Παρασκευή 2 Νοεμβρίου 2012

Ἡ Γερόντισσα Γαβριηλία

Τρίτη, 13 Ιουλίου 2010

Ἡ Γερόντισσα Γαβριηλία

Η Γερόντισσα με τον γνωστό Γέροντα Σοφρώνιο του Έσσεξ. Tης είχε κάνει πρόταση ο Γέροντας να παραμείνει ως Ηγουμένη της Γυναικείας Αδελφότητας. Η Γερόντισσα δεν την δέχθηκε, αφού έπρεπε να συνεχίσει το Ιεραποστολικό της έργο.


Ἡ Γερόντισσα Γαβριηλία
Ὁμιλεῖ ὁ π. Μάρκελλος Καμπάνης


Από τον ραδιοφωνικό σταθμό του Γ΄Προγράμματος και την εκπομπή της Αριέτας Παλιατσάρα,καλεμένος είναι ο πατήρ Μάρκελλος Καμπάνης , ιερέας της Κοιμήσεως Θεοτόκου Μενιδίου.
Η μακαριστή Γερόντισσα Γαβριηλία Παπαγιάννη γεννήθηκε στην Κων/πολη των Αγίων Κυπριανού και Ιουστίνης το 1897. Κοιμήθηκε στις 27 Μαρτίου 1992 στην οικία Θεοτοκά στον Άγιο Νικόλαο στο Λακκί της Λέρου. Εφοίτησε στο Ζάππειο Παρθεναγωγείο της Κων/πολης. Σπούδασε Φιλολογία και Ανθοκομική στη Θεσσαλονίκη και στην Ελβετία και αργότερα κατά τα χρόνια του πολέμου εσπούδασε ιατρική και φυσιοθεραπεία στο Λονδίνο.
Όταν έλαβε τη θεία κλήση μετά την Κοίμηση της μητέρας της, πούλησε τα υπάρχοντά της ακολουθώντας την Ευαγγελική εντολή «πώλησον και δος πτωχοίς» και γύρω στα 50 της χρόνια, με τα λεωφορεία της γραμμής ταξίδεψε για 11 μήνες, με τελικό προορισμό, τις Ινδίες, όπου προσέφερε τις υπηρεσίες της σαν φυσιοθεραπεύτρια, προς τον πάσχοντα άνθρωπο και ιδίως τους λεπρούς.
Έζησε για 5 χρόνια ζωή ακτήμονα το τάξιμο να λέει «ναι» σε όποιον άνθρωπο χρειάστηκε τις υπηρεσίες της.
Έζησε ησυχαστικά σε μια σπηλιά στα Ιμαλάια για ένα χρόνο, μελετώντας την Αγία Γραφή και προσευχόμενη.
Η εκούσια πτωχεία της κι ο πολιτισμός της, όπως και το σέβας που έδειχνε στο πρόσωπο κάθε ανθρώπου, άγγιξε τον λαό της Ινδίας. Μορφωμένοι Βραχμάνοι ή απλοί άνθρωποι της ζήτησαν να τους μιλήσει για την Ορθοδοξία και την εκκλησία στην οποία ανήκε. Τότε τους έδινε ένα Ευαγγέλιο ή μία Φιλοκαλία. Έσωσε πολλούς Ευρωπαίους Χριστιανούς από πνευματικές επιρροές και απογοητεύσεις. Πολλοί από αυτούς έγιναν ορθόδοξοι ιερείς ή μοναχοί.
Στα Ιμαλάια ζώντας με πολλή προσευχή και μελέτη της Αγίας Γραφής έλαβε τη θεία κλήση του μοναχισμού, και έτσι πήγε στα Ιεροσόλυμα, στη Μονή των Αγίων Μάρθας και Μαρίας αδελφών του Αγίου Λαζάρου στη Βηθανία. Εκάρη μοναχή στην Πάτμο από τον Μακαριστό π. Αμφιλόχιο Μακρή ο οποίος διακρίνοντας το μέγεθος της αγάπης της και το ιεραποστολικό της ζήλο της έδωσε το μικρό σχήμα με ιδιαίτερη κλήση για ιεραποστολή «εκτός των πυλών της μονής».
Έτσι η μακαριστή Γερόντισσα Γαβριηλία έγινε το δεξί χέρι του μακαριστού π. Χρυσοστόμου Παπασαραντόπουλου στην Κένυα, ακολούθησε τον Σεβασμ. Ειρηναίο Γαλανάκη (Κισσάμου και Σελίνου) στην Βόννη όταν αυτός εκδιώχθηκε κατά την δικτατορία.
Πνευματικός της ήταν ο Αρχιμ. π. Lev Giller. Όλα γύρω της απέπνεαν πνευματική αγάπη και υψηλό επίπεδο.
Αυτά είναι λίγα λόγια μόνο. Δεν μπορεί κανείς να δώσει τη μορφή της Γερόντισσας Γαβριηλίας μέσα σε λίγα λόγια.
Η Γερόντισσα Γαβριηλία έζησε 11 χρόνια σε μεγάλη ηλικία στην οδό Μηδείας 7 στα Πατήσια, στο μετόχι που της είχε παραχωρήσει ο Μακαριστός Γέροντας Πατήρ Αγαθάγγελος Μιχαηλίδης που κατήγετο από την Καισάρεια της Καππαδοκίας. Έτσι στην ερημία της πόλης, προσέφερε την αγάπη του Θεού σ’ όποιον άνθρωπο της ζήτησε βοήθεια.
Στο τέλος της ζωής της έζησε 2 χρόνια στην Αγία Σκέπη στο μετόχι του Αγ. Νεκταρίου στην Αίγινα απέναντι από την Παλαιοχώρα την 1η επισκοπή του Αγ. Διονυσίου. Κατόπιν με το πνευματικοπαίδι της επήγε στη Λέρο για τον τελευταίο χρόνο της ζωής της. 1 -1½ χρόνο έζησε εκεί, όπου και κοιμήθηκε στις 27 Μαρτίου 1992 στην οικία Θεοτοκά στον Αγ. Νικόλαο στο Λακκί της Λέρου.
Η Γερόντισσα Γαβριηλία ιδιαίτερα τιμούσε τη σύναξη του Αρχαγγέλου Γαβριήλ (13 Ιουλίου).

Γέρων Σωφρόνιος του Essex: Η οντολογική γνώση του Θεού

Γέρων Σωφρόνιος του Essex: Η οντολογική γνώση του Θεού


Στη φωτογραφία τα κελιά του μοναστηριού του αγ. Ιωάννου Προδρόμου στο Έσσεξ
(προέλευση φωτό: Αρχιεπισκοπή Θυατείρων και Μεγ.Βρετανίας)
            
Στο βιβλίο του γέροντος Σωφρονίου Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, Έσσεξ 1996 (ISBN 1 874679 03 7) αναπτύσσεται το θέμα της οντολογικής γνώσεως του Θεού. Ας δούμε το σχετικό απόσπασμα:
     
 Όταν γίνηται λόγος περί οντολογικής γνώσεως του υποστατικού Θεού, έχομεν υπ’ όψιν την κοινωνίαν εν τω είναι και ουχί την γυμνήν διανοητικήν αντίληψην του θέματος. Ο άνθρωπος-υπόστασις ζή δια του Θεού και εν των Θεώ. Η πραγματικότης αύτη δύναται να εκφρασθή και δι’ άλλου τρόπου: Ο Θεός περιπτύσσεται τον όλον άνθρωπον, νούν, καρδίαν και σώμα. Το γινώσκον-πρόσωπον και ο Γινωσκόμενος-Θεός ενούνται εις έν. Ούτε ο είς ούτε ο Άλλος γίνονται «αντικείμενον» εν αυτή τη ενώσει. Η αμοιβαία γνώσις του ανθρώπου υπό του Θεού και του Θεού υπό του ανθρώπου φέρει χαρακτήρα «προσωπικόν» αποκλείοντα την «αντικειμενοποίησιν». Ο σύνδεσμος ούτος της αγάπης είναι πνευματική πράξις, κατά την οποίαν ο Ηγαπημένος γίνεται το είναι ημών. Ίδιον της αγάπης είναι να μεταφέρη την ζωήν εις Εκείνον, τον Οποίον αγαπά μέχρι και λήθης αυτής. Η Θεία αγάπη κατά το είδος αυτής, το μεγαλείον, την αρμονίαν, την εξουσίαν, υπερέχει παντός ό,τι γνωρίζει η γη. Είναι προς τούτο θαυμαστόν ότι η τοιαύτη κατάστασις κατανοείται ως η μόνη αληθώς και μοναδικώς φυσική δια τον άνθρωπον. Παράδοξον πράγμα: Ο Θεός είναι ο Έτερος και, συγχρόνως, ο εμός (Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστι, γ’ έκδοση, Έσσεξ 1996. σελ.342-343).

Και λίγο παρακάτω ο σοφός Γέρων επισημαίνει:

            Εν προσευχή ομοία εκείνης της εν Γεθσημανή δίδεται εις ημάς η οντολογική πείρα της «υποστάσεως»·η ομοίωσις δε του θανάτου ημών προς τον θάνατον του Χριστού είναι η οδός της «κενώσεως». Όσον πληρεστέρα είναι η τελευταία αύτη, τοσούτον τελειοτέρα είναι η ανάβασις του πνεύματος ημών εις τον φωτοφόρον χώρον της Προαιοωνίου Θεότητος, Και ανεξαρτήτως εάν ο άνθρωπος εκφράζη δια λόγων ή ουχί την πραγματικήν αυτού κατάστασιν, ζή αυτήν ως υπαρξιακήν γνώσιν: Νυν εν Χριστώ δύναται και αυτός να είπη, «εγώ ειμ» (ό.π., σελ. 346-347).

Πρβλ και το παρακάτω απόσπασμα από το ίδιο βιβλίο:

Όταν επισκεφθή τον άνθρωπον έστω και σκιά τις της Γεθσημανίου προσευχής, θραύονται τα δεσμά του εγωιστικού ατόμου και εισάγεται ούτος εις νέαν μορφήν προσωπικού, υποστατικού είναι, κατ’ εικόνα της υποστάσεως του Μονογενούς Υιού. Να δεχθή τις την πάσχουσαν αγάπην του Χριστού είναι ανεκτίμητος δωρεά του Αγίου Πνεύματος· δια της δωρεάς ταύτης προσεγγίζει ο άνθρωπος πνευματικώς την αίσθησιν του θανάτου Αυτού επί του σταυρού, και εν ταυτώ της δυνάμεως της αναστάσεως. Εάν τις ενωθή μετ’ Αυτού δια της ομοιώσεως του θανάτου εν βαθεία υπέρ του κόσμου προσευχή και αφορήτω δίψη δια την σωτηρίαν των ανθρώπων, προγεύεται της ομοιώσεως της αναστάσεως (βλ. Ρωμ. στ’5, η’11). Οδηγούμενος ούτος υπό της Άνωθεν συγκαταβαινούσης δυνάμεως εις την νέαν ταύτην μορφήν του Είναι, φθάνει «τα τέλη των αιώνων» και αισθητώς άπτεται της Θείας Αιωνιότητος (ό.π.,σελ.388).

Σημείωση:
Σημειώνεται ότι τα ανωτέρω αποσπάσματα είναι από την γ’ έκδοση του βιβλίου (Έσσεξ 1996). Σχετικά πρόσφατα κυκλοφόρησε νεότερη έκδοση του μνημονευθέντος βιβλίου.

Στη ζωή υπάρχει πάντοτε κάτι το “απροσδόκητο” (Γέροντας Σωφρόνιος του Έσσεξ) 13 Ιουλίου 2011




Στη ζωή υπάρχει πάντοτε κάτι το “απροσδόκητο” (Γέροντας Σωφρόνιος του Έσσεξ)
13 Ιουλίου 2011

[...].Νομίζω ότι αυτό σου δόθηκε όχι με μικρό τίμημα. Χάρις όμως σε αυτό διασαφηνίστηκαν σ’ εμένα πολλά, όχι μόνο για τη δική μας προσωπική περίπτωση, αλλά και γενικά διανοίχτηκε σε μένα το παράλογο των ανθρώπινων διαπροσωπικών σχέσεων. Εξαιτίας της ελευθερίας του ανθρώπου, η αντίδραση κάθε προσώπου στο ένα ή στο άλλο φαινόμενο είναι απρόβλεπτη. Στη ζωή υπάρχει πάντοτε κάτι το “απροσδόκητο”, το μη προβλεπόμενο, που δεν υπόκειται σε κανέναν υπολογισμό. Ακόμη και οι καλύτερες από κάθε πλευρά διαθέσεις μπορούν, όπως έδειξε η πείρα, να οδηγήσουν κάποτε σε παρεξηγήσεις, και μάλιστα σοβαρές. Τώρα που γεράσαμε και είναι τελείως θεμιτό να απαιτούν από μας κάποια “σύνεση”, ας αντιπαρέλθουμε μερικά πράγματα, μερικά γεγονότα, ας ανεβούμε υψηλοτέρα, για να πρυτανεύσει η αγάπη όχι μόνο στην αιωνιότητα, αλλά και μέσα στον χρόνο. Στοχαζόμενος συχνά για πολλά παρόμοια γεγονότα στη ζωή των ανθρώπων, κατέληξα στο συμπέρασμα ότι όλοι μας οφείλουμε να συλλογιζόμαστε ότι το πρόσωπο εκείνο που συναντούμε πέρασε προηγουμένως από δοκιμασίες, καλές ή κακές, αλλά πάντως όχι όμοιες με τις δίκες μας. Από αυτό λοιπόν προκύπτει η δυνατότητα, ακόμη ενδεχομένως και το αναπόφευκτο, της διαφοροποίησης του “τόνου της φωνής”, της διαφοράς στη “γλώσσα”, της διαφοράς στις αντιλήψεις κλπ. Συμβαίνει όμως και το αντίθετο. Παρ’ όλη τη διαφορά στο παρελθόν, η συνάντηση μπορεί εξαρχής να είναι αρμονική και βαθειά. Και το τελευταίο αυτό γίνεται δεκτό ως δώρο “Ανωθεν”.
(Αρχιμ. Σωφρονίου, «Γράμματα στη Ρωσία», Ι. Μ. Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ)

ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΣΩΦΡΟΝΙΟΣ ΤΟΥ ΕΣΣΕΞ

ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΣΩΦΡΟΝΙΟΣ ΤΟΥ ΕΣΣΕΞ

Μαρτυρία του πατρος Ραφαήλ Νόικα

-Ο γέροντας Σοφρώνιος του Έσσεξ δεν τόνιζε το πάθος αυτό περισσότερο από τα άλλα πάθη.Θυμάμαι ερχόνταν στο μοναστήρι μία Γαλλίδα που είχε γίνει ορθόδοξη.Καμία φορά έβγαινε έξω για να καπνίσει κάποιο τσιγάρο.Μετά μου έλεγε:«Αισθάνομαι σαν μία πόρνη,πώς να ξεφύγω από τον καπνό;»Το ήθελε πολύ.Τότε της είπα(πιστεύω ότι της το είπε και ο γέροντας Σοφρώνιος):
«Άφησέ το αυτό τώρα.Έχεις άλλα προβλήματα»Εκείνη την εποχή είχε διάφορα προβλήματα και το κάπνισμα ήταν ένα πρόσθετο βάρος επειδή ήθελε να το κόψει.
Τελικά αυτή και άλλοι πολλοί το έκοψαν.Δεν είναι απαραίτητα αυτό το πρώτο βήμα.Το πρώτο βήμα είναι να πλησιάσεις τον Θεό.Να επιθυμείς να είσαι κοντά Του.Εαν ξέρεις ότι ο Θεός σε αγαπάει και με το τσιγάρο στο στόμα,τότε ίσως κάποια στιγμή να σου έρθει μία ιερή ντροπή,όχι μία ανθρώπινη ντροπή και να το παρατήσεις με αηδία,με αηδία ιερή και σωτήρια.

-Γνώρισα έναν Μολδαβό ο οποίος συχνά ταξιδεύει στην ΡωσίαΜου έλεγε ότι εκεί γνώρισε έναν Ρώσο γιατρό ο οποίος έχει 24 παιδιά με μία μόνο γυναίκα και υιοθέτησε και άλλα 4.Πηγαίνει συχνά στην Λαύρα του Αγίου Σεργίου του Ράντονεζ.Εκεί έχει ένα κελί δικό του.Όταν μπαίνει στο κελί μένει μέσα για 4 ημέρες χωρίς φαί,χωρίς ποτό.Κανείς δεν ξέρει τι κάνει εκεί.'Οταν βγαίνει από εκεί νομίζει ότι πέρασαν δέκα λεπτά.Η εκκλησία θέλει να τον κάνει ιερέα αλλά εκείνος αρνείται.Και έχει μία προσευχή τόσο δυνατή που μία φορά έκανε κάποιους εξορκισμούς με προσευχές απλές που ούτε οι ιερείς δεν μπορούσαν να κάνουν.Μετά από τις προσευχές αυτές βγαίνει έξω και καπνίζει κανένα τσιγάρο.Συγνώμη, με αυτό δεν θέλω να πω ότι επικροτώ το κάπνισμα,αλλά ωστόσο ας υπάρχει καποια ισορροπία.Πρώτα να αγαπήσει κάποιος τον Θεό και όλα τα άλλα θα προστεθούν.

Πηγή:www.proskynitis.blogspot.com

Αρχιεπίσκοπος Βασίλειος Βρυξελλών και Βελγίου (1900-1985) 25 Σεπτεμβρίου 2012




Αρχιεπίσκοπος Βασίλειος Βρυξελλών και Βελγίου (1900-1985)
25 Σεπτεμβρίου 2012

Ο κατά κόσμον Βσέβολοδ Κριβοσέιν γεννήθηκε στην Πετρούπολη. Ο πατέρας του διετέλεσε υπουργός και αντιπρόεδρος της ρωσικής κυβερνήσεως. Σπούδασε φιλολογία στα πανεπιστήμια Πετρουπόλεως και Μόσχας. Κατά τη στρατιωτική του θητεία έπαθε κρυοπαγήματα. Αναχώρησε για το εξωτερικό το 1920 κι επισκέφθηκε την Αίγυπτο, την Κωνσταντινούπολη και το Παρίσι. Συνέχισε τις φιλοσοφικές σπουδές του στη Σορβόνη και στο Μόναχο. Έμαθε καλά ελληνικά και ασχολήθηκε με τη μελέτη των Πατέρων της Εκκλησίας.

Αρχιεπίσκοπος Βασίλειος Βρυξελλών και Βελγίου
Το φθινόπωρο του 1925 ήλθε στο Άγιον Όρος. Εισήλθε στην ιερά μονή Αγίου Παντελεήμονος, όπου εκάρη μοναχός το 1927. Συνδέθηκε πνευματικά με τον όσιο Σιλουανό (†1938) και τον βιογράφο του Γέροντα Σωφρόνιο († 1993). Διακόνησε τη μονή του επί πολλά έτη σε διάφορες θέσεις. Ως γραμματεύς και μέλος της Γεροντικής Συνάξεως, ως αντιπρόσωπος αυτής και επιστάτης της Ιεράς Κοινότητος. Το 1941 ορίζεται μέλος ιεροκοινοτικής επιτροπής προς σύνταξη επιστολής προς τον Α. Χίτλερ, την οποία μεταφράζει στα γερμανικά, για την προστασία του Αγίου Όρους από τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής. Η επιστολή αυτή εκπλήρωσε τον σκοπό της, γιατί το Άγιον Όρος δεν επαθε τίποτε, με εντολή του Χίτλερ από τον γερμανικό στρατό. Υπήρξε και μέλος της δεκαεξαμελούς επιτροπής του Καταστατικού Χάρτου του Αγίου Όρους, τον οποίο όμως δεν υπόγραψε τελικά, λόγω των τάσεων των Σλάβων για διεθνοποίηση του Αγίου Όρους.

Αρχιεπίσκοπος Βρυξελλών κ Βελγίου Βασίλειος με τον Γέροντα Σωφρόνιο Έσσεξ (Ως νέοι μοναχοί 1930)
Κατά την εικοσιπεντάχρονη παραμονή του στο Άγιον Όρος δεν ασχολήθηκε μόνο με διοικητικά θέματα, ούτε απορροφήθηκε από αυτά. Προσευχήθηκε και μελέτησε πολύ. Καρπός των μελετών του είναι η πρώτη σημαντική θεολογική του μελέτη: Η ασκητική και δογματική διδασκαλία του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά. Αγάπησε ιδιαίτερα τους Έλληνες Πατέρες και κατέστη εξαίρετος παλαμιστής και συμεωνιστής. Μιλούσε άριστα ρωσικά, γερμανικά και ελληνικά.
Το 1951 με ευλογία της μονής του αναχώρησε για την Οξφόρδη. Υπήρξε συντάκτης του σπουδαίου Λεξικού των Ελλήνων Πατέρων. Επί μία δωδεκαετία μελέτησε πολλά χειρόγραφα διαφόρων βιβλιοθηκών των έργων του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου, τα οποία έφερε στο φως της τυπογραφίας. Το 1951 χειροτονήθηκε διάκονος και πρεσβύτερος από τον επίσκοπο Δαλματίας Πέτρο. Το 1959 χειροτονήθηκε βοηθός επίσκοπος Βολοκολάμσκ στο Λονδίνο από τον αρχιεπίσκοπο Νικόλαο († 1961) και τον επίσκοπο Αντώνιο († 2003) με έδρα το Παρίσι. Το 1960 τοποθετήθηκε αρχιεπίσκοπος Βρυξελλών.
Ανέπτυξε πλούσιο συγγραφικό έργο, στο οποίο διακρίνεται η βαθιά γνώση του των αγιοπατερικών πηγών, η παραδοσιακή θεολογική του σκέψη και τα σύγχρονα ποιμαντικά προβλήματα. Το 1952 έγραψε για το Άγιον Όρος και την πνευματική ζωή στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Ο αρχιεπίσκοπος Βασίλειος δεν λησμόνησε ποτέ το Άγιον Όρος. Σε όλη του τη ζωή έγραφε, μελετούσε και προσευχόταν.
Κατά τον Κ. Καβαρνό, «η εμφάνισις των Γαβριήλ († 1983), Θεοκλήτου († 2006) και Κριβοσέιν (†1985) δεικνύει μίαν σημαντικήν αναβίωσιν του Ορθοδόξου μυστικισμού εις το Άγιον Όρος κατά τον 20ον αιώνα. Το μεγάλο ενδιαφέρον των διά τον μυστικισμόν είναι φανερόν εκ του θαυμασμού των διά μυστικούς θεολόγους, όπως οι Συμεών ο Νέος Θεολόγος, Γρηγόριος ο Παλαμάς και Νικόδημος ο Αγιορείτης».
Ανεπαύθη εν Κυρίω ως αρχιεπίσκοπος Βρυξελλώνκαι Βελγίου στις 22.9.1985 στο Λένινγκραντ.
Πηγές – Βιβλιογραφία:
Δ. Λ. Σταθόπουλου, Κριβοσέϊν Βασίλειος, Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τ. 7, Αθήναι 1965, στ. 1032-1034. Δ. Γ. Τσάμη,Άγιοιν Όρος, Προσέγγιση στην πρόσφατη ιστορία του, Θεσσαλονίκη 1990, σσ. 22-25. Κ. Π. Καβαρνού, Το Άγιον Όρος, Αθήναι 2000, σσ. 41-42.
Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό εναρέτων αγιορειτών του εικοστού αιώνος Τόμος Γ΄ – 1984-2000, Εκδόσεις Μυγδονία, Α΄ Έκδοσις, Σεπτέμβριος 2011

Δευτέρα 29 Οκτωβρίου 2012

Η ΤΡΑΓΙΚΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΑΙΡΕΤΙΚΩΝ....

τραγικότητα των Αιρετικών


ΠΡΩΤΟΠΡ. ΓΕΩΡΓΙΟΥ Μ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ
Η ΤΡΑΓΙΚΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΑΙΡΕΤΙΚΩΝ

«αιρετικόν άνθρωπον... παραιτού»
 Πολλές ερμηνείες έχει λάβει ο όρος «αιρετικός» από τους ερμηνευτές, και μάλιστα τους νεωτέρους, στο χώρο της Κ. Διαθήκης. Υπάρχει όμως και η συγκεκριμένη σημασία, που έλαβε ο όρος στη γλώσσα των Αγίων Πατέρων, στη γλώσσα της Ορθοδοξίας. Για τους αγίους Πατέρας μας «αιρετικός» σημαίνει: διαστρεβλωτής της πίστεως, της αποκεκαλυμμένης Αληθείας, του θεόθεν δεδομένου τρόπου σωτηρίας. Αίρεση δε, είναι αλλοτριωμένη εκδοχή του Προσώπου του Σωτήρος Χριστού, που δεν μπορεί να οδηγήσει στη σωτηρία, στη θέωση, τον άνθρωπο και να λυτρώσει από το κακό τον κόσμο....

Οι άγιοι Πατέρες, γνήσιοι θεολόγοι
Για να κατανοήσουμε την τραγικότητα, μέσα στην οποία ζουν και κινούνται οι αιρετικοί, πρέπει να δούμε το διαμετρικά αντίθετό τους μέγεθος, δηλαδή τους αγίους Πατέρες, στο κύριο έργο τους, την θεολογία. Βέβαια ο εγκλωβισμένος στα κοινωνιολογικά σχήματα των καιρών μας θα σπεύσει εδώ να διαμαρτυρηθεί, μη μπορώντας να εννοήσει, ότι όλο το έργο των Πατέρων, σε κάθε εποχή, είναι θεολογία. Γιατί ενωμένοι με το Θεό αντιμετωπίζουν οι Πατέρες όχι μόνο τα προβλήματα της πίστεως, αλλά και όλης της ζωής. Θεό - Αλήθεια προσφέρουν, αντιμετωπίζοντας κρίσεις δογματικές, αλλά Θεό - Αλήθεια προσφέρουν ποιμαίνοντας τα πνευματικά τους τέκνα και οδηγώντας τα στα πλαίσια της εν Χριστώ ζωής, που είναι η αγιοπνευματική κοινωνία. Οι Άγιοι Πατέρες θεολογούν πάντα με τον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος. Γίνονται πρώτα δοχεία και Ναοί του Πνεύματος, με την άσκησή τους και τον πνευματικό τους αγώνα, και καταξιώνονται να γίνουν Πνευματοκίνητοι, Θεοκίνητα στόματα του Λόγου και χείρες του Πνεύματος. Η θεολογία τους είναι, έτσι, έκφραση των μυστικών εμπειριών τους. Εκφράζουν αυτό, που το Πνεύμα αποκαλύπτει μέσα τους, σκορπίζουν γύρω το φως Του. Λέγουν αυτό, που βλέπουν, στη φωτισμένη και θεοφόρο καρδιά τους. Δεν είναι, λοιπόν, οι στοχαστές και φιλόσοφοι του κόσμου, οι διανοητές - όπως λέμε. Ο στοχασμός μας δεν μπορεί ποτέ να γίνει Θεολογία. Μένει φιλοσοφία, μεταφυσική, αναζήτηση ανθρώπινη.
Η Θεολογία των Πατέρων είναι το αποτέλεσμα της παρουσίας του Αγίου Πνεύματος μέσα τους. Αυτό ομολογεί ένας από τους λίγους, που δίκαια πήραν το όνομα του Θεολόγου της Εκκλησίας, ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος: «Δεν είναι του καθενός, να φιλοσοφεί γύρω από το Θεό. Δεν είναι του καθενός. Αυτό το πράγμα δεν είναι τόσο φθηνό και ταπεινό... Δεν είναι του καθενός, παρά μόνο των δοκιμασμένων και όσων έχουν προχωρήσει στη θεωρία (δηλαδή στη θέα του Θεού) και που προηγουμένως έχουν καθαρισθεί και στην ψυχή και το σώμα, ή τουλάχιστον καθαρίζονται τώρα». Οι άγιοι Πατέρες έχουν κάθε δικαίωμα να λέγουν: «έδοξε τω Πνεύματι τω Αγίω και ημίν» χωρίς τον παραμικρό κίνδυνο να κατηγορηθούν για έπαρση.
Όπως εντελώς φυσικά και απροσποίητα διεκήρυξαν οι Αγιορείτες Ησυχαστές στον Τόμο του 1341: «Ταύτα υπό των Γραφών εδιδάχθημεν, ταύτα παρά των ημετέρων Πατέρων παρελάβομεν, ταύτα δια της μικράς εγνώκαμεν πείρας...». Η ταπεινοφροσύνη τους φαίνεται στο «μικράς». είναι όμως αναγκασμένοι να μιλήσουν και για την δική τους θεοπτική εμπειρία.

Οι Αιρετικοί, οι αθεράπευτοι «θεραπευτές»
Η αίρεση δεν είναι απλά λογικό λάθος, ούτε οι αιρετικοί απλώς αστοχούν στην εύρεση της αλήθειας. Στην περίπτωσή τους συμβαίνει κάτι βαθύτερο και ουσιαστικότερο. Κατά το γράμμα γνωρίζουν την Γραφή, κατά τρόπο -πολλές φορές- εκπληκτικό. Τους λείπει όμως κάτι ουσιαστικό και η έλλειψή του τους διαφοροποιεί ριζικά από τους Πατέρες. Τους λείπει η αγιοπνευματική εμπειρία των Πατέρων. Ο εσωτερικός φωτισμός του Πνεύματος. Γιατί δεν έχουν περάσει την θεραπεία της Εκκλησίας. Μπορεί ηθικά να είναι (εξωτερικά) ανεπίληπτοι. Δεν έχουν όμως μέσα τους το Πνεύμα. Δεν βλέπουν, λοιπόν, όσα βλέπουν εν Πνεύματι οι Πατέρες. Μπορεί διανοητικά να είναι εκπληκτικά ανεπτυγμένοι. Είναι πράγματι γεγονός, ότι όλοι οι μεγάλοι αιρετικοί εντυπωσιάζουν με την πολυγνωσία και «σοφία» τους! Ακόμη και σήμερα... Δεν έχουν όμως καθαρή την καρδιά, ούτε έχουν μεταβληθεί σε ναούς του Αγίου Πνεύματος. Η αίρεση προϋποθέτει κακή ή ανύπαρκτη θεραπεία. Γι’ αυτό για τους αιρετικούς η Θεολογία είναι διανοητική - επιστημονική υπόθεση, λογικό και συλλογιστικό παιχνίδι. Η εμπειρία της θεώσεως, που καταξιώνει τους Πατέρες, είναι αυτό, που τους λείπει. Γι’ αυτό ο αιρετικός δεν μπορεί να διακρίνει στο κρίσιμο σημείο την αλήθεια από την πλάνη. Γιατί δεν βλέπει μέσα του την αλήθεια, δεν την γνωρίζει στην καρδιά του. Δεν έχει το όχημα της «νοεράς προσευχής» και γι’ αυτό δεν μπορεί να φτάσει στον «δοξασμό», που είναι η αποκάλυψη της «πάσης αληθείας» από το Άγιον Πνεύμα. Εδώ ακριβώς αποκαλύπτεται και η τραγικότητα όλων των αιρετικών, και προ πάντων των αιρεσιαρχών. Αφώτιστοι οι ίδιοι, ζητούν να φωτίσουν. Αθεράπευτοι οι ίδιοι, ζητούν να θεραπεύσουν. Άθεοι οι ίδιοι, ζητούν να θεολογήσουν. Θα μπορούσαμε να παρομοιάσουμε τους αιρετικούς με ψευτογιατρούς και τσαρλατάνους, που απατούν. Αλλ’ είναι κάτι χειρότερο: είναι γιατροί, που προσφέρουν δολοφονική θεραπεία, που σκοτώνει τον άνθρωπο αιώνια. Είναι φαρμακοποιοί, που κυκλοφορούν φάρμακα δηλητηριασμένα - αλλοιωμένα, που είναι επικίνδυνα για την δημόσια υγεία, και όχι την σωματική, αλλά την πνευματική και αιώνια.

Η διαφορά στα πράγματα 
Ακολουθώντας την πατερική θεώρηση της αιρέσεως, μπορούμε να συνειδητοποιήσουμε την φθοροποιό δύναμή της στην ιερή υπόθεση της σωτηρίας μας. Μέσα στην άμβλυνση των πνευματικών μας αισθητηρίων, πολύ συχνά τοποθετούμε τη διαφορά Ορθοδοξίας και αιρέσεων σε επίπεδο λεκτικών ή τυπικών παραλλαγών. Αυτό οδηγεί στην ελαχιστοποίηση της διαφοράς και στην εντύπωση, ότι η διαφωνία είναι για ασήμαντα πράγματα, που μπορούν εύκολα με κάποια καλή διάθεση να θεραπευθούν. Και τούτο συμβαίνει, γιατί συνήθως νοούμε τους εαυτούς μας ως Ορθοδόξους και παραβάλλουμε τους ετεροδόξους προς τους εαυτούς μας. Δεν είναι περίεργο, λοιπόν, ότι διακρίνουμε περισσότερες ομοιότητες από διαφορές! Αν δούμε όμως τις αιρέσεις από πλευράς πραγματικότητος πατερικής και αντιπαραθέσουμε στην ετεροδοξία της εποχής μας τους Αγίους μας Πατέρες, τότε θα διαπιστώσουμε, ότι πρόκειται για διαφορά πραγμάτων και όχι λέξεων. Πρόκειται για διαφορά πρωταρχικά θεραπευτικής μεθόδου. Η πνευματικότητα της Ορθοδοξίας γεννά Αγίους Πατέρες, ενώ η «πνευματικότητα» των αιρέσεων σπείρει τον όλεθρο. Γι’ αυτό οι Άγιοι Πατέρες θα μένουν πάντα τα «πάγχρυσα στόματα του Λόγου», που θα καλούν όχι μόνο τους αιρετικούς και ετεροδόξους, αλλά και μας τους κατ’ όνομα μόνο ορθοδόξους, στην γνήσια εν Χριστώ θεραπεία, που οδηγεί στον δοξασμό και την αληθινή Θεολογία.
“ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΑ ΚΑΙ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΑ ΜΗΝΥΜΑΤΑ”
(Απάνθισμα κηρυγμάτων από την
«ΦΩΝΗ ΚΥΡΙΟΥ» των ετών 1980 και 1983)
ΠΡΩΤΟΠΡ. ΓΕΩΡΓΙΟΥ Μ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»

Γ. ΘΕΟΚΛΗΤΟΣ ΕΥΧΗΣΟΥ....ΓΙΑ ΤΑ ΤΣΑΜΙΚΑ ΕΘΝΙΚΟΥ ΥΜΝΟΥ


Δεν θα’ θελα να μείνω στα γνωστά ψυχρά βιογραφικά στοιχεία του Γέροντος. Ούτε να επεκταθώ σε υψηλές, βαθυστόχαστες και μακρές αναλύσεις κι εκτιμήσεις του βίου και του έργου του. Θα μιλήσω απλά, λιτά κι εγκάρδια.
Τον Γέροντα τον γνώρισα πριν 35 έτη στο κονάκι-αντιπροσωπείο της Μονής Διονυσίου, του Αγίου Στεφάνου, πριν τη σημερινή του ανακαίνιση, στις Καρυές του Αγίου Όρους. Ήταν στο πλάι του ναού το κελλί του, δίπλα στο μπαλκόνι, σ’ ένα χώρο γεμάτο βιβλία, περιοδικά κι εφημερίδες, κάπως ακατάστατο. Με δέχθηκε φιλόφρονα κι ευχάριστα, ψάχνοντας κάτι να με κεράσει. Μετά λίγες κουβέντες γενικές, περί του πόθεν έρχομαι και προέρχομαι και που υπάγω και τι σκοπεύω, άρχισε έναν μακρύ κι ωραίο λόγο περί πνευματικής ζωής, πνευματικής μελέτης, προσευχής, μοναστικής ζωής, των πονηρών παγίδων του εχθρού διαβόλου, της σοφίας και της χάριτος των αγίων Πατέρων. Οι πιο συχνές αναφορές του ήταν στον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, στον Όσιο Ιωάννη της Κλίμακος, τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά και τον άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη. Και σε άλλους, αλλά κυρίως σε αυτούς. Μπορώ να πω ότι σε αυτά τα θέματα πιο πολύ περιστρέφονταν οι συζητήσεις μας οι πολλές κατοπινές. Πάντοτε μιλώντας εγώ λίγο κι ακούγοντας προσεκτικά.
Θυμάμαι πολύ καλά την πρώτη εκείνη συνάντησή μας, που σημάδεψε την κατοπινή πολύχρονη γνωριμία μας. Είχα έναν απέραντο σεβασμό απέναντί του. Νέος εγώ, λαϊκός, είχα διαβάσει έργα του στην Αθήνα, Γέρων εκείνος, είχε τότε τριάντα χρόνια στο Όρος, είχε γνώση, εμπειρία, σοφία, λογιότητα, άνεση λόγου, μνήμη δυνατή. Τον θαύμαζα. Οι λόγοι του ήταν εκ βαθέων, είχαν ένα πάθος, τους ζούσε, σαν να έβγαιναν καυτοί από την καρδιά του. Έπασχε να μεταδώσει την αγάπη στον Θεό. Αγαπούσε υπέρμετρα τον Θεό, την Παναγία, τους αγίους. Μιλούσε και υποτιμητικά για τον εαυτό του. Δόξαζε τον Θεό. Ευχαριστούσε την Παναγία. Αλησμόνητη εκείνη η συνάντηση. Με κατευόδωσε μέχρι έξω. Χάρηκε που σκεφτόμουν τον μοναχισμό. Μου’ πε να προσέξω που θα μονάσω. Ήταν πατέρας κι ένας δάσκαλος. Αγαπούσε την μελέτη, την συγγραφή, την πνευματική συζήτηση.
Ο Γέροντας συνήθιζε να λέει πως στο Περιβόλι της Παναγίας ήλθε με τη βοήθεια Εκείνης, που τον θεράπευσε και τον έσωσε, όπως μετά δακρύων διηγείτο ένα αποκαλυπτικό όνειρο. Είχε ιδιαίτερη ευλάβεια στην Παναγία του Ακαθίστου της μονής του. Έγραψε πολλά θερμά λόγια περί Αυτής σε αρκετά άρθρα και βιβλία του. Ιδού μικρό απόσπασμα, που γράφτηκε πριν 45 έτη: «Η λειτουργική ζωή της Εκκλησίας αρχίζει και τελειώνει με την επίκλησιν της «τιμιωτέρας των Χερουβείμ..» καί πάντες οι άγιοι της Εκκλησίας θεωρούν την Θεοτόκον Μαρίαν ως «μετά Θεόν, τα δευτερεία της Τριάδος έχουσαν..». Ιωάννης ο Δαμασκηνός γράφει: «εμνήσθην της Θεοτόκου και εσώθη η ψυχή μου». Ο Γεώργιος Νικομηδείας λέγει ότι ο Χριστός λογίζεται δόξαν ιδικήν του την δόξαν της Μητρός αυτού». «Την Σην γαρ δόξαν ο Κτίστης, ιδίαν οιόμενος, εκπληροί τας αιτήσεις». «Ελπίδα μου, καταφυγή μου, μητέρα μου, γράφει ο Μηνιάτης, ένα νεύμα να κάνεις δι’ εμέ εγώ είμαι σεσωσμένος. Μαρία, όποιος εις σε ελπίζει είναι αδύνατον να χαθεί». Ημείς οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί απονέμομεν λατρευτικήν προσκύνησιν μόνω τω Θεώ. Τιμητικήν δε πάσι τοις αγίοις και δουλικήν μόνη και μόνη τη Μητρί του Θεού, με συναισθήματα καθαρώς υιϊκά προς την γλυκυτάτην και ημών μητέρα κατά χάριν. Ω, τι ζημιούνται όσοι δεν προστρέχουν διαρκώς εις την Θεοτόκον, δεν λέγουν μίαν φοράν τουλάχιστον τους Χαιρετισμούς της και δεν αναγινώσκουν έναν κανόνα από το «Θεοτοκάριον» καθ’ εκάστην! «Πρώτην φοράν, μοι έγραφεν ευσεβής θεολόγος, ακούω ότι πρέπει να αγαπώ την Παρθένον Μαρίαν». Και απήντησα: «Ουδέποτε ανέγνωσας ότι ο Θεός παρά πάσαν την παντοδυναμίαν του τρία δεν ηδυνήθη να δημιουργήση τελειότερα; Την Σάρκωσιν, την Παρθένον και την μακαριότητα των δικαίων εν τη μελλούση ζωή»
Δεν θα ήταν υπερβολικό και παράτολμο να πούμε πως αυτά που γράφει ο Γέρων Θεόκλητος για τον Όσιο Νικόδημο τον Αγιορείτη ως «υμνητή της Κυρίας Θεοτόκου», ισχύουν κατά πολύ και για τον ίδιο: «Ο θερμότατος της ψυχής έρως του προς την Υπεραγίαν Θεοτόκον είναι εφάμιλλος προς την αγάπην και την βαθείαν ευλάβειαν, την οποίαν ησθάνοντο πάντες οι Άγιοι Πατέρες προς το σεπτόν πρόσωπον της Μητρός του Κυρίου. Εις όλα του τα πνευματικά έργα ευρίσκει πάντοτε τρόπον όπως υμνήση την Παναγίαν, γινόμενος κυριολεκτικώς έξω εαυτού…Αισθανόμενος άπειρον ευγνωμοσύνην προς την Παναγίαν Παρθένον ως Αγιορείτης, ως έχων εχέγγυον της σωτηρίας του την πολλά ισχύουσαν προς τον Υιόν Της πρεσβείαν Της, συμφώνως προς τας υποσχέσεις Αυτής εις Πέτρον τον Αθωνίτην, έπλεξε κανόνας δι’ αλλαλαγμών της ψυχής ενθεαστικών… Η περί της Θεοτόκου θεολογία του αγίου Πατρός δεν είναι σχολαστική τις και αυθάδης κριτική ψηλάφησις, αλλά καρπός βαθείας ευλαβείας και οφειλομένης αγάπης προς την Μητέρα του Θεού, θεολογία διαρκώς υψουμένη, πλατυνομένη και κινουμένη εις απείρους διαστάσεις, μηδέποτε δε τελευτώσα εκ της ενεργείας της χάριτος εν τη καρδία του σεπτώς θεολογούντος και υπερυψούντος αυτήν εις τους αιώνας».
Δεν υπάρχει πράγματι Αγιορείτης μοναχός που να μην ευλαβείται υπερβολικά την Θεοτόκο. Στο Άγιον Όρος η τιμή της Παναγίας αγγίζει τα όρια της λατρείας. Ταπεινά φρονούμε πως αυτό που γράφει ο Γέρων Θεόκλητος για τον φίλο του ιερομόναχο Αθανάσιο Ιβηρίτη (+1973), τον οποίο ωραία βιογράφησε, ισχύει και για τον ίδιο: «Σε όποια μονή υπάρχει θαυματουργή εικόνα της Παναγίας, αυτός ο σεβασμός και η αγάπη γίνεται πιο έμμονη συναισθηματική σχέση, μια σχέση τρυφερής οικειότητος μεταξύ Αυτής και των επιμελουμένων την ψυχήν τους μοναχών. Αυτό συμβαίνει και στη μονή των Ιβήρων με την σεβασμία και αρχαία εικόνα της «Πορταϊτίσσης». Ο Αθανάσιος ως ευλαβής ιερομόναχος και με τον νου καθαρό, ισχυρό και ευρύ, ικανό να συλλαμβάνει μεγάλες αλήθειες, είχε κατανοήσει από νέος την αξία της Θεοτόκου Μαρίας και τη θέση της μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Και με την επιστροφή του από την σύγχυση του κόσμου στο γαλήνιο λιμάνι της μετανοίας του, «την πάσαν ελπίδα του» ανέθετε στη Μητέρα του Θεού. Αυτήν μελετούσε νύκτα και ημέρα, στην Παναγία προσευχόταν και παρακαλούσε, την Παναγία συλλογιζόταν…»
Ο π. Αθανάσιος του αναθέρμανε την έντονη Θεομητροφιλία του. Ο Γέρων Θεόκλητος εκτός των, όπως είπαμε, πολλών άρθρων και αναφορών του έγραψε και τέσσερα ειδικά βιβλία για την Παναγία, τη Λημνιά, την Γοργοεπήκοο των Τσιπιανών, τη Σουμελά και τη Μαρία Μητέρα του Θεού, που όπως αναφέρεται, «προσφέρει στον λαό του Θεού ένα πολύχυμο εντρύφημα ορθόδοξης πνευματικότητος αναφερόμενο στην Κυρία Θεοτόκο, τη σκέπη της Ρωμιοσύνης και προστάτιδα του λαού μας. Μεταφέροντας στην απλή γλώσσα κείμενα και ύμνους του αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού, του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά και του αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτη για τη Γέννηση, τον Ευαγγελισμό και την Κοίμηση της Παναγίας μας, προσφέρει στον κάθε πιστό ένα πολύτιμο πνευματικό βοήθημα. Με το βιβλίο αυτό ο π. Θεόκλητος δεν πραγματοποιεί μόνο όσα τον συμβούλευε ο μακαριστός φίλος του Γέρων Αθανάσιος Ιβηρίτης, αλλά προσφέρει στον σύγχρονο ψυχικά ταλαιπωρημένο αναγνώστη του καιρού μας μια δροσερότατη αναψυχή».
Μιλώντας κανείς για την Παναγία είναι σαν να μιλά για τον Χριστό. Αγαπώντας την Παναγία αγαπά και τον Χριστό. Αγαπώντας τον Χριστό αγαπά και την Παναγία. Κέντρο της ζωής και των λόγων του ήταν ο Χριστός και η Παναγία. Η Θεομητρολογία συνδυασμένη διακριτικά, ισόρροπα και αγαστά με την Χριστολογία. Στο βραβευμένο και πρώτο βιβλίο του, που πρωτοεκδόθηκε πριν 50 ακριβώς έτη, το «Μεταξύ ουρανού και γης» γράφει: «Πώς να κατορθώσωμεν να ενοικήση εις τας καρδίας ημών ο Χριστός; Πώς άλλως, αδελφέ, ειμή δι’ αγάπης; Και πώς θα ελκύσωμεν τον Χριστόν να σκηνώση εν ημίν, αν όχι δια της καθαρότητος της καρδίας; Και πώς χωρίς δακρύων και προσευχών και μόχθων θα κάμωμεν τας εντολάς;» Και καταλήγει πως ο ορθόδοξος αγιορειτικός μοναχισμός αποτελεί για «τον άνθρωπον εν τη ανυπαρξία και ανεστιότητι και ορφανία του, τον άνθρωπον χωρίς Χριστόν και χωρίς το φως και το πλήρωμα της πίστεως, λυτρωτική ακτινοβολία. Προς δε τους πιστούς το μήνυμά του είναι ο θεοκεντρικός και χριστοκεντρικός μυστικισμός του, όστις αποτελεί το κατακόρυφον της μετ’ επιστήμης οδυνηρής πρακτικής του αγωγής, μιας αγωγής βεβαιωθείσης δια των αιώνων, η οποία πρώτον καθαίρει, ύστερον φωτίζει και τελευταίον αγιάζει…».
Ένα αγαπητό θέμα του μακαριστού Γέροντος ήταν η προσευχή και μάλιστα η προσευχή του Ιησού περί της οποίας έγραφε κι έλεγε πολλά: «Η Εκκλησία του Χριστού, βεβαίως, δεν παύει ευαγγελιζομένη, διδάσκουσα και χορηγούσα την χάριν δια των ακηράτων Μυστηρίων. Αλλά χρειάζεται να συνεργήση και ο άνθρωπος. Και ο άνθρωπος πρέπει να βοηθηθή. Ένα δε από τα πλέον ενδεικνυόμενα μέσα τόσον προς άμυναν έναντι των πυκνών και αλλεπαλλήλων προσβολών του κακού όσον και προς ενοποίησιν των διακεχυμένων εις τον κόσμον δυνάμεων της ψυχής, είναι η μονολόγιστος λεγομένη προσευχή. Η αξία της προσευχής αυτής συνίσταται αφ’ ενός εις το εύκολον και αφ’ ετέρου εις την δύναμίν της, ως αγάπης, γλυκύτητος και συντριβής καρδίας. Αλλ’ εάν δια τους εν κόσμω αδελφούς η προσευχή του Ιησού επιτυγχάνη τους δύο ανωτέρους στόχους, δια τους μοναχούς όμως αποτελεί την αφετηρίαν ενός θειοτάτου αγώνος και την προϋπόθεσιν μιας ατέρμονος εν έρωτι βιώσεως και θεολογίας. Δια τούτο προσευχή μας είναι και πόθος εν Κυρίω, όπως ο ορθόδοξος λαός μας επανεύρη την προσευχήν της καρδίας, υπέρ της οποίας ηγωνίσθησαν μεγάλοι θεολόγοι Πατέρες, εν οις ο μέγας άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, «ο κήρυξ της Χάριτος».
Εκεί όμως που εκφράζει όλον τον πόθο, τον έρωτα και τον αλάλητο στεναγμό της καρδίας του είναι το βιβλίο του «Χριστοκεντρικές εμπειρίες ενός ερημίτου», όπου βάζει στο στόμα του να πη προς τον Κύριο : «Γλυκύτατε Κύριε Ιησού Χριστέ, τι να σου ανταποδώσω για τις ανέκφραστες δωρεές Σου; Σήμερα που πάλιν είχα βυθισθή στη μελέτη του αγίου Ευαγγελίου Σου και το Άγιόν Σου Πνεύμα έφλεγεν άκαυστα την αμαρτωλή καρδιά μου, εθαύμαζα την θεϊκήν αγάπην Σου σε μας τα «κατ’ εικόνα» Σου πλάσματά Σου. Βροχή ουράνια οι καθαροί λογισμοί μου για την άπειρη δόξα Σου, στις εωθινές γλυκύτατες και κρινόλευκες ώρες, ύστερα από την ορθρινή προσευχή μου μέσα στο απέριττο ασκητικό καλύβι μου, που μου χάρισε, Χριστέ μου, η πατρική Σου αγάπη».
Η προς την Παναγία και τον Χριστό θερμή αγάπη του δεν ήταν δυνατόν να μην υπάρχη και προς τους θεοφόρους, θεόπνευστους και θεοκίνητους αγίους Πατέρες, τους οποίους μελετούσε επισταμένα, ερμήνευε, ανέλυε, σχολίαζε και μετέφραζε. Έτσι έχουμε τα θαυμάσια 153 Κεφάλαια περί προσευχής του σοφού και ασκητικού Ευαγρίου του Ποντικού, στον οποίο ανήκει το γνωστό απόφθεγμα «ει θεολόγος ει, προσεύξη αληθώς καί ει αληθώς προσεύξη θεολόγος ει», που σημαίνει πως η αληθινή προσευχή ανάγει τον νου σε καθαρά θεολογικά επίπεδα. Τα 200 σημαντικά Κεφάλαια περί Πνευματικού Νόμου του οσίου Μάρκου του Ασκητού, που στην εισαγωγή αναφέρει χαρακτηριστικά ο Γέρων Θεόκλητος: «Προ πάσης θεωρητικής πτήσεως, προ πάσης θεολογίας, προ πάσης γνωστικής επιθυμίας, απαιτείται η πράξις, η έμπονος εργασία των εντολών, η «νόμιμος άθλησις». Διότι, όπως γράφει εις το 196ον Κεφάλαιον «Ο εκτός έργου σοφιζόμενος και λαλών λόγους, πλουτεί εξ αδικίας…». Τά Κεφάλαια περί του Πνευματικού Νόμου αποβαίνουν καθοδηγητικός κανών ζωής και ελευθερίας εν χάριτι, μη αφήνοντα εις παραισθήσεις και πλάνας τον πιστόν, ως προς τον σκοπόν των εντολών του Χριστού. Ότι αι αντολαί δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά μέσον καθάρσεως τελειούμενον δια του Αγίου Πνεύματος». Τα σπουδαία και αγιοπνευματικά 100 γνωστικά Κεφάλαια του αγίου Διαδόχου Φωτικής, όπου κατά τον σοφό Γέροντα, δημιούργησαν ισχυρή επίδραση «στην διαμόρφωσιν της πνευματικής παραδόσεως της Ορθοδοξίας, αποτελέσαντα αρχέτυπον της Ιεράς Νήψεως και της μυστικής θεολογίας». Τα καταπληκτικά 400 Κεφάλαια του μεγάλου Πατρός της Εκκλησίας μας αγίου Μαξίμου του Ομολογητού, τον οποίο υπεραγαπούσε ο Γέροντας και συνεχώς τον μνημόνευε στους λόγους και τα γραπτά του. Την προς την μοναχή Ξένη εξαιρετική επιστολή του άλλου μεγάλου αγαπημένου του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, όπου στην εισαγωγή του εύστοχα και συμπυκνωμένα καταλήγει: «Η προς Ξένην Επιστολή αποτελεί σύνοψιν της πνευματικής διδασκαλίας του αγίου Γρηγορίου. Βάσει αυτής της μεθοδολογίας, συγκροτουμένης εξ ευαγγελικών και παραδοσιακών στοιχείων, διώδευσαν τα πλήθη των Αγίων την «στενήν και τεθλιμμένην οδόν». Δια την εποχήν μας έχει σημαντικήν σημασίαν, διότι υπό την επίδρασιν ανθρωπιστικών ρευμάτων, τα οποία πνέουν εντός της Εκκλησίας, νοθεύεται η πνευματική Ορθόδοξος Παράδοσις, με συνέπειαν αντί να πορευώμεθα εις το φως και την ζωήν και την αιωνίαν αγαλλίασιν, αποτελματούμεθα εις την περιοχήν των σκοτεινών και δαιμονικών παθών μας. Εντεύθεν χάνομεν τα ορθόδοξα κριτήρια και αρχίζομεν να φιλοσοφώμεν, παραδιδόμενοι εις τους ακαθάρτους διαλογισμούς μας και τα ινδάλματα της εμπαθούς καρδίας μας». Τις 35 επιστολές του αγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως του Θαυματουργού προς τις μοναχές της Αγίας Τριάδος Αιγίνης, τις οποίες χαρακτηρίζει ο Γέροντας ως έναν «θησαυρό», με «πολύτιμη διδασκαλία».
Αγαπά την Παναγία, τον Χριστό, τους Αγίους Πατέρες κι όλους τους αγίους, παλαιότερους και νεώτερους. Ορισμένους βιογραφεί άριστα. Όπως τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά (+1359), για τον οποίο γράφει: «Από τότε που ως μοναχός εγνώρισα πόσον μέγας Πατήρ είναι ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς και ποίαν σημασίαν έχει η διδασκαλία του δια την Ορθόδοξον Εκκλησίαν, ησθανόμην μίαν βαθείαν αγάπην να με κυριαρχή δια το πρόσωπον του θείου Πατρός και ένα ανεξήγητον δέος ενώπιον της υψηλής θεολογικής διδαχής του». Τον προσφιλή του άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη (+1809), τον οποίον πρώτος εκτενώς αγιογράφησε, γιατί όπως αναφέρει εισαγωγικά : «υπήρξε μοναδικός εκλαϊκευτής της Ορθοδόξου θεολογίας, εις όλους τους μερισμούς και τας εκφάνσεις αυτής, ως ασκητικής, θεωρητικής, μυστικής, λειτουργικής, ηθικής, φιλολογικής, υμνολογικής, δογματικής, Κανονικού Δικαίου, εξομολογητικής». Τον θαυματουργό άγιο Νεκτάριο Πενταπόλεως (+1920), για τον οποίο έγραφε: «Έρχεται με το μοναδικό κύρος του, σαν θεοφόρος και σαν προφήτης, που ένωσε στο πρόσωπό του την θεία και την ανθρώπινη σοφία, να ανανεώση την διδαχή της Εκκλησίας και να μαρτυρήση την αιωνιότητα της ζωής και της θεολογίας της και να την κάνη και σύγχρονη». Τον επίσης θαυματουργό νέο άγιο της Χίου Άνθιμο (+1960), τον οποίο βιογραφώντας προοιμιακά αναφέρει με νόημα: «Η αγιότης είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την άσκηση, η θεολογία με την άσκηση, η πνευματική ζωή με την άσκηση. Και οι παρακάμπτοντες τον μοναχισμό, ενώ προσκυνούν τους αγίους, πέφτουν σε μια πνευματική σχιζοφρένεια. Και ότι ο θεοειδής Άνθιμος οφείλει τη θεολογία του και την αγιότητά του στην άσκηση κάθε αρετής. Και αυτό είναι το μήνυμά του στον σύγχρονο κόσμο».
Μαζί με τους αγίους αγαπά και τους φίλους των αγίων, άνδρες σοφίας και αρετής, Αγιορείτες και φιλοαγιορείτες, τους οποίους γνώρισε και συνδέθηκε πνευματικά και τους αφιερώνει ωραιότατες βιογραφήσεις: Τον συνέκδημο σε πνευματικές συνομιλίες και αναβάσεις ιερομόναχο Αθανάσιο Ιβηρίτη (+1973), που ήδη αναφέραμε ως θεοτοκοφιλή, τον όσιο Γέροντα Φιλόθεο Ζερβάκο (+1980), τον ασκητή και ιεραπόστολο. Τον πολύσοφο, διακριτικό και πολυσέβαστο Γέροντά του Γαβριήλ Διονυσιάτη (+1983), που τον έκειρε μοναχό το 1943. Τον ακάματο και πλουσιότατο σε υμνογραφική παραγωγή Γέροντα Γεράσιμο Μικραγιαννανίτη (+1991).
Αγαπούσε τους φίλους της αρετής ρασοφόρους, αγαπούσε και τους φιλάρετους λαϊκούς, τους αγνούς πατριώτες, τους ήρωες, τους συγγραφείς, τους αγιογράφους. Όπως τον αληθινό πατέρα και δάσκαλο του Γένους Στρατηγό Μακρυγιάννη (+1864). Τον άγιο των γραμμάτων μας και κοσμοκαλόγερο Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη (+1911), τον αγιογράφο, πεζογράφο και ομολογητή φίλο του Φώτη Κόντογλου (+1965).
Πλήθος τα κείμενά του για ρασοφόρους και μη, των οποίων επαινεί το ορθόδοξο φρόνημα, την αγιοπατερική παράδοση και τις γραφές, όπως των ρασοφόρων:Γέροντος Δανιήλ του Κατουνακιώτου (+1929), Γέροντος Ιωσήφ του Ησυχαστού (+1957), Αρχιμ. Ιουστίνου Πόποβιτς (+1979), π. Δημητρίου Στανιλοάε (+1993), Γέροντος Θεοδοσίου Αγιοπαυλίτου (+1987), π. Δημητρίου Γκαγκαστάθη (+1975), π. Ιωάννου Ρωμανίδη (+2002) και π. Επιφανίου Θεοδωροπούλου (+1989) και των ζώντων πατέρων: Ηλία Μαστρογιαννόπουλου, Αμφιλοχίου Ράντοβιτς, Βασιλείου Ιβηρίτου, Γεωργίου Γρηγοριάτου, Χριστοδούλου Παρασκευαΐδη, Ιεροθέου Βλάχου, Θεοδώρου Ζήση, των συγγραφέων Β. Λαούρδα, Κ. Μπαστιά, του εκδότη Σ. Σχοινά και των θεολόγων Π. Χρήστου, Π. Νέλλα, Π.Β. Πάσχου, Γ. Γαλίτη, Ν. Βασιλειάδη, Γ. Μαντζαρίδη, Β. Γιούλτση, Δ. Τσάμη και άλλων.
Δεν δίστασε όμως με αυστηρούς λόγους να κρίνει θέσεις, ιδέες και απόψεις προσώπων που δεν βάδιζαν την γνήσια αγιοπατερική γραμμή, όπως Α. Μακράκη, Π. Τρεμπέλα, Χ. Γιανναρά, Ν. Ματσούκα, μοναχής Μαγδαληνής, ως και των γνωστών συγγραφέων Ν. Καζαντζάκη και Ζ. Παπαντωνίου και άλλων.
Επικρίνει επίσης δριμύτατα το κράμα ελληνοχριστιανικού πολιτισμού, τον ζηλωτισμό και παλαιοημερολογιτισμό, τον πνευματισμό, την εκκοσμίκευση, ιδιορρυθμία, αντιπαραδοσιακότητα και οικουμενιστική κίνηση, τον ευσεβισμό των θρησκευτικών οργανώσεων, τον κομματισμό της Εκκλησίας, τους «άφρονες», «άθεους» και «μοιραίους» πολιτικούς, τον πολιτικό γάμο, τον ολυμπισμό και άλλα πολλά επίκαιρα και σοβαρά θέματα.
Τα έργα του γνώρισαν επανειλημμένες εκδόσεις, λίαν θετικές κρίσεις, βραβεύσεις και επαίνους και επηρέασαν σημαντικά το κλίμα της εποχής των μέσων του 2Οου αιώνος προς μία στροφή προς τους Πατέρες. Ορισμένα κείμενά του, όπως ήταν φυσικό, γνώρισαν μία μικρή η μεγαλύτερη αντίδραση. Πενήντα (50) βιβλία επί μία υπερπεντηκονταετία, εκατοντάδες άρθρα, επιστολές, συνεντεύξεις και ομιλίες, αποτελούν έναν πλούτο και αξίζει η πλήρης καταγραφή του για μια εμπεριστατωμένη θεοκλητική βιβλιογραφία. Στην βιβλιοθήκη μας έχουμε τη σειρά των έργων του, τα περισσότερα με ιδιόγραφες αφιερώσεις. Σε ένα μου έγραφε ο μακάριος Γέροντας: «Στον καλόν μοναχόν Μωυσήν, με την ευχήν να γίνη ένας υψηλός ησυχαστής, ερήμην του εν τω πονηρώ κειμένου κόσμου» όπου «η απάτη των αλλαλαγμών και η αλαζονεία του βίου. Με αγάπη Χριστού, Θεόκλητος μοναχός. 27.7.1989». Ευχή που, δυστυχώς, δεν καρποφόρησε. Και αλλού ευγενικά: «Τω μη «βραδυγλώσσω» και μη «δυσήχω Μωσεί», αλλά τω ευλάλω και ευφραδεί Μωυσεί τω πάνυ. Με αγάπη Χριστού. Θεόκλητος μοναχός Διονυσιάτης, Άγιον Όρος, 22.7.1987».
Ο Γέροντας Θεόκλητος Διονυσιάτης αποτελεί πλατύλιθο της νεώτερης αγιορειτικής ιστορίας και γραμματείας, ονομαστός και πανευφήμως γνωστός, για τους πολλούς λόγους του και τα ωραία έργα του. Σε μια δύσκολη και κρίσιμη εποχή έγκαιρα και έγκυρα προσέφερε και κατέθεσε την υπερχιλιόχρονη αγιορειτική μαρτυρία, σε έναν κόσμο αρνητικά τοποθετημένο στον ιερό ησυχασμό και τον αγιοτρόφο μοναχισμό. Πριν τη σημερινή αγιορειτική άνθηση, για την οποία εργάσθηκε, υπήρξε «η φωνή του πατρός Θεοκλήτου Διονυσιάτου το εντρύφημα όσων καλοπροαίρετων ανθρώπων ζητούσαν λόγον αληθείας και φωνήν βοώντος εκ της ερήμου, αλλά και όσων με σκεπτικισμό και επιφυλάξεις ατένιζαν τον αγιορειτικό μοναχισμό εν αναμονή του τέλους του…».
Ο Γέρων Θεόκλητος με ζήλο, θέρμη και πάθος, συνέπεια και πιστότητα μίλησε για την ακραιφνή ορθόδοξη παράδοση, παρουσιάζοντας την αναγκαιότητα επανόδου στη ζωή του νηπτικού λόγου, δια ερμηνειών των αγιοπατερικών γραφών, τερπνών προσωπογραφιών, γλαφυρών βιογραφήσεων και φιλοκαλικών εκδόσεων. Μαζί με τον Γέροντά του Γαβριήλ, τον Γ. Φιλόθεο Ζερβάκο, τον π. Χαράλαμπο Βασιλόπουλο, τους εκδότες Σ. Σχοινά και αδελφούς Παπαδημητρίου και τους φίλους Φ. Κόντογλου, Κ. Μπαστιά, Β. Μουστάκη και Π. Πάσχο απετελέσθη σε μια εποχή, που όπως γράφει ο ίδιος, «διεκρίνετο για τον ηθικισμό της, το αντιπατερικό και αντιπαραδοσιακό πνεύμα» ένας κύκλος φιλορθοδόξων παραδόσεων… Τό κάπως νεοκολλυβαδικόν αυτό κίνημα ετάραξε τα λιμνάζοντα αντιπαραδοσιακά ύδατα και πρέπει να ομολογηθή ότι επετελέσθη σημαντικόν έργον, που συνέτεινεν αποφασιστικώς στη στροφή «επί τας πηγάς» των Ορθοδόξων παραδόσεων».
Είναι όντως έτσι. Του νεοκολλυβαδικού κινήματος μαχητική φυσιογνωμία υπήρξε ο μακαριστός Γέροντας Θεόκλητος Διονυσιάτης. Του μετανεοκολλυβαδικού κινήματος υπάρχετε κι εσείς Σεβασμιώτατε. Εύχεσθε ταπεινά να συμβαδίζουμε κι εμείς καταθέτοντας οι πένητες το ευαγγελικό δίλεπτο. Τέλος ευχαριστούμε την εύανδρο Ναύπακτο για την προσφορά του ευκλεούς βλαστού της στο Περιβόλι της Παναγίας. Μένοντας εδώ θα γινόταν μάλλον ένας εξαίρετος επιστήμονας η λογοτέχνης, μεταφυτευόμενος και αναγεννώμενος στον ιερό Άθωνα κατέστη σεβάσμιος Γέρων, διδακτικός Πατήρ, Θεόκλητος Μοναχός, Διονυσιάτης περίφημος, Αγιορείτης διάσημος, τέκνον του Θεού ηγαπημένο, θεόφιλος και φιλόθεος, θεοτοκοφιλής και φιλάγιος, φιλάδελφος και φιλότεκνος, φιλάρετος και φιλόκαλος, νεοκολλυβάς και νεοησυχαστής.
(Ομιλία που πραγματοποιήθηκε στο Πνευματικό Κέντρο του ιερού ναού Αγίου Δημητρίου Ναυπάκτου στις 26.2.2006 κατά την εκδήλωση της Ιεράς Μητροπόλεως για το τεσσαρακονθήμερο μνημόσυνο του αειμνήστου Γέροντος Θεοκλήτου Διονυσιάτου.)
(Πηγή: “Εκκλησιαστική Παρέμβαση”)