπαθιά, πυρακτωμένα καζάνια, θερμάστρες, αναρίθμητα είδη του καθημερινού θανάτου, αν δεν ήταν αναζωογονημένοι από τη δύναμη και βοήθεια του Αναστάντος; Είχαν γίνει πολλά μεγάλα θαύματα αλλά οι Ιουδαίοι δεν ντράπηκαν από κανένα απ’ αυτά, ενώ σταύρωσαν Εκείνον που τα έκανε· μα είναι δυνατόν, θα μπορούσαν να πιστέψουν στα απλά λόγια των μαθητών περί της αναστάσεως; Όχι, όχι! Όλα αυτά τα έκανε η δύναμη του Αναστάντος (In Math. Homil. 89, Migne, PG 58, 782-783).

Η ανάσταση του Χριστού είναι ανατροπή, η πρώτη ριζοσπαστική επανάσταση στην ιστορία τής ανθρωπότητας. Αυτή ξεχώρισε την ιστορία σε δύο μέρη· στο πρώτο μέρος κυριαρχούσε το σύνθημα: Ο θάνατος είναι αναγκαιότητα. Στο δεύτερο αρχίζει να κυριαρχεί το σύνθημα: Η ανάσταση είναι αναγκαιότητα, η αθανασία είναι αναγκαιότητα. Η ανάσταση είναι η νεροδεσιά τής ανθρώπινης ιστορίας, μέχρις Αυτόν, η αληθινή πρόοδος ήταν αδύνατη, μετά από Αυτόν γίνεται δυνατή.

Από το δεδομένο τής ανάστασης του Χριστού γεννήθηκε η φιλοσοφία τής ανάστασης η οποία αναμφισβήτητα αποδεικνύει και τεκμηριώνει ότι αναγκαιότητα είναι όχι ο θάνατος αλλά η αθανασία, όχι η νίκη τού θανάτου αλλά η νίκη πάνω στο θάνατο. Σ’ αυτό, μόνο σ’ αυτό το δεδομένο και στη ζωή την οικοδομή μένη σ’ αυτό το δεδομένο τής ανάστασης του Χριστού, είναι πιθανή η αληθινή πρόοδος.

Η πρακτική πεποίθηση και το φιλοσοφικό δόγμα ότι ο θάνατος είναι αναγκαιότητα, είναι το αποκορύφωμα και η ενηλικίωση της απαισιοδοξίας. Το δόγμα αυτό έχει τα αξιώματά του στις αρχές: Η αμαρτία είναι αναγκαιότητα, το κακό είναι αναγκαιότητα. Αλλά και η φιλοσοφία τής ανάστασης έχει τις αρχές της, νά τες: Η αναμαρτησία είναι αναγκαιότητα, το καλό είναι αναγκαιότητα. Εφόσον η ανάσταση του Θεανθρώπου Χριστού είναι δεδομένο, γεγονός, εμπειρία, τότε δεν υφίσταται ουδεμία θεανθρώπινη αρετή που δεν θα μπορούσε στη ζωή τού ανθρώπου να γίνει δεδομένο, γεγονός, εμπειρία.

Το δεδομένο τής ανάστασης του Χριστού δεν είναι περιορισμένο ούτε μέσα στο χρόνο ούτε μέσα στο χώρο· από κάθε μεριά είναι ατερμάτιστη και απέραντη, καθώς και η ίδια η υπόσταση του Θεανθρώπου Χριστού. Η ανάσταση του Χριστού, μολονότι είναι εντελώς προσωπική πράξη τού Θεανθρώπου, έχει, όμως, πανανθρώπινη και συμπαντική σημασία και δύναμη, επειδή ο Θεάνθρωπος, ως δεύτερος Αδάμ, είναι ο γενάρχης τής νέας ανθρωπότητας και το παν ό,τι αφορά την ανθρώπινή Του φύση, ταυτόχρονα αφορά και ολάκερο το ανθρώπινο γένος τού οποίου Αυτός είναι εκπρόσωπος. Γι’ αυτό το λόγο η ανάσταση του Χριστού είναι δεδομένο και γεγονός της πανανθρώπινης και καθολικής σπουδαιότητας και σημασίας. Το δεδομένο αυτό, το γεγονός αυτό διακλαδίζεται στις ζωές όπως στις δισεκατομμύρια ζωές όλων των χριστιανών, επειδή οι χριστιανοί είναι χριστιανοί λόγω τού γεγονότος ότι με την πίστη στον αναστάντα Κύριο Χριστό έγιναν σύσσωμοι Αυτού, δηλαδή, τα μέλη τού Θεανθρώπινου σώματος Αυτού, της Εκκλησίας. Η Εκκλησία δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά ασταμάτητη και ατέρμονη επέκταση ενός γεγονότος, ενός δεδομένου, της ανάστασης του Χριστού. Τούτο είναι ο νέος οργανισμός, η νέα πραγματικότητα, ατέρμονη, απέραντη, αθάνατη. Εδώ δεν υπάρχουν όρια ούτε του χρόνου ούτε του χώρου. Το δεδομένο τής ανάστασης του Χριστού είναι το θεμέλιο της Εκκλησίας, το θεμέλιο της χριστιανοσύνης και του κάθε χριστιανού. Αν ο άνθρωπος δεν θεμελιωθεί σ’ αυτό, θα θεμελιωθεί σε κινούμενη άμμο, επειδή κάθε θεμέλιο έξω απ’ Αυτόν δεν είναι άλλο παρά κινούμενη άμμος.

Με την ανάστασή Του ο Κύριος Ιησούς Χριστός διέσπασε τον αμαρτωλό κύκλο τού θανάτου. Πραγματοποίησε τη μετάβαση από το θάνατο στην αθανασία, από το χρόνο στην αιωνιότητα. Στην υπόστασή Του πραγματοποίησε αυτή τη μετάβαση και ο άνθρωπος, όχι ως άνθρωπος αλλά ως Θεάνθρωπος. Εξαιτίας τούτου η ανάσταση είναι το κεντρικό δεδομένο, απ’ αυτόν πηγάζει και σ’ αυτόν συνοψίζεται όλη η χριστιανική πραγματικότητα. Από τον άνθρωπο ζητείται μόνο το εν, να υιοθετήσει αυτό το δεδομένο, να ζήσει αυτήν την εμπειρία, να αναστήσει τον εαυτό του από τον τάφο τού καθετί που είναι θνητό, συνενώνοντας μέσω της πίστης την ψυχή του με τον Αναστάντα Θεάνθρωπο.

Με την ανάστασή Του ο Κύριος Ιησούς νοηματοδότησε το σώμα, νοηματοδότησε την ύλη, νοηματοδότησε το πνεύμα. Επειδή με την ανάστασή Του για πρώτη φορά ολοκληρωτικά και ένδοξα λύθηκε το φοβερό πρόβλημα του θανάτου, το πρόβλημα του σώματος και του θανάτου. Έγινε με αυτόν τον τρόπο: Το σώμα τού ανθρώπου είναι δημιουργημένο για την αθανασία και την θεανθρώπινη αιωνιότητα, με το σώμα και όλη η ύλη, επειδή όλη η κτίση ενυπάρχει στο σώμα τού ανθρώπου. Με την ανάστασή Του ο Θεάνθρωπος έδωσε στο ανθρώπινο σώμα την αιώνια έννοια και αιώνια άξια.

Μέχρι την ανάσταση του Σωτήρος η ύλη ήταν υποβιβασμένη και υποτιμημένη, αφού ήταν θνητή. Με την ανάστασή Του ο Κύριος Ιησούς είναι πρώτος που με σωστή τιμή, την αιώνια τιμή, εκτίμησε το σώμα και απέδειξε ότι και αυτό είναι για το Θεό, ότι και αυτό είναι άξιο να κάθεται παντοτινά εκ δεξιών τού Θεού Πατρός. Μέχρι την ανάσταση του Χριστού εντός τού ανθρώπου βρισκόταν, αν όχι η πραγματική αθανασία, αναμφισβήτητα όμως το σύμβολο της αθανασίας, το οποίο εκφραζόταν με τον πόθο για την αθανασία. Η αίσθηση της αθανασίας ήταν ατροφική στον άνθρωπο και παραλυμένη· με την ανάστασή Του ο Κύριος την αναζωογόνησε, τη φρέσκαρε και τοιουτοτρόπως έκανε ικανό τον άνθρωπο να αποκτήσει και να εξασφαλίσει για τον εαυτό του την αθανασία και την αιώνια ζωή.

Η νίκη τού Χριστού πάνω στο θάνατο μέσω της αναστάσεως έδωσε τη δυνατότητα για την ατέρμονη πρόοδο του ανθρώπου και της ανθρωπότητας προς τη θεϊκή τελειότητα. Δηλαδή η αληθινή πρόοδος αποτελείται από τη νίκη πάνω στο θάνατο, από την απαθανάτιση είτε της ψυχής είτε του σώματος, από τη σωτηρία από το θάνατο και αυτό σημαίνει τη σωτηρία από την αμαρτία και το κακό, που είναι οι μοναδικοί δημιουργοί τού θανάτου. Δώστε μου τον αναμάρτητο άνθρωπο και μου δώσατε τον δημιουργό και ηγέτη τής προόδου. Ωστόσο, αν ο θάνατος είναι η ολοκλήρωση του ανθρώπου και της ανθρωπότητας, τότε όλοι οι ανθρώπινοι πόθοι για την πρόοδο είναι η πιο καταραμένη και η πιο εμπαικτική ιδιότητα, την οποία έβαλε κάποιος μέσα στον άνθρωπο για να γίνεται όσο το δυνατόν πιο ειρωνικά. Σ’ αυτήν την περίπτωση, το καλύτερο και το πιο συνεπές θα ήταν να σβήνουμε σιγά σιγά σε απελπιστική αδράνεια και να αυτοκτονούμε, εφόσον η ζωή θα ήταν μία ανυπόφορη τυραννία και ένας ανυπόφορος χλευασμός.

Αρκετοί δεν παραδέχονται την ανάσταση και μιλούν για πρόοδο. Αλλά όλες αυτές οι πρόοδοι, μολονότι επιστημονικές ή φιλοσοφικές ή καλλιτεχνικές ή πολιτιστικές δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά ομοκεντρικοί κύκλοι, εγγεγραμμένοι μέσα στον κύκλο τού θανάτου. Η πρόοδος που θα προδώσει και θα εγκαταλείψει τον άνθρωπο κατά τη στιγμή τού θανάτου, δεν είναι πρόοδος αλλά η νόθευση της προόδου. Αν ο άνθρωπος δεν είναι ικανός να νοηματοδοτήσει το θάνατο και τη ζωή, να απαθανατίσει τον άνθρωπο και την ανθρωπότητα, τότε αυτό δεν είναι πρόοδος αλλά μεταμφιεσμένη οπισθοδρόμηση. Έτσι είναι όλες οι δήθεν πρόοδοι έκτος της προόδου της βασισμένης στον αναστάντα Κύριο Ιησού.

Αν ο θάνατος δεν είναι ηττημένος και η αθανασία δεν είναι εξασφαλισμένη με την ανάσταση, τότε δεν υφίσταται πρόοδος σ’ αυτό το φοβερό νερόμυλο του θανάτου, τότε όλοι οι άνθρωποι δίχως εξαίρεση είναι οι σκλάβοι τού θανάτου, λακέδες τού θανάτου, άλεσμα του θανάτου. Αν είναι έτσι, για ποιο λόγο να ζούμε τότε, ω μυλωνάδες τής προόδου στο νερόμυλο του θανάτου; Μα γιατί να με αλέσει ο νερόμυλος του θανάτου εξ ολοκλήρου, χωρίς ν’ αφήσει τίποτε πίσω; Ναι, κάθε πρόοδος που δεν είναι βασισμένη στην αθανασία της ανθρώπινης υπόστασης, παρουσιάζει τα μαγγανευτικά παραμύθια και τους μύθους τούς οποίους ο δυστυχής άνθρωπος ονειρεύεται στην αηδιαστική αγκαλιά τού θηρίου τού θανάτου.

Η λέξη πρόοδος κυριολεκτικά σημαίνει κάθε κίνηση προς τα εμπρός. Διαμέσου τής απανταχού δραστηριότητάς του, θρησκευτικής, φιλοσοφικής, επιστημονικής, τεχνικής, οικονομικής, το γένος των ανθρώπων καταφανώς πορεύεται προς τα μπροστά, οδοιπορεί προς τα εμπρός, προς τι; Δίχως αμφιβολία, προς το θάνατο, ως την τελευταία πραγματικότητα. Γεννημένοι στο νερόμυλο του θανάτου, μεγαλωμένοι σ’ αυτόν οι άνθρωποι, όλοι οι άνθρωποι με όλες τις προόδους τους αλέθονται τελικά από το θάνατο. Κοιτάξτε στο μυστήριο των ανθρώπινων προόδων και αν δεν έχει νανουριστεί ο νους σας από τη μορφίνη τού αφελούς ουμανισμού και η καρδιά σας δεν είναι ναρκωμένη από το όπιο της πολιτισμένης ειδωλολατρίας, πραγματο-ειδωλολατρίας, εσείς πρέπει να φτάσετε μέχρι την πεποίθηση πως η ανθρωπότητα διαμέσου κάθε προόδου της τρέχει προς το εν, προοδεύει προς το εν, προς το θάνατο. Πίσω από κάθε μας πρόοδο στέκεται ο θάνατος. Τούτο είναι το πιο σίγουρο απόκτημα της ανθρώπινης προόδου. Και όταν η πρόοδος ολοκληρώνεται με το θάνατο, δεν είναι αστείο να την ονομάζουμε πρόοδο; Πιο έξυπνα να την ονομάζουμε οπισθοδρόμηση, μοιραία οπισθοδρόμηση, επειδή τα πάντα καθοδηγεί στο μη ον, στην ανυπαρξία, στην εκμηδένιση.

Αν δεν θέλουμε επίτηδες να εξαπατούμε εκείνη την ολίγη επίγνωση που έχουμε στην ψυχή μας ως ανθρώπινα όντα, και εκείνη την ολίγη αίσθηση που έχουμε στην καρδιά μας, τότε πρέπει να κατανοήσουμε και να νιώσουμε ότι δεν υπάρχει αληθινή πρόοδος χωρίς τη νίκη πάνω στο θάνατο, χωρίς την κατοχύρωση της αθανασίας και της αιώνιας ζωής για την ανθρώπινη υπόσταση. Με άλλα λόγια, για τον άνθρωπο και την ανθρωπότητα δεν υπάρχει πρόοδος χωρίς το Θεάνθρωπο Χριστό, το μοναδικό νικητή τού θανάτου. Επειδή η πρόοδος είναι μόνο εκείνη η οποία υπερνικά το θάνατο και εξασφαλίζει την αθανασία στην ανθρώπινη υπόσταση, γι’ αυτό καθετί δε που δεν υπερνικά το θάνατο και δεν εξασφαλίζει την αθανασία στο ανθρώπινο ον, δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά η οπισθοδρόμηση, μοιραία οπισθοδρόμηση, που καταδικάζει τον άνθρωπο σε θάνατο, πέρα από τον οποίο δεν υφίσταται ανάσταση.

Δεδομένου ότι ο Θεάνθρωπος Χριστός είναι ο μοναδικός νικητής τού θανάτου, Αυτός είναι και ο μοναδικός ιδρυτής και δημιουργός τής μοναδικής αληθινής προόδου, της θεανθρώπινης προόδου, ενώ ο άνθρωπος, και το καθετί του ανθρώπου υπερβολικά ανθρώπινο, δηλαδή, είναι η οπισθοδρόμηση. Το δίλημμα είναι αρκετά προφανές, άνθρωπος ή Θεάνθρωπος, θάνατος ή αθανασία;… Φίλε μου, αν μόνο μία φορά ρώτησες τον εαυτό σου, ποια είναι η έννοια τής ζωής σου που ακούραστα και ασταμάτητα τρέχει προς το θάνατο, προοδεύει προς το θάνατο, εσύ στον αναστάντα Κύριο Χριστό και μόνον μπόρεσες να βρεις τη σωστή απάντηση στην ερώτησή σου. Αν δε το προσωπικό σου πρόβλημα το διεύρυνες σε ολόκληρη την ανθρωπότητα και κατά τις άυπνες νύχτες και θορυβώδεις μέρες, σοβαρά ρώτησες τον εαυτό σου ποια είναι η έννοια τής ύπαρξης του ανθρώπινου γένους, και τι είναι ουσιαστικά η ανθρώπινη πρόοδος, εσύ από όλα τα δεδομένα, μπόρεσες να βγάλεις το συμπέρασμα: Η πρόοδος είναι καθετί που οδηγεί στο Χριστό και στην ανάσταση, επειδή εξασφαλίζει την αθανασία είτε στον άνθρωπο είτε στην ανθρωπότητα· η οπισθοδρόμηση είναι καθετί που αποστρέφεται τον Χριστό και την ανάσταση, εφόσον σπρώχνει προς το θάνατο, στο μη ον είτε τον άνθρωπο είτε την ανθρωπότητα.

Η χριστοεπιθυμία είναι η ζωτική, ζωοποιός δύναμη της προόδου, επειδή μ’ αυτήν κατισχύουμε του θανάτου και της θνητότητας, δηλαδή, την αμαρτία και το κακό, και εξασφαλίζουμε την αθανασία και την αιώνια ζωή. Η μοναδική ορθή έννοια τής ανθρώπινης ύπαρξης σ’ αυτό το νερόμυλο του θανάτου είναι η υποστατική αθανασία των επιμέρους ανθρώπινων όντων. Δίχως αυτή διερωτώμαι γιατί χρειάζομαι την πρόοδο και την τελειοποίηση, γιατί χρειάζομαι το καλό και το κακό, την αλήθεια και την αγάπη, γιατί τον ουρανό και τη γη, γιατί το Θεό και τον κόσμο;

Το να αισθανθείς αθάνατος ακόμη και κατά τη διάρκεια της ζωής στο σώμα σου, είναι μακαριότητα η οποία δεν δύναται με τίποτα να εφευρεθεί και να εξασφαλιστεί εκτός του Κυρίου Χριστού. Η ανάπτυξη της αίσθησης της αθανασίας και η μεταφόρφωσή της σε επίγνωση της αθανασίας, είναι η δουλειά τού ανθρώπου τού Χριστού σ’ αυτή τη ζωή. Μου φαίνεται ότι το Ευαγγέλιο του Σωτήρος δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά η πρακτική οδηγία χρήσης πώς ο άνθρωπος μπορεί από το θνητό να μεταποιήσει τον εαυτό του στο αιώνιο. Αν πιστέψει στον Κύριό μας Ιησού Χριστό ολόκαρδα και αποφασιστικά, ο άνθρωπος φαίνεται σαν να μετέφερε τη γέφυρα απ’ αυτό το νησί τού θανάτου σ’ εκείνη την ουράνια ακτή, όπου ξεκινά η αθανασία, προκειμένου να βυθιστεί στην ήπια αιωνιότητα.

Συνηθίζοντας τις ευαγγελικές αρετές, ο άνθρωπος επικρατεί σε καθετί που είναι θνητό σ’ αυτόν· και όσο πιο ευαγγελικά ζει, τόσο πιο ισχυρά καταπιέζει από τον εαυτό του το θάνατο και τη θνητότητα, και διεισδύει εισάγοντας τον εαυτό του στην αθανασία και την αιώνια ζωή, επειδή η αίσθηση της αθανασίας πηγάζει από την αίσθηση του Θεού, αφού ο Θεός είναι η πηγή τής αθανασίας και της αιώνιας ζωής.

Τι είναι η αθανασία, ρωτά ο μεγάλος χριστιανός φιλόσοφος, ο αγ. Ισαάκ ο Σύρος, και απαντά: «Η αθανασία είναι η αίσθηση του Θεού». Το να αισθανθούμε το Θεό σημαίνει να αισθανόμαστε αθάνατοι. Ο Θεός και η αθανασία τής ψυχής είναι δύο συσχετικοί όροι, εφόσον είναι δύο σχετικά δεδομένα. Το ένα είναι αδύνατο χωρίς το άλλο. Το να αισθανόμαστε το Θεό στον εαυτό μας πάντα, σε κάθε σκέψη, σε κάθε αίσθηση, σε κάθε πράξη, όντως είναι αθανασία. Να αποκτήσουμε αυτήν την αίσθηση του Θεού σημαίνει να εξασφαλίσουμε για τον εαυτό μας την αθανασία και την αιώνια ζωή. Συνεπώς, μόνο από την πίστη στο Θεό, από την αίσθηση του Θεού απορρέει και η αίσθηση της υποστατικής αθανασίας τού ανθρώπου. Η θεανθρώπινη πρόοδος αποτελείται απ’ αυτό που εντός των ανθρώπων αναπτύσσει και τελειοποιεί αυτήν την αίσθηση της υποστατικής αθανασίας τού ανθρώπου, εφόσον σε τελική ανάλυση αναπτύσσει μέσα τους την αίσθηση του Θεού.

Ο άνθρωπος της πίστης στο Χριστό ζει με την αίσθηση και την επίγνωση ότι κάθε άνθρωπος είναι αθάνατο και αιώνιο ον, επομένως, δεν πρέπει να είναι αντικείμενο εκμετάλλευσης και τυραννίας κανενός. Η αίσθηση της αθανασίας προέρχεται από την αίσθηση του Θεού, ενώ η αίσθηση του Θεού δεν αντέχει την αμαρτία αλλά την διώχνει από τον άνθρωπο, επειδή η αμαρτία δημιουργεί το θάνατο. Από τη μεταφυσική ανεπιφύλακτα εξαρτάται και η ηθική. Αν η αίσθηση του Θεού είναι ζωντανή μέσα στον άνθρωπο, ζωντανή είναι μαζί της και η αίσθηση της αθανασίας, η οποία άσπλαχνα αγωνίζεται με καθετί που θανατώνει τον άνθρωπο, και τούτο είναι η αμαρτία, η κάθε αμαρτία και το κάθε κακό.

Κοιτάξτε στις θεμελιώδεις αρχές τής ευρωπαϊκής ουμανιστικής προόδου, στη μεταφυσική της. Μα, δεν βλέπετε πως η ουμανιστική κουλτούρα συστηματικά αποβλακώνει τον άνθρωπο στην αίσθηση της αθανασίας ώσπου να τον αποβλακώσει εντελώς, ώστε ο άνθρωπος τής ευρωπαϊκής κουλτούρας αποφασιστικά να τονίζει, υπάρχει άνθρωπος και μόνο άνθρωπος; Και όποτε αυτόν τον τονισμό τον μεταφράσουμε στην πιο απλή γλώσσα, σημαίνει, υπάρχει σώμα και μόνο σώμα, γη είμαι και μόνο γη. Και στην πρώτη και στη δεύτερη περίπτωση ο ευρωπαϊκός άνθρωπος ισχυρίζεται το εν, θνητός είμαι και μόνο θνητός. Έτσι γύρω στην ουμανιστική Ευρώπη επικράτησε το σύνθημα, ο άνθρωπος είναι θνητό ον. Τούτο είναι η φόρμουλα του ουμανιστικού ανθρώπου και η ουσία τής προόδου του.

Κατ’ αρχήν ασυνείδητα και κατόπιν συστηματικώς ενσυνείδητα και επίτηδες, στον ευρωπαϊκό άνθρωπο είτε μέσω της επιστήμης είτε μέσω της φιλοσοφίας είτε μέσω της κουλτούρας εγχεόταν η επίγνωση ότι ο άνθρωπος είναι θνητός εντελώς. Η επίγνωση αυτή βαθμηδόν διαμορφώθηκε στην πεποίθηση που τονίζει, ο θάνατος είναι αναγκαιότητα, ο θάνατος αναγκαιότητα! Μα, υπάρχει μεγαλύτερη φρίκη και προσβολή και εμπαιγμός, ο μέγιστος εχθρός τού ανθρώπου να είναι απαραίτητος για τον άνθρωπο! Πείτε μου, υπάρχει λογική εδώ, τουλάχιστον η ελάχιστη, τουλάχιστον η παιδιάστικη, η λογική ενός εντόμου; Δεν έχει χάσει ο ευρωπαϊκός άνθρωπος, πνιγμένος και αλεσμένος στο νερόμυλο του θανάτου, και την τελευταία ψυχούλα τής διάνοιας, και άρχισε να παραληρεί;…

Ερημωμένος είναι ο ουμανιστικός άνθρωπος, τρομακτικά ερημωμένος, επειδή απ’ αυτόν είναι διωγμένη η επίγνωση και η αίσθηση της υποστατικής αθανασίας. Και χωρίς την αίσθηση της υποστατικής αθανασίας, μήπως ο άνθρωπος είναι ολάκερος άνθρωπος; Η καλύτερα, μήπως ο άνθρωπος είναι καθόλου άνθρωπος;… Ω, πόσο στενεμένος είναι ο ευρωπαϊκός άνθρωπος, εκπληκτικά στενεμένος, νανώδης και σακατεμένος, μειωμένος, υποβιβασμένος σε κλάσμα και απόσπασμα του ανθρώπου, αφού απ’ αυτόν είναι διωγμένη κάθε αίσθηση της απεραντοσύνης και του απείρου. Και δίχως απεραντοσύνη δύναται ο άνθρωπος να υφίσταται; Και αν μπορεί να υπάρχει, έχει η ύπαρξή του έννοια; Μα, χωρίς αυτήν την αίσθηση της απεραντοσύνης δεν είναι αυτός ένα νεκρό πράγμα μεταξύ νεκρών πραγμάτων και ένα φευγαλέο ζώο μεταξύ των ζώων;

Ας μου επιτραπεί η παραδοξολογία; Εγώ υποστηρίζω ότι κάποια ζώα είναι πιο απέραντα στις αισθήσεις τους και πιο αθάνατα στις επιθυμίες τους από τον άνθρωπο της ευρωπαϊκής ουμανιστικής προόδου. Ρυτιδωμένος, ατροφικός, μαραμένος και αποσαρκωμένος είναι ο ουμανιστικός άνθρωπος, ώστε έχει απόλυτα δίκιο, το δίκιο το μεταφυσικό επειδή μέσω του στόματος των φιλοσόφων του ανακήρυξε πως κατάγεται από τη μαϊμού. Εξισωμένος με τα ζώα στην καταγωγή, γιατί να μην εξισώσει τον εαυτό του μ’ αυτά και στην ηθική; Ανήκοντας στα ζώα και θηρία κατά την μεταφυσική ουσία τού όντος του, αυτός τους ανήκει και κατά την ηθική.

Και η αμαρτία και το έγκλημα δε νοούνται όλο και περισσότερο στη μοντέρνα δικαιοσύνη ως το αναπότρεπτο του κοινωνικού περιβάλλοντος, για την αναγκαιότητα της φύσης; Εφόσον μέσα στον άνθρωπο δεν υφίσταται τίποτα αθάνατο και αιώνιο, αποκεί όλη η ηθική, τελικά, είναι υποβιβασμένη στις παρορμητικές απαιτήσεις. Και ο ουμανιστικός άνθρωπος, συνεπής στη λογική του, εξισώθηκε στην ηθική με τους προγόνους του, μαϊμούδες και θηρία, ενώ στη ζωή του επικράτησε η αρχή: Homo homini lupus. Αλλιώς δεν θα μπορούσε να γίνει, επειδή μόνο πάνω στην αίσθηση της ανθρώπινης αθανασίας δύναται να ιδρυθεί υψηλότερη και καλύτερη ηθική από τη ζωική. Αν δεν υπάρχει η αθανασία και η αιώνια ζωή, τότε φάγωμεν και πίωμεν, αύριον γαρ αποθνήσκομεν (πρβλ. Α’ Κορ. 15, 32).

Ο σχετικισμός στη μεταφυσική της ευρωπαϊκής ουμανιστικής προόδου αναγκάστηκε να αποτελειώσει με το σχετικισμό την ηθική· και ο σχετικισμός είναι ο πατέρας τού αναρχισμού και του μηδενισμού. Αποκεί, στο τέρμα των τερμάτων, όλη η πρακτική ηθική τού ουμανιστικού ανθρώπου δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά η αναρχία και ο μηδενισμός, επειδή η αναρχία και ο μηδενισμός είναι αναπόφευκτες, ολοκληρωτικές, αποκαλυπτικές φάσεις τής ευρωπαϊκής ουμανιστικής προόδου. Ο ιδεολογικός αναρχισμός και μηδενισμός, η ιδεολογική αλλοίωση έπρεπε να φανερωθεί στον πρακτικό αναρχισμό και μηδενισμό, στην πρακτική αλλοίωση της ευρωπαϊκής ουμανιστικής ανθρωπότητας και της προόδου της. Μήπως είμαστε μάρτυρες του ιδεολογικού και πρακτικού αναρχισμού και μηδενισμού που ερημώνουν την ευρωπαϊκή ήπειρο; Οι προσθετικοί αριθμοί τής ευρωπαϊκής προόδου είναι τέτοιοι, ώστε τα πάντα ως άθροιση πρέπει να δώσουν τον αναρχισμό και τον μηδενισμό, με οποιοδήποτε τρόπο και αν τους αθροίζετε…

Ανόητος είναι ο άνθρωπος, απαράμιλλα ανόητος, όταν μπορεί, μην υπερισχύοντας του θανάτου, να πιστεύει στην πρόοδο, στο νόημα της ζωής, και να ασχολείται μ’ αυτό. Για ποιο λόγο χρειάζομαι την πρόοδο, όταν από μέσα της με περιμένει ο θάνατος; Για ποιο λόγο χρειάζομαι όλους τους κόσμους, για ποιο λόγο τους αστερισμούς, όλους τους πολιτισμούς, όταν από μέσα τους ο θάνατος παραφυλάει και επί τέλους θα με παραμονέψει. Όπου υφίσταται ο θάνατος, εκεί η πραγματική πρόοδος δεν υπάρχει. Αν μεν υφίσταται, είναι μόνο η καταραμένη πρόοδος στο σιχαμερό νερόμυλο του θανάτου. Εξαιτίας τούτου ο άνθρωπος θα έπρεπε να την καταστρέψει εντελώς χωρίς ν’ αφήσει ίχνος της.

Αυτή τη θλίψη για την ουμανιστική πρόοδο αισθάνθηκε και την εξέφρασε καλλιτεχνικά στην τραγωδία του Rossum’s Universal Robots, ο Τσεχοσλοβάκος συγγραφέας Κάρελ Τσάπεκ. Μεταξύ των ηρώων του, του Άλκβιστ και της Ελένης, έγινε αυτός ο διάλογος:

Άλκβιστ: Η γιαγιά έχει κανένα προσευχητάρι; Ελένη: Έχει ένα πολύ μεγάλο. Άλκβιστ: Και μέσα σ’ αυτό, σίγουρα, βρίσκονται οι προσευχές για διάφορες ανάγκες στη ζωή; Κατά της κακοκαιρίας; Κατά της ασθένειας; Ελένη: Ναι, κατά του πειρασμού, κατά της πλημμύρας… Άλκβιστ: Και κατά της προόδου, έχει; Ελένη: Ισχυρίζομαι ότι δεν έχει. Άλκβιστ: Ε! τότε τι κρίμα.

Απέναντι στον ουμανιστικό άνθρωπο και την πρόοδό του στέκεται ο άνθρωπος του Χριστού με τη θεανθρώπινη πρόοδό του. Η θεμελιώδης αρχή τής θεανθρώπινης προόδου είναι ότι ο άνθρωπος είναι γνήσιος άνθρωπος μόνο μέσω του Θεού, μόνο μέσω του Θεανθρώπου· ή με άλλα λόγια, ο άνθρωπος είναι γνήσιος άνθρωπος μόνο μέσω της αθανασίας, δηλαδή, μέσω της νίκης πάνω στο θάνατο, μέσω της επικράτησης σε καθετί θνητό και κάθε θνητότητα. Επικρατώντας στον εαυτό του, την αμαρτία και το κακό ο άνθρωπος του Χριστού επικρατεί, τοιουτοτρόπως και στο θάνατο και στη θνητότητα, στην αίσθησή του και στην επίγνωσή του, και συνενώνεται με το Μόνο Αθάνατο, Θεάνθρωπο Χριστό. Γι’ αυτό το λόγο ο μεγάλος οικοδόμος τής θεανθρώπινης προόδου, ο αγ. Απόστολος Παύλος, ειδοποίησε όλους τους χριστιανούς: «Τα άνω φρονείτε, μη τα επί της γης. Απεθάνετε γαρ και η ζωή υμών κέκρυπται συν τω Χριστώ εν τω Θεώ (Κολ. 3, 2-3)».

Η επίγνωση και η αίσθηση του ανθρώπου απαθανατίζονται με τον Κύριο Χριστό. Εκείνος που συνένωσε την αίσθησή του και την επίγνωσή του με το Θεάνθρωπο Χριστό, ήδη είναι αθάνατος μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο. Η επίγνωσή του ήδη σκέφτεται με τη σκέψη τού Χριστού, μία σκέψη αθάνατη και αιώνια· και η αίσθησή του ήδη αισθάνεται στον εαυτό της τη ζωή τού Χριστού, μία ζωή αθάνατη και αιώνια… Γύρω στα μάτια σας σαν να τριγυρίζει η ερώτηση, πώς κατορθώνεται αυτό σ’ αυτόν τον καταραμένο νερόμυλο του θανάτου; Αυτό επιτυγχάνεται μόνο μέσω της πίστεως στον αναστάντα Κύριο Χριστό και ζώντας κατά τις αρχές αυτής της πίστης.

Μόλις πιστέψει ο άνθρωπος ολόκαρδα και ειλικρινά στον αναστάντα Θεάνθρωπο, μέσα στην ψυχή του αμέσως αναφλέγεται η αίσθηση της αθανασίας, της ανάστασης, η αίσθηση ότι ο θάνατος είναι νικημένος και μαζί του και η αμαρτία και το κακό. Η αίσθηση αυτή πληροί το χριστιανό με την αξεπέραστη χαρά και τον εμψυχώνει για όλες τις ευαγγελικές αρετές. Και αυτός μετά χαράς πληροί τις εντολές τού Χριστού, και με ενθουσιασμό περνά το δρόμο τής ζωής από το μη ον έως το Ον, από το θάνατο έως την αθανασία. Σαν μία τελεία που επαυξάνεται σ’ όλες τις απεραντοσύνες, έτσι είναι και ο άνθρωπος όταν επαυξάνεται μέσω του Θεανθρώπου, όλος ακτινοβολεί με τις θεϊκές απεραντοσύνεις και αισθάνεται αθάνατος και απέραντος σ’ όλα τα σημεία τής ύπαρξής του. Τοιουτοτρόπως η τραγική αρχή τής ουμανιστικής προόδου, ο θάνατος είναι αναγκαιότητα, αντικαθίσταται με τη χαρούμενη αρχή τής θεανθρωπίνης προόδου· η αθανασία είναι αναγκαιότητα.

Η θεανθρώπινη πρόοδος έχει τη θεανθρώπινη ηθική της. Μέσα σ’ αυτήν όλη η ζωή τού ανθρώπου διευθύνεται και ενισχύεται από το Θεάνθρωπο. Το καλό είναι μόνο εκείνο του Χριστού- εκτός αυτού δεν υφίσταται το αληθινό κάλλος. Γι’ αυτό το λόγο η θεμελιώδης αρχή τής ευαγγελικής ηθικής είναι: Εκτός του Χριστού ο άνθρωπος δεν δύναται να πράξει κανένα αθάνατο καλό (πρβλ. Ιωαν. 15, 5- Εβρ. 13, 8). Κάθε αξεπέραστο, αθάνατο καλό πηγάζει και εκρέει μέσα από το θαυμαστό Θεάνθρωπο Ιησού. Το κάλλος εκτός του Χριστού δεν είναι απέραντο, δεν είναι ατέρμονο, δεν είναι θείο, και τούτο σημαίνει, δεν είναι αθάνατο. Η αθανασία είναι η κύρια ιδιότητα του κάλλους τού Χριστού. Έτσι προκύπτει ότι η αθανασία είναι απαραίτητη στην ηθική τού ανθρώπου τού Χριστού ως μία αίσθηση, ως μία επίγνωση, ως ένα έργο, ως μία πράξη.

Η αθανασία τού ανθρώπου είναι όντως το να αισθανθεί τον Κύριο Ιησού Χριστό ως την ψυχή τής ψυχής του, ως τη ζωή τής ζωής του, επειδή έτσι είναι εξασφαλισμένη η απεραντοσύνη και το ατελείωτο της σκέψης, της αίσθησης, της ζωής. Για το γνήσιο χριστιανό η αθανασία είναι είτε φυσική είτε λογική, και μ’ αυτήν και μέσα σ’ αυτήν η απεραντοσύνη και το ατελείωτο. Αυτό είναι που πραγματοποιεί και εξασφαλίζει την ατέρμονη ηθική τελειότητα, την ατέρμονη ηθική πρόοδο προς το Θεό, η οποία είναι το σύνολο όλων των ατέρμονων, όλων των απεριορίστων, όλων των τελειοτήτων. Εξαιτίας τούτου είναι απόλυτα φυσική, λογική και δικαιολογημένη η κατηγορηματική ευαγγελική προσταγή: «Έσεσθε ουν υμείς τέλειοι ώσπερ ο Πατήρ υμών ο ουράνιος τέλειός εστιν» (Ματθ. 5, 48), δηλαδή να είμαστε τέλειοι όπως ο Θεός. Τούτο ζητά δικαιωματικά ο Θεάνθρωπος Χριστός, επειδή εν Αυτώ είναι δοσμένος ο τέλειος Θεός και ο τέλειος άνθρωπος, ο άνθρωπος φτασμένος έως το τέλος τής προόδου προς το Θεό, ο άνθρωπος τελειοποιημένος μέσω της θεϊκής τελειοποιήσεως, ο άνθρωπος αθάνατα και αιώνια συνενωμένος με τον παντέλειο Θεό.

Ο άνθρωπος του Χριστού πορεύεται στο δρόμο τής θεϊκής τελειότητας κατανικώντας την αμαρτία και το κακό μέσα στον εαυτό του και στον κόσμο γύρω του. Αυτός ολοένα οδεύει μπροστά από ένα καλό σε άλλο καλό, από μικρότερο σε μεγαλύτερο, από μεγαλύτερο στο μέγιστο- έτσι ποτέ δεν σταματά, δεν σταθμεύει, επειδή η επιμέρους στάθμευση μπορεί να σημάνει την πνευματική ακαμψία, την παράλυση και επιπλέον το θάνατο. Μέσω κάθε καθαρής σκέψης, μέσω κάθε άγιας αίσθησης, μέσω κάθε καλής επιθυμίας και ήπιου λόγου αυτός προοδεύει προς την ανάσταση, προς την αθανασία, προς την αιώνια ζωή. Μέσω εκάστης δε αμαρτωλής σκέψης, ακάθαρτης αίσθησης, κακής επιθυμίας και άσχημου λόγου ο άνθρωπος τρέχει μέσα στο θάνατο δίχως ανάσταση (πρβλ. Ρωμ. 5, 21· 5,11· 5, 16· 5, 23· 7, 5· 8, 2· Α’ Κορ. 15, 56· Ιακ. 1, 15).

Επικρατώντας στην αμαρτία και το θάνατο ο άνθρωπος του Χριστού περνά από αυτήν τη ζωή διαμέσου των τριών κυρίων φάσεων της χριστιανικής εξέλιξης, της γεννήσεως εν Χριστώ, της μεταμορφώσεως εν Χριστώ, της αναστάσεως εν Χριστώ (πρβλ. Ιωαν. 3, 3· 1, 12· Κολ. 3, 1· Β’ Κορ. 7, 18· Ρωμ. 12, 2· 6, 5· Α’ Κορ. 15, 54). Ο έσχατος σκοπός τού αγώνος του είναι να αναστηθεί με το Χριστό. Αυτός υποφέρει διάφορα βάσανα, πληροί τις εντολές του Σωτήρος, πράττει τις ευαγγελικές αρετές, την πίστη, την αγάπη, την ελπίδα, την προσευχή, τη νηστεία, την ταπεινοφροσύνη, την ελεημοσύνη, την πραότητα… «ει πως καταντήσει εις την εξανάστασιν την εκ νεκρών» (πρβλ. Φλπ. 3, 8-11). Μέσω όλων των στεναγμών του και των δακρύων, των προσευχών και των σκέψεων, των αισθήσεων και των έργων εκτείνεται προς αυτό.

Άνθρωπε, εσύ συμμετέχεις στη θεανθρώπινη πρόοδο, την δημιουργείς, αν σκέφτεσαι, αν αισθάνεσαι, αν πράττεις σαν να αναστήθηκες ήδη, σαν να νίκησες ήδη το θάνατο, σαν να μπήκες ήδη στην αιώνια ζωή. Και πράγματι ήδη νίκησες το θάνατο, ήδη μπήκες στην αιώνια ζωή, αν μ’ όλη την καρδιά σου, μ’ όλη την ψυχή σου, μ’ όλη τη σκέψη σου πίστεψες στον αναστάντα Κύριο Ιησού, αφού Αυτός είπε: «Ο τον λόγον μου ακούων και πιστεύων τω πέμψαντί με έχει ζωήν αιώνιον… αλλά μεταβέβηκεν εκ του θανάτου εις την ζωήν (Ιωαν. 5, 24· 8, 51)». Εκείνος που πιστεύει, μετέβηκε από το θάνατο στην αιώνια ζωή ακόμη και εδώ στη γη.

Ναι, μέσω της πίστης στον Κύριο Χριστό εγχέεται ο όρος τής αθανασίας και στην ψυχή και στο σώμα τού ανθρώπου, αλλά και μέσω της πίστης και της αγάπης, επειδή και αυτό το ευχάριστο άγγελμα έχει λεχθεί στο Ευαγγέλιο: «Ημείς οίδαμεν ότι μεταβεβήκαμεν εκ του θανάτου εις την ζωήν, ότι αγαπώμεν τους αδελφούς· ο μη αγαπών μένει εν τω θανάτω (Α’ Ιωαν. 3, 14)». Ο Κύριος Χριστός είναι η μοναδική Οδός η οποία δεν τερματίζεται με την αδιέξοδη ερημιά, η μοναδική Αλήθεια που δεν περατώνεται με το ψεύδος, η μοναδική Ζωή που δεν ολοκληρώνεται με το θάνατο, επομένως Αυτός μπόρεσε να ανακοινώσει σ’ όλους τους ανθρώπους, σ’ όλους τους καιρούς και σ’ όλην την αιωνιότητα: «Εγώ ειμί η οδός και η αλήθεια και η ζωή (Ιωαν. 14, 6)». Και εφόσον Αυτός είναι ο πρώτος και μοναδικός που νίκησε το θάνατο με την ανάσταση και τοιουτοτρόπως εξασφάλισε στον άνθρωπο την αθανασία και την αιώνια ζωή, όντως μπόρεσε να πει για τον εαυτό του: «Εγώ είμι η ανάστασις και η ζωή· ο πιστεύων εις εμέ καν αποθάνη ζήσεται, και πας ο ζων και πιστεύων εις εμέ ου μη αποθάνη εις τον αιώνα (Ιωαν. 11, 25)».

Με την πίστη μόνο στον αναστάντα Θεάνθρωπο ο άνθρωπος αρχίζει να γίνεται άνθρωπος, αφού απελευθερώνεται από την αμαρτία και το θάνατο, ενώ αποκτά την αίσθηση της αιωνιότητας. Η αμαρτία είναι η σκοτεινή ενέργεια η οποία αποβλακώνει, ξεραίνει και μαραίνει την αίσθηση της αιωνιότητας, ώστε ο άνθρωπος ούτε με την αίσθησή του ούτε με τη σκέψη του δεν κατορθώνει να φτάσει έως το Θεό το ζώντα και αληθινό. Ένας τέτοιος άνθρωπος είναι σακατεμένος, ημι-άνθρωπος, ουμανιστικός άνθρωπος, με μία λέξη, υπάνθρωπος. Ο Κύριος Χριστός ήρθε στον κόσμο και νίκησε το θάνατο με την ανάσταση, προκειμένου να αφυπνίσει τον άνθρωπο στην αθανασία και την αιώνια ζωή, προκειμένου να αναζωογονήσει και να ξαναδώσει ζωντανή την ατροφική και ληθαργική αίσθηση της αθανασίας στον άνθρωπο, ώστε να αισθανθεί ο άνθρωπος το Θεό και την αιώνια ζωή ως περιεχόμενο της ανθρώπινης ζωής και στη γη και στον ουρανό.

Ουσιαστικά η Εκκλησία δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά ένα θείο εργαστήριο όπου αδιάκοπα ξανατονώνεται, φρεσκάρεται και ενισχύεται η ανθρώπινη αίσθηση και επίγνωση της υποστατικής αθανασίας και της απεραντοσύνης. Μα η προσευχή δεν απεραντοποιεί την ψυχή συνενώνοντάς την με το Θεό; Μα η αγάπη δεν απαθανατίζει την ψυχή συνδέοντάς την με το Θεό; Μα η ελεημοσύνη, η καλωσύνη, η πραότητα, η νηστεία δεν απαθανατίζουν τον άνθρωπο μεταφέροντάς του είτε την καρδιά είτε την ψυχή στην αιώνια βασιλεία τής του Χριστού αλήθειας. Να μην πλανώμεθα, κάθε προσευχή νικά λίγο θάνατο στον εαυτό μας, έτσι και η κάθε επιμέρους ευαγγελική αρετή· και όλες μαζί δίνουν τη νίκη πάνω στο θάνατο εξασφαλίζοντας την αιώνια ζωή.

Στην θεανθρώπινη πρόοδο ο άνθρωπος ολοένα ταξιδεύει μέσω του Χριστού ως δρόμου τού Θεού, διαμέσου της Αλήθειας τού Θεού εις την αιώνια και αθάνατη ζωή. Ο Κύριος Χριστός όχι μόνο κατέστησε τη θεϊκή τελειότητα ως σκοπό τής θεανθρώπινης προόδου, αλλά δώρισε στον άνθρωπο όλες τις θείες δυνάμεις για την πραγμάτωση αυτού του σκοπού (πρβλ. Α’ Πέτρ. 1, 3-9). Μολονότι ο δρόμος τής θεανθρώπινης προόδου είναι ατελείωτα μακρύς, παρ’ όλα αυτά είναι όλος ποτισμένος με τη χαρά και τον ενθουσιασμό, γεγονός που ο άγ. Απόστολος εκφράζει με τα λόγια: «Αδελφοί, χαίρετε, καταρτίζεσθε (Β’ Κορ. 13, 11), «ου γαρ έστιν η βασιλεία τού Θεού βρώσις και πόσις αλλά δικαιοσύνη και ειρήνη και χαρά εν Πνεύματι Αγίω (Ρωμ. 14, 17).

Η θεανθρώπινη πρόοδος, ως αντίθεση της ουμανιστικής προόδου, είναι στενή στη λαϊκή μας ψυχή και αγαπητή στη λαϊκή μας καρδιά. Την έκανε στενή και προσφιλή ο μέγιστος χτίστης τής θεανθρώπινης προόδου στην ιστορία τού λαού μας, ο άγιος Σάββας. Για τη δική μας εθνική αίσθηση και επίγνωση είναι δοσμένη στην προσωπικότητα του αγ. Σάββα η ιδεολογία και η πραγματοποίηση της γνήσιας προόδου. Εξ άλλου, τι είναι η πρόοδος για τον άγ. Σάββα; Τίποτ’ άλλο παρά η νίκη πάνω στο θάνατο· και τούτο σημαίνει, η νίκη πάνω στο κακό, πάνω στην αμαρτία, και μέσω αυτής η εξασφάλιση της αθανασίας για την κάθε ψυχή και για την ψυχή τού λαού μας συνολικά. Με άλλα λόγια, για τον άγ. Σάββα η πρόοδος είναι το να αποκτήσει κανείς τον Κύριο Χριστό, να ζει εν Αυτώ, μ’ Αυτόν και λόγω Αυτού, και τοιουτοτρόπως να υπερισχύσει στην αμαρτία και το θάνατο εντός τού εαυτού του και στους διπλανούς γύρω του.

Η θεανθρώπινη πρόοδος από τον άνθρωπο έως το Θεάνθρωπο, από το θάνατο έως την αθανασία πραγματοποιείται με τη μεταποίηση του εαυτού μας με τη βοήθεια των ευαγγελικών αρετών, επειδή με τη βοήθειά τους υπερνικάται ο θάνατος και απαθανατίζεται η ψυχή, απαθανατίζονται οι σκέψεις, απαθανατίζονται οι αισθήσεις. Στην προσωπικότητα του αγ. Σάββα έχουμε το πραγματοποιημένο πρόγραμμα της θεανθρώπινης προόδου. Με τις χριστονοσταλγικές αρετές αυτός μεταποίησε τον εαυτό του από θνητό σε αθάνατο, από φευγαλέο σε αξεπέραστο, από μη-άγιο σε άγιο. Γι’ αυτόν ο θαυματουργικός Κύριος Ιησούς ήταν τα πάντα εν πάσι, τα πάντα στην ψυχή, τα πάντα στην καρδιά, τα πάντα στη ζωή, τα πάντα στο λαό, τα πάντα στο κράτος. Χωρίς το Χριστό η ζωή και η καρδιά, η ψυχή, ο λαός και το κράτος δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά ο θάνατος μετά τον οποίο δεν υφίσταται η ανάσταση. Αγιοποιώντας και διαφωτίζοντας τον εαυτό του με τη ζωή εν Χριστώ, ο άγ. Σάββας έγινε ο πρώτος οικοδόμος τής μοναδικής αληθινής προόδου στο λαό μας, της νίκης πάνω στο θάνατο, πάνω στο κακό, πάνω στην αμαρτία, πάνω στο σκότος. Γι’ αυτό το λόγο δεν υφίσταται ο θάνατος στην υπόστασή του ούτε στο έργο του αλλά πάνω σε καθετί δικό του είναι ξεχειλισμένη η θεία αθανασία και αιωνιότητα.

Υπερισχύοντας μέσω των ευαγγελικών αρετών σε καθετί αμαρτωλό και θνητό μέσα του, ο άγ. Σάββας γέμισε τον εαυτό του με την αθανασία και την αιώνια ζωή, και εξαιτίας τούτου έγινε «καθηγητής και πρωτόθρονος και διδάσκαλος» (Από το τροπάριο του Αγίου Σάββα Νέμανιτς) της οδού που οδηγεί στη ζωή, από το θάνατο στη ζωή. Στη λαϊκή μας ιστορία αυτός πάντοτε ήταν και παραμένει ο μεγαλύτερος και αναντικατάστατος ηγέτης τού λαού μας εκ του θανάτου στην αθανασία, απ’ αυτή τη φευγαλέα ζωή στην αιώνια ζωή. Σ’ εμάς είτε ως άτομα είτε ως λαό, οι ευρωπαϊκοί κουλτουριάρηδες ακατάπαυστα προτείνουν και επιβάλλουν την ουμανιστική πρόοδο η οποία συστηματικά σκοτώνει την αίσθηση της αθανασίας μέσα στον άνθρωπο και το λαό, εξισώνοντας το ανθρώπινο ον με τα θνητά έντομα και ζώα. Ωστόσο, εμείς έχουμε εν αγίω Σάββα τον αλάνθαστο και ατρόμητο ηγέτη τής θεανθρώπινης προόδου, ο οποίος την ψυχή μας μετατρέπει σε αθάνατη και αιώνια, νυχθημερόν αόρατα οδηγώντας την με τις προσευχές του διαμέσου αυτού του νερόμυλου του θανάτου, εισάγοντάς την στην ευωδία τής του Χριστού αθανασίας και αιωνιότητας, όπου όλες οι τελειότητες και όλες οι χαρές ζούνε αδελφωμένες. Οδηγημένοι και κατευθυνόμενοι από τον άγ. Σάββα στον αγώνα με την αμαρτία και θνητότητα, εμείς είτε ως πρόσωπα είτε ως λαός, θα προχωρούμε αδιάκοπα από μία νίκη στην επόμενη, από τη μία νίκη πάνω στην αμαρτία, στη νίκη πάνω στο θάνατο, και έτσι, μόνο έτσι σ’ αυτόν τον ανθρωποφαγικό νερόμυλο του θανάτου θα εξασφαλίσουμε για τον εαυτό μας την αθανασία και σ’ αυτόν και σ’ εκείνον τον κόσμο.

(Πηγή: Απόσπασμα από το βιβλίο “Φιλοσοφικοί κρημνοί” Οσίου Ιουστίνου Πόποβιτς, Έκδοση Ι. Μ. Χιλανδαρίου Αγίου Όρους. Ψηφιοποίηση αποσπάσματος “Η ΑΛΛΗ ΟΨΙΣ“)